Στὴ σκηνὴ πάνω, παρουσιάζονται ἔμβια ὄντα (ἄνθρωποι, ζῷα, θεοί, ἡμίθεοι, ἀποκυήματα τῆς φαντασίας…), μαζὶ μ’ ἄβια. Γιὰ παράδειγμα ἀπὸ τὴ ρεαλιστικὴ δραματουργία, δυὸ ἄνθρωποι συζητοῦν μεταξύ τους, καθισμένοι σὲ καναπέ: τὰ πρόσωπα ἀνήκουν στὴν πρώτη κατηγορία· τὰ ἔπιπλα, τὰ μαξιλάρια, τὰ φωτιστικά,.. ὁ χῶρος ἐν γένει, στὴ δεύτερη. Βέβαια, πολλές φορές, τ’ ἄβια μοιάζουνε νὰ κρύβουν μέσα τους μιὰ μυστικὴ πνοὴ ποὺ νοηματοδοτεῖ ἀκόμα καὶ τὰ πρόσωπα ἐν τέλει…
Τί θὰ γινόταν ὅμως, ἂν μέρη τοῦ τυπικὰ ἄβιου διάκοσμου ἀποκτούσανε κίνηση καὶ βούληση, ἢ τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος εἶχαν βαθειὰ πεποίθηση πὼς κάτι ἀπ’ τὸ χῶρο γύρω τους πάλλεται, δρᾷ κι ἀντιδρᾷ σὰν ἄλλο πρόσωπο πλάι σ’ ἐκείνα;.. Σ’ ἔργα του, ὁ Γιάννης Πάτσης προσπαθεῖ νὰ ψηλαφήσῃ αὐτὴ τὴ μεθόριο τῆς Ὕπαρξης -μιὰ συνθήκη ὄχι καὶ τόσο μακρινὴ ἢ μόνον ἀντικείμενο «ἐπιστημονικῆς φαντασίας», ἀφοῦ ἤδη τὰ ἐμφυτεύματα τῆς σύγχρονης Ἰατρικῆς, οἱ λεπτότατες ἐγχειρίσεις κ’ ἡ προσπάθεια γιὰ Τεχνητὴ Νοημοσύνη ἀναθεωροῦν στὰ θεμέλια της τὴ σχέση Ἀνθρώπου-Μηχανῆς.
***
Στὴ σκηνή, σὲ ὑπερυψωμένο ἐπίπεδο, τὸ γραφεῖο τοῦ ΒΙΜ, κλειστὸ ἀπὸ μπροστά. Μπροστὰ στὴ σκηνή, πάγκος καὶ δύο ἀνθρώπινες φιγοῦρες καθιστὲς μὲ τὴν πλάτη στὸ κοινό. Μεγαλόσωμα, ἀνθρώπινα ὁμοιώματα, λευκοῦ χρώματος καί, συγκριτικά, πολὺ μεγαλύτερα ἀπ΄ τὸ σωματότυπο τοῦ ΒΙΜ: Οἱ Ἀκίνητοι. Μὲ τὴν ἀρχικὴ σκηνικὴ ὁδηγία στὸ πεντάπρακτο: Βίμ –δρᾶμα γιὰ τύραννους μὲ κωμικὲς διαστάσεις, σημειώνεται ἡ καταλυτικὴ παρουσία τῶν Ἀκινήτων· ἀκόμα κ’ οἱ ἄνθρωποι πρωτοπαρουσιάζονται ὡς φιγοῦρες μόνο, σχεδὸν σὰ σκιές. Ἐνώπιον τῶν ἀνδρείκελων ἐκμηδενίζεται τὸ καθαρὰ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Μεσῷ αὐτῶν θὰ ὁλοκληρωθῇ τὸ ἦθος τοῦ δικτάτορα Βίμ: Τοὺς κλοτσάει, τοὺς χτυπάει, τοὺς ἀποσύρει, ξεσπάει πάνω τους· οἱ Ἀκίνητοι εἶναι τὸ εὔκολο ὐποκατάστατο τοῦ λαοῦ μπρὸς στὴν ὀργὴ τοῦ δικτάτορα. Ἐνῷ φαντάζουν παθητικὰ ἀντικείμενα, ἐξερεθίζουν τὸν φαιδρὸ τυραννίσκο μὲ τὴν πολλά σημαίνουσα σιωπή τους κι ὁρίζουν ἀναπόδραστα τὸ περιβάλλον τοῦ δράματος…
***
Στὴν ἄδεια σκηνὴ [] ἕνας μακρόστενος ξύλινος πάγκος, ὅπου ὁ Ντάν, ὁ κεντρικὸς ἥρωας τοῦ δίπρακτου: Ἀποσύνδεση καὶ ἀνασύνδεση σωμάτων καὶ πνευμάτων –κτίζοντας μιὰ κόλαση γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ θὰ γίνῃ καὶ δική σου!, συναρμολογεῖ κι ἀποσυναρμολογεῖ «προμηθεϊκά» τὰ μέλη τῶν ὑπολοίπων προσώπων, ὡς ἄλλος δόκτωρ Βίκτωρ Φράνκενστάιν. Ἐδῶ, τὰ ἴδια τ’ ἀνθρώπινα ὄντα καθίστανται ὑλικὸ γιὰ τή «ζωογόνηση» τῶν ἀνδρείκελων· τὰ ἔμβια καὶ τ’ ἄβια στοιχεῖα τοῦ ἔργου εἶναι τόσο στενὰ συνδεδεμένα (ἢ καλύτερα: συναρμολογημένα), ὥστε ἡ Κόλαση τοῦ ὑπότιτλου νάναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ μακάβρια συναρμογή. Συνήθως, ἀσχολούμαστε μὲ τὸν βιονικὸ ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὴν προσθήκη Μηχανῆς στὸν Ἄνθρωπο, σὰ νάταν ὁ δεύτερος τὸ κέντρο· μήπως, ὅμως, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο,.. μήπως ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ προσθήκη Ἀνθρώπου στὴ Μηχανή, γιατὶ ἐκείνη εἶναι πιὰ τὸ κέντρο καὶ τὸ ποθούμενο;..
***
Στὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου: Λόλα – Love machine –μιὰ τραγῳδία νὰ ξέρῃς τί θέλεις -μιὰ κωμῳδία νὰ ξέρῃς τί δέ θέλεις, ἡ ἴδια ἡ Λόλα περιγράφεται ὡς: προ-κὰτ γυναῖκα, πάντα νέα καὶ ὡραία! Τὸ προκατασκευασμένο θηλυκὸ ὑποστασιοποιεῖ τό «ἰδεῶδες» καὶ τὴν ὕστατη φαντασίωση ἐκ μέρους τοῦ ἀρσενικοῦ. Τό, τυπικὰ μόνο, ἄβιο — ἡ Λόλα — καθὼς ἐκτυλίσσεται ἡ πλοκὴ κι ὁλοκληρώνεται ἡ ἴδια, περνάει ἀπ’ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, καὶ τοῦ θανάτου ἐν τέλει. Σ’ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἀποσύνδεση… ἀκολουθεῖται σ’ αὐτὸ τὸ δρᾶμα ἡ ἀντίστροφη πορεία: τὸ μηχανικὸ καταλήγει ἀνθρώπινο, πολύ ἀνθρώπινο…
***
Στὸ τέλος τῆς δεύτερης πράξης τοῦ τρίπρακτου: Ἀχιλλέας ΙΙ –μοντέρνο δρᾶμα, ὁ ὁμώνυμος χαρακτήρας, μετέωρος ἀνάμεσα στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ περίγυρου καὶ τὴ δικιά του προσωπικὴ βούληση (ἂν ἔχῃ κιόλας τέτοια), ὁρμάει νὰ σκοτώσῃ ἕνα ὁμοίωμα ποὺ τὸ περνάει γιὰ τὸ δικτάτορα. Οἱ παληοί του φίλοι τὸν προορίζουν γιὰ νέο τυραννοκτόνο κ’ ἐκεῖνος θέλει ν’ ἀποδείξῃ στὸν ἑαυτό του τοὐλάχιστο πὼς τὸ μπορεῖ, ἐπιτιθέμενος σὲ μιὰν ἄψυχη κοῦκλα! Ὅπως καὶ στὸν Βίμ, αὐτή του ἡ πράξη ἴσως εἶναι ἡ πλέον αὐθόρμητη καὶ πηγαία μές στὸ ἔργο -ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν ἐλεύθερη. Ξανά, ἕνα ἄβιο ὂν εἶναι τὸ δραματουργικὸ ὄργανο, ὥστε νὰ περαιωθῇ δραματουργικὰ τὸ πρόσωπο· ὡσότου ἔρθῃ ἡ μάνα του Θέτις, πούναι μασκαρεμένη Ἱστορία, γιὰ νὰ τὸν νουθετήσῃ… Συνάμα, σ’ ὅλο τὸ ἔργο, ἡ «ἡφαίστειος» ἐξάρτυση τοῦ Ἀχιλλέα δεσπόζει καὶ δείχνει τί θάπρεπε νάχῃ γίνει ὁ κάτοχός της· ἡ πανοπλία εἶναι ἕνα «προσθετικό» κοστούμι, ἕνα τρόπον τίνα «μόσχευμα», ποὺ μεταλλάσσει τὸν κοινὸ θνητὸ σέ «ἡμίθεο». Ἄλλη μιὰ χρήση τοῦ ἄβιου, ὡς ἐπέκταση καί «τελείωση» τοῦ ἔμβιου.
***
Ἡ τετράδα τῶν ἔργων τοῦ Γιάννη Πάτση, εἰσάγοντας (εἴτε ὡς μοτίβο μές στὰ πολλά, εἴτε ὡς κατ’ ἐξοχὴν θέμα) τὴ σχέση ἔμβιου-ἄβιου, ἐρευνᾷ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου ὡς ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς Τεχνολογίας, καθὼς καὶ τὴν τάση τοῦ ἀτόμου νὰ προβάλλῃ στὸν περιβάλλοντα χῶρο τὶς δικές του ψυχικὲς κινήσεις κ’ εἰκόνες. Ἀπ’ τὴν Ἀρχαιότητα, ἕνα ὁλόκληρο ρεῦμα σκέψης ἑρμηνεύει τὸ θεΐκὸ ὡς μιὰ τέτοια λειτουργία. Μὰ τώρα φαίνεται πιθανὸ νὰ ὑπερβῇ ἡ Τεχνολογία τὴν ἁπλῆ προβολὴ καὶ νὰ καταλήξῃ «ζῳοποιός», νὰ ἐπιτύχῃ μιά «θεογονία» -ἡ Μηχανὴ νὰ λάβῃ ἕνα ἀποκαλυπτικὰ τελειωμένο σαρκίο, ἐπιτυγχάνοντας ἔτσι τή «θέωση» τοῦ Ἀνθρώπου δημιουργοῦ της.
Ὅλ’ αὐτὰ εἶναι γνωστὰ κ’ εἰπωμένα στὴ λογοτεχνία τοῦ κυβερνοπάνκ, μὲ μία σημαντικὴ ὅμως διαφορά: Ὁ Πάτσης δέν περιγράφει κάποιο μελλοντικὸ σενάριο, ἀλλὰ δραματοποιεῖ ἐπιτυχῶς μιὰ πιθανὴ κατάσταση τῆς «διπλανῆς πόρτας» (ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Βίμ, γιατὶ ἀντλεῖ ὑλικὸ ἀπ’ τὴν ἄμεση ἐμπερία του) -τῆς πολύ συγκεκριμένης ἑλληνικῆς πραγματικότητας ποὺ βαδίζει κωμικοτραγικὰ κι «ἀγέρωχα» στὸν βιονικὸ 21ο αἰῶνα… Ὁ βηματισμὸς αὐτὸς κ’ ἡ «σημαιοφορία» ἀποκαλύπτουν ἐξουσιαστικὲς μανίες καὶ καταχρήσεις, κοινωνικὲς πανάρχαιες προκαταλήψεις κι ἀγκυλώσεις, ψυχολογικὰ ἀδιέξοδα κι ἀραχνιασμένα στερεότυπα τῆς ἀπόλυτα σύγχρονης ζωῆς.