Η σύγχρονη ελληνική δραματική παραγωγή παραμένει κατά το μάλλον άγνωστη στο ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινό. Αναμφίβολα στη συνείδηση του η ελληνική θεατρική ζωή καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από τις παραστάσεις του αρχαίου δράματος οι οποίες μοιάζουν να σκεπάζουν σχεδόν τελεσίδικα με τη σκιά τους οποιαδήποτε νέα δημιουργική έκφραση. Παρόλο όμως που η σκιά των αρχαίων είναι πάντα ορατή στη σύγχρονη Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως την αυγή του 21ου αιώνα υπάρχει μία συνεχώς αναπτυσσόμενη συγγραφική παραγωγή η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα προβληματισμών, κλιμακώνεται με συνεχείς εμφανίσεις νέων δειγμάτων γραφής, ανανεώνει συνεχώς την ελληνική σκηνική παραγωγή και διαμορφώνει γενιές δημιουργών σε όλα τα επίπεδα της θεατρικής δραστηριότητας με ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές. […]
Στην προσπάθεια να ορίσουμε τα δεδομένα της ελληνικής δραματουργίας είναι αναγκαίο να επιχειρήσουμε μία σύντομη αναδρομή στις συνθήκες ανάπτυξης του ελληνικής θεατρικής δραστηριότητας των τελευταίων εξήντα περίπου χρόνων για να αναγνωρίσουμε καταρχήν ότι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έθεσε νέους όρους και νέα προβλήματα στη θεατρική ζωή του τόπου. Οι μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις που αναγνωρίζονται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 θα οδηγήσουν από τα γεγονότα του πολέμου και της κατοχής στον εμφύλιο 1946-1949 για να επιφέρουν μεγάλες ιδεολογικές ανακατατάξεις στην πνευματική ζωή της χώρας. Το γεγονός ότι το ελληνικό θέατρο στο σύνολό του αμέσως μετά το τέλος του πολέμου έχει αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά φέρνει την ελληνική θεατρική δραστηριότητα πιο κοντά στα δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης: η ανάδυση και εδραίωση του ρόλου του σκηνοθέτη, η λειτουργία οργανωμένων θεατρικών οργανισμών δημόσιου χαρακτήρα, η εμφάνιση νέων σχημάτων τα οποία καλύπτουν μία ευρεία γκάμα που ξεκινάει από τους πρωταγωνιστικούς θιάσους και περιλαμβάνει ευάριθμους θιάσους με καλλιτεχνικό προβληματισμό που κατατάσσονται στο χώρο των θεάτρων Τέχνης, είναι ορισμένα από τα νέα αυτά χαρακτηριστικά.
Παρόλο όμως που το ελληνικό θέατρο μετά την απελευθέρωση προσεγγίζει όλο και πιο συστηματικά τον βηματισμό της υπόλοιπης Ευρώπης, η πολιτική ζωή υπολείπεται κατά πολύ των όρων ανάπτυξης της: μία λειψή δημοκρατία με σκληρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, με την κομμουνιστική αριστερά στην παρανομία και την ευρύτερη αριστερά σε μία οριακή νομιμότητα, μια παράλογη και αυστηρή λογοκρισία που συντηρεί ένα κυνήγι μαγισσών έως την έλευση της ανεκδιήγητης δικτατορίας των συνταγματαρχών που καταλύει κάθε έννοια συνταγματικής τάξης ως το 1974. Έτσι η ανάπτυξη του θεάτρου γίνεται με παλινωδίες και αντιφάσεις, άλλοτε με γοργά βήματα και άλλοτε με σιγανούς ρυθμούς ή ακόμη με την επιστροφή σε ανώδυνες πρακτικές. Η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας του 1974 και οι επερχόμενες δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση θα απελευθερώσουν όλες εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια διατηρούσαν μία στάση επιλογής στρατηγικών και τακτικών τεχνασμάτων δημιουργικής έκφρασης: η κατάργηση όλων των μηχανισμών προληπτικής ή κατασταλτικής παρέμβασης των αρχών, – για πρώτη φορά στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους-, θα επιτρέψει στο θέατρο να αναπτυχθεί άφοβα και σύντομα να ξεπεράσει τα τραύματα της διαρκούς κρατικής καχυποψίας. Το ελληνικό θέατρο στο σύνολό του εξελίσσεται πια σχεδόν απρόσκοπτα: η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του είναι διασφαλισμένη σε θεσμικό επίπεδο, θεσμοί και μηχανισμοί στήριξης της θεατρικής δημιουργίας έχουν παγιωθεί και παρόλο που οι όροι της οικονομικής του ανάπτυξης δημιουργούν ανασφάλεια και αναστολές στους δημιουργούς η δημοκρατική λειτουργία της χώρας μετά το 1974 επιτρέπει στο θέατρο να ανακτήσει το χαμένο έδαφος δεκαετιών. Η χώρα ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πασχίζει να ακολουθήσει άλλους βηματισμούς ενώ το θέατρο θα ακολουθεί με καλύτερους όρους την ευρωπαϊκή θεατρική ανάπτυξη.
Η σύντομη αυτή ιστορική επισκόπηση μας επιτρέπει ίσως να φωτίσουμε με ένα σαφέστερο τρόπο τις επιλογές και τις κατευθύνσεις της ελληνικής δραματικής παραγωγής και να αντιληφθούμε τις ειδικές συγκυρίες που καθόρισαν τους όρους και τις διαδρομές της ανάπτυξής της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι όροι της ιδεολογικής αντιπαράθεσης της κατοχής και του εμφυλίου ήταν άμεσα ορατοί στη δραματική παραγωγή των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου.
Τα θεατρικά έργα που γράφονται αμέσως μετά τον πόλεμο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποτυπώνουν με σαφήνεια ορισμένα από τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Αρχικά κυριαρχεί μία εφησυχασμένη θεατρική παραγωγή η οποία απευθύνεται στο ελληνικό κοινό με όρους ψυχαγωγικής ελαφριάς κωμωδίας, εξωραΐζει με κάθε τρόπο την ελληνική κοινωνία αγνοώντας τις εσωτερικές της αντιφάσεις και στηρίζει ένα φαινομενικά αψεγάδιαστο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που επικαλούνται οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Σταδιακά και παράλληλα αναπτύσσεται μία νεότερη δραματική παραγωγή η οποία επιθυμεί να αντιμετωπίσει κριτικά τους όρους αυτής της ανάπτυξης με το βλέμμα στραμμένο προς τα άμεσα ορατά προβλήματα που διαμορφώνουν την ελληνική κοινωνία, επικεντρώνοντας τον προβληματισμό στους όρους της κοινωνικής εξέλιξης.
Οι δύο τάσεις εκφράζονται από διαφορετικού χαρακτήρα θιάσους και ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις αισθητικής. Η ψυχαγωγική παραγωγή ικανοποιείται με την παρουσίαση της από θιάσους πρωταγωνιστών και τροφοδοτεί με διασκεδαστικές πλοκές τον ελληνικό κινηματογράφο ενώ η νεότερη γραφή στρέφεται στους θιάσους προβληματισμού. Ανάμεσά στους τελευταίους ξεχωρίζει το Θέατρο Τέχνης και η μοναδική προσωπικότητα του Καρόλου Κουν που επιδρά πολλαπλά στη διαμόρφωση μιας γενιάς συγγραφέων που εμφανίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950: οι επιλογές του ρεπερτορίου του Θεάτρου Τέχνης από το παγκόσμιο θέατρο, η σαφής και προσανατολισμένη προς τις εκφραστικές ελληνικές λαϊκές συμπεριφορές αισθητική, οι ειδικές σχέσεις μαθητείας που αναπτύσσουν πολλοί συγγραφείς με το θέατρο αυτό και τον ιδρυτή του και φυσικά οι επιλογές από το εγχώριο ρεπερτόριο κατευθύνουν τους προβληματισμούς της ελληνικής θεατρικής γραφής. Το Θέατρο Τέχνης για πολλά χρόνια είναι το καταφύγιο της γενιάς των δημιουργών που τολμά να ανεβάσει συγγραφείς που δεν μπορούν εύκολα να διαβούν το κατώφλι του Εθνικού Θεάτρου το οποίο κυρίως αποζητά ελληνικά έργα που δεν αγγίζουν την κοινωνική πραγματικότητα.
Άμεσο επακόλουθο είναι να καθιερωθεί ένα κυρίαρχο ρεύμα το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε θέατρο της καθημερινής ζωής που αποτυπώνει τους όρους ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Με πρώτο, καθοριστικό και εμβληματικό, έργο την Αυλή των Θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη μέσα από μια πλειάδα έργων αποτυπώνονται τα άμεσα αντιληπτά φαινόμενα της καθημερινής ζωής, διαμορφώνουν μία εικόνα δραματικού χώρου που απευθύνεται στον κοινωνικό προβληματισμό των θεατών και συνεπικουρείται από μία πλειάδα άλλων χώρων της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως π.χ. η στιχουργική και η έντεχνη ελληνική μουσική του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι ή ο κινηματογράφος που αντλεί επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το γαλλικό σινεμά των δημιουργών. Η κυρίαρχη αυτή τάση που καθορίζει σχεδόν αποκλειστικά τις επιλογές των δημιουργών έως περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1980 συνυπάρχει με άλλες ελάσσονες τάσεις οι οποίες γνωρίζουν κάποιες κορυφώσεις κατά περιόδους: μία σαφής επίδραση του θεάτρου του παραλόγου αναγνωρίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ως την μεταπολίτευση του 1974, που για ένα διάστημα κυριαρχεί δημιουργώντας ένα δεύτερο πόλο ενδιαφέροντος, ενώ διάφορες άλλες μοναχικές φωνές παραλλάσσουν την εικόνα αυτή άλλοτε επιβεβαιώνοντας και άλλοτε αναιρώντας τους δύο αυτούς «κανόνες» της δραματικής παραγωγής.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το τοπίο αλλάζει σταδιακά. Τη θέση του Θεάτρου Τέχνης καταλαμβάνουν πολλοί άλλοι θίασοι επιχορηγούμενοι ή μη, ενώ το Εθνικό Θέατρο μετά την μεταπολίτευση αίρει τη παλαιά καχυποψία του προς το καινούργιο. Εσωτερικές ανακατατάξεις στα διάφορα θέατρα και τους οργανισμούς που διαφοροποιούν τη συνολική εικόνα θεατρικής δραστηριότητας έρχονται ως επακόλουθο πολλών αλλαγών της ελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα: οι εμβληματικές προσωπικότητες του θεάτρου δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε πολλές ομάδες, οι χώροι του θεάτρου πληθαίνουν. Η πρόσληψη της ξένης δραματικής παραγωγής γίνεται μέσα από πολλές και διαφορετικές διαδρομές η σχέση και οι διαδικασίες επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ευρώπη και το σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι αλλάζουν. Αλλάζουν και οι φορείς διάχυσης της δραματικής παραγωγής όπως και οι όροι της θεατρικής παραγωγής. Η προσπάθεια κωδικοποίησης των όρων ανάπτυξης της ελληνικής δραματικής γραφής και ταξινόμησης των βασικών χαρακτηριστικών της προσκρούει σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα δημιουργίας, σε μία εντυπωσιακά μεγάλη σε αριθμούς παραγωγή, πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα αλλά όχι μη ανάλογη εκείνης που χαρακτηρίζει τη σημερινή ευρωπαϊκή σκηνή: η πληθωρικότητα του θεάτρου και των θεατρικών δραστηριοτήτων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η τεράστια ποικιλία που παρουσιάζουν οι σκηνικές πρακτικές βρίσκει την αντανάκλαση της στην ελληνική θεατρική ζωή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αναστατώνει την όποια γνώση του θεάτρου.
Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα κοινά σημεία στις νέες κατευθύνσεις. Η παραγωγή κειμένων τα οποία συνδέονται άμεσα με τα πρότυπα ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας προσφέρει προοπτικές που ωθούν τους συγγραφείς να αλλάξουν τις επιλογές τους. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται δεν είναι απλά τα προβλήματα μιας κοινωνίας που μεταβάλλεται: είναι κυρίως τα πάθη του κάθε ατόμου. Η καθημερινή ζωή με τα βάσανα και τις μικρές χαρές της δίνει τη θέση της σε μια βαθύτερη και πολύ λιγότερο προφανή ενδοσκόπηση. Αυτό αφήνει λιγότερο χώρο στο συλλογικό, στο κοινό όνειρο ενώ η ελπίδα για αλλαγή στον τρόπο ζωής δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις δυσκολίες της ύπαρξης. Τα εμφανή φαινόμενα επισκιάζονται από την ανάγκη να μπει στο επίκεντρο η εξέταση των ανθρώπων, των ιδιωτικών παθών τους, των μεμονωμένων περιπτώσεων τους. Οι χώροι της καθημερινής ζωής δίνουν τη θέση τους στην απομόνωση και την αντιπαράθεση των χαρακτήρων με τον ίδιο τον εαυτό τους: μια διαδρομή από έξω προς τα μέσα επιτρέπει σε νέες γραφές να διαφοροποιήσουν τους κανόνες της μεταπολεμικής δραματικής παραγωγής και να επιχειρήσουν ενίοτε μία πραγματική ρήξη. Το πέρασμα από το συλλογικό πνεύμα προς την ατομική μοναξιά είναι από τα πιο επίμονα στοιχεία της πρόσφατης παραγωγής. Οι μορφές και οι λύσεις που προτείνουν οι συγγραφείς παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία, ακόμα και αν το σημείο εκκίνησης βρίσκεται σε καταστάσεις ή νοοτροπίες που προέρχονται από την ελληνική κοινωνία, οι απαντήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν αναπαραγωγή παρόμοιων εικόνων.
Υπάρχουν έργα που τα χαρακτηριστικά τους έχουν αναφορές σε αρχαίους μύθους και άλλα που διηγούνται ατομικές διαδρομές με θέμα την έλλειψη εξωστρέφειας, την ανοχή ή την απόρριψη του άλλου και της διαφορετικότητας. Έργα που πραγματεύονται τα προβλήματα της συλλογικής ή ατομικής μνήμης και τα οποία στοχάζονται πάνω στις νέες δυνάμεις της κοινωνίας ή στις οικογενειακές σχέσεις, πάνω στις σχέσεις και τις συγκρούσεις μεταξύ των γενεών. Έργα στα οποία κυριαρχεί η πολιτική αλλά και έργα στα οποία ο πραγματικός κόσμος μοιάζει φοβερά απομακρυσμένος από τους ήρωες. Έργα που πραγματεύονται τη σεξουαλικότητα, τη δυσκολία του να συμφιλιωθούν οι ήρωες με τον εαυτό τους και έργα που μιλούν για την ευτυχία τον έρωτα και για τον θάνατο.
Κάθε έργο διεκδικεί τη δική του θέση σε μια παραγωγή όλο και πιο ποικιλόμορφη, η οποία δημιουργεί ένα σώμα όλο και πιο χαοτικό. Η δυνατότητα να προτείνει κανείς στο κοινό τόσες θεματικές όσες και τα έργα, τόσες προσεγγίσεις όσοι και οι συγγραφείς τείνει να γίνει το οργανωτικό πρότυπο της δραματικής παραγωγής του τέλους του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα.
Η τελευταία εικοσαετία χαρακτηρίζεται από την μεγάλη θεματική ποικιλία των έργων που γράφονται και παίζονται στις ελληνικές σκηνές και συγκεντρώνει πολλές και διαφορετικές τάσεις της ελληνικής δραματικής παραγωγής σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τους όρους μιας ιδιαίτερα αισθητής στην ελληνική κοινωνία γενικευμένης οικονομικής κρίσης.
Η δραματική παραγωγή αυτής της περιόδου ίσως αποτυπώνει και τη σημαντική θέση του θεάτρου στην ελληνική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα: ο προβληματισμός για τη σημερινή διαδικασία αντιμετώπισης της κοινωνικής κρίσης από τα πρόσωπα καθίσταται το επιτακτικό ζητούμενο όχι μόνο της δραματικής γραφής αλλά ίσως του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.
Nέα επεξεργασία του κείμενου του Πλ.Μ. « L’écriture grecque contemporaine à l’aube du XXIe siècle: du collectif à l’intériorité », Πρόλογος στην έκδοση: Auteurs dramatiques grecs d’aujourd’hui. Miroirs tragiques, fables modernes, Sous la direction de Myrto Gondicas, “Les Cahiers de la Maison Antoine Vitez – Centre International de la Traduction Théâtrale”, Editions Théâtrales – Institut Français de Grèce, σσ. 15-20