Στην εποχή της ταχύτητας, της τεχνολογικής επανάστασης, του κυβερνοχώρου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οι τρόποι αναζήτησης ερωτικού συντρόφου μοιραία έχουν αλλάξει, υπακούοντας μάλιστα σε όρους πολλαπλών επιλογών και μιας ευκολίας που, εν πρώτοις, μοιάζει δελεαστική: «Speed date! Όταν τελειώσει, κάποιοι τολμηροί και τολμηρές δεν θα είναι πια μόνοι! Νέα ζευγάρια, νέοι έρωτες, νέες ιστορίες θα έχουν δημιουργηθεί! Γιατί μπορεί αυτή που ψάχνεις –αυτός που όλη σου τη ζωή ονειρευόσουν να βρεις- να είναι εδώ! Απόψε θα τον βρεις! Καλή τύχη σε όλους!». [Απόσπασμα από την εναρκτήρια σκηνή του έργου].
Έξι άντρες και έξι γυναίκες, αντίστοιχα, παίρνουν μέρος σ’ ένα παιχνίδι συναντήσεων και δυνητικών ερώτων, που έχει στήσει γι’ αυτούς ο Γιώργος Ηλιόπουλος, με χιούμορ, σαρκασμό αλλά και πολλή τρυφερότητα για τον άνθρωπο που υποφέρει από μοναξιά αλλά και από φόβο για το σχετίζεσθαι, τις ανομολόγητες επιθυμίες και τις μεγάλες προσδοκίες, τα ανεπούλωτα ψυχικά τραύματα και τα προσωπικά αδιέξοδα, τον άνθρωπο που, εν τέλει, αδυνατεί να κατανοήσει και να διαχειριστεί τον ίδιον του τον εαυτό -πολλώ δε μάλλον τη σχέση του με τον άλλον- αλλά εμμένει, ματαίως, την ίδια στιγμή να «σωθεί» από τη σχέση αυτή.
Το περιβάλλον, στο οποίο ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωες του έργου του σε αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, ανταποκρίνεται, με μικρή παραλλαγή, σε μια πραγματικότητα των ημερών μας: επαγγελματίες του χώρου συνθέτουν διάφορες ομάδες ατόμων που επιζητούν ταίρι, με βάση ηλικιακά, επαγγελματικά και άλλα χαρακτηριστικά, προσφέροντας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τη δυνατότητα αλληλογνωριμιών. Και ουδέν μεμπτόν. Προφανώς, άλλωστε, η παρεχόμενη υπηρεσία ανταποκρίνεται με τη σειρά της στις υπαρκτές ανάγκες μιας εποχής, που έχει αναγάγει την ταχύτητα σε υπέρτατη αξία.
Στο δραματικό σύμπαν όμως του έργου του Γιώργου Ηλιόπουλου- όπως βέβαια συνηθέστατα και στην πραγματική ζωή- η σύναψη ερωτικής σχέσης καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη, καθώς τα πρόσωπα παραμένουν αποστασιοποιημένα από την προσωπική συναναστροφή και εγκλωβισμένα στα τραυματικά βιώματα και τις εμμονές τους: Προηγούμενοι έρωτες που διαψεύστηκαν, ο φόβος της απόρριψης, το σωματικό ελάττωμα, ο κοινωνικός αποκλεισμός του «αζευγάρωτου» και το αίσθημα μειονεξίας, τα απολύτως σεξιστικά επιβεβλημένα πρότυπα αρρενωπότητας ή θηλυκότητας, η αγωνία για τη βιολογική λήξη της αναπαραγωγικής δυνατότητας, τα συναισθήματα ενοχής για την ομοφιλοφυλία και κάθε είδους διαφορετικότητα, το αίσθημα του ανικανοποίητου ή του κορεσμού, η καθήλωση στα πρώτα αντικείμενα αγάπης και η χιμαιρική αναζήτηση της «αδελφής ψυχής» καταδικάζουν εκ των προτέρων κάθε ερωτική απόπειρα σε ναυάγιο.
Παράλληλα, ο συγγραφέας έρχεται να προσθέσει στον σκηνικό χώρο μια κεντρική οθόνη, εν είδει εγκεφάλου καθοδήγησης των παικτών με παραινέσεις, όπως «Πες κάτι για σένα… Εντυπωσίασε! Ξάφνιασε! Να είσαι ευχάριστος! Χαμογέλα!», σχολιάζοντας με χιούμορ και διάθεση ειρωνείας πώς το συμβάν του έρωτα -απολύτως μη υποχρεωτικό από την ίδια του τη φύση -δεν μπορεί να συμβεί κάτω από οποιονδήποτε ψυχαναγκασμό.
Έτσι ο θεατής παρακολουθεί τις αμήχανες συναντήσεις «ελλειμματικών» ανθρώπων, που εναλλάσσονται σε διάφορα δυαδικά σχήματα, δοκιμάζοντας πιθανούς συνδυασμούς κάτω από τις οδηγίες ενός Μεγάλου Αδελφού, υποσχόμενου το θαύμα με έναν τρόπο μηχανιστικής απλοποίησης των πάντων. Στον απόηχο, άλλωστε, της κουλτούρας μιας καταναλωτικής κοινωνίας, όπου καθετί αντικαθίσταται με ιδιαίτερη ευκολία, οι παίκτες δοκιμάζουν διαρκώς τη χαρά να απορρίπτουν και να προχωρούν στον επόμενο υποψήφιο.
Ταυτόχρονα, τα ίδια αυτά ζητήματα τροφοδοτούν το έργο με εξαιρετικά απολαυστικούς διαλόγους, στους οποίους ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ευφυώς τη γλώσσα όχι πλέον ως μέσον επικοινωνίας αλλά ως εργαλείο μη επικοινωνίας στα χέρια των ηρώων του.
Με ένα είδος σπονδυλωτής δομής, όπου κάθε σκηνή μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα αλλά παράλληλα φωτίζεται, ενισχύεται και συμπληρώνεται από τις άλλες, ο Γιώργος Ηλιόπουλος κατορθώνει όχι μόνο να διακωμωδήσει στερεοτυπικές συμπεριφορές αλλά και να σχολιάσει, εν τέλει, τη δυσκολία στη σύναψη των σχέσεων και τη μοναξιά ως ένα κοινωνικό πρόβλημα που παίρνει απειλητικές διαστάσεις.
Η όλη δραματουργική κατασκευή στηρίζεται σε ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο μοτίβο εναλλαγής διαλόγων και αυτοεξομολογητικών μονολόγων των ηρώων μπροστά στην οθόνη και διέπεται από γεωμετρικά σχεδιασμένες αντιστοιχίες (ανδρών-γυναικών διαλόγων-μονολόγων). Ο ρυθμός εξέλιξης είναι ιδιαίτερα γρήγορος- γεγονός που ενισχύεται από την απόλυτη ταύτιση του δραματικού χρόνου με τον χρόνο της παράστασης. Κεντρικό εύρημα παραμένει βέβαια ο σκηνικός χώρος, όπου διεξάγεται το παιχνίδι γνωριμιών, χωρίς τον οποίο το έργο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Η σκηνή σωματικής βίας κατά τη λύση του έργου δεν είναι παρά η κλιμάκωση της λεκτικής και ψυχολογικής βίας που έχει προηγηθεί. Ο ψυχικός αναλφαβητισμός στον έρωτα επισφραγίζεται πανηγυρικά. Το αίτημα όμως των ηρώων του Γιώργου Ηλιόπουλου για ερωτική συνύπαρξη ισχυροποιείται, προσλαμβάνοντας διαστάσεις υπαρξιακές. Γιατί αν αγαπηθούν, θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τη ματαιότητα που τους πλήττει ως ανθρώπινα όντα. Άλλωστε, με την αγάπη ακόμη και τα απίστευτα μοιάζουν πιστευτά.
Εισαγωγικό από το πρόγραμμα της παράστασης. Εκδόσεις Σοκόλη, 2016