Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, τον πρόεδρό του Γιώργο Νεοφύτου, τον εκτελεστικό του Διευθυντή Χρίστο Γεωργίου, το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα για την πρόσκληση. Είναι τιμή και χαρά να παίρνω μέρος στην ημερίδα αυτή καθώς και το Greek Play Project στηρίζει πρόθυμα κάθε προσπάθεια ανάδειξης και προώθησης της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας αλλά και προσωπικά ομολογώ ότι με την Κύπρο με δένουν δεσμοί αγάπης.
Τα τελευταία χρόνια με αφορμή κάποιες συνεργασίες σε κοινά πρότζεκτ με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και το Κυπριακό Κέντρο βρέθηκα στην Κύπρο αρκετές φορές, είχα την ευκαιρία να δω παραστάσεις και να διαβάσω κυπριακά έργα. Άρχισε λοιπόν να με απασχολεί ολοένα και περισσότερο η σχέση της Κυπριακής δραματουργίας με την ελληνική, και γενικότερα το ζήτημα της θεατρικής γέφυρας μεταξύ των δύο χωρών σήμερα.
Είναι γεγονός πως η σύγχρονη κυπριακή δραματουργία, σε μεγάλο βαθμό παραμένει ένας άγνωστος γνωστός για τη θεατρική σκηνή του Ελλαδικού χώρου παρά το παράδοξο πως Κύπριοι δραματουργοί«παράγουν» στην Ελλάδα, τα έργα ελλαδιτών ανεβαίνουν στις κυπριακές σκηνές, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες στο σύνολό τους κινούνται, σπουδάζουν και δουλεύουν και στις δύο χώρες παράλληλα. Τι είναι αυτό που καθιστά δύσκολη την επικοινωνία των δύο δραματουργικών συστημάτων παρά τους πολυάριθμους συνεκτικούς δεσμούς;
Δεν έχω να δώσω απαντήσεις στα παραπάνω απλά θα ήθελα να μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας. Θα διέκρινα τρία βασικά ζητήματα. Θεματολογία, γλώσσα και τις αγωνίες δύο κοινωνιών που βρίσκονται σε διαφορετικό μήκος κύματος.
Ήδη πριν την Εισβολή επικρατούσαν στην Κύπρο η ηθογραφία και τα θέματα που αφορούσαν στους αγώνες για την Ανεξαρτησία (1955-1959). Μετά την Εισβολή τα ηθογραφικού περιεχομένου έργα συνέχισαν να αποτελούν ένα μέρος της παραγωγής παρατηρείται όμως και η ανάπτυξη μιας νέας δραματουργίας που εστιάζει στα τραύματα, στα ερωτήματα, στις αγωνίες, τα προβλήματα και τις αλλαγές που επέφερε η νέα κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Η κυπριακή δραματουργία εξέφραζε, όπως είναι φυσικό, τις ανησυχίες μιας κοινωνίας που είχε να αντιμετωπίσει μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα από εκείνη της Ελλάδας παρά τις όποιες προσπάθειες ταύτισης. Τα παραπάνω κάνουν την «ανταλλαγή έργων» αρκετά πιο δύσκολη ενώ ευνοούν σε ένα βαθμό την εισαγωγή έργων από τον ελλαδικό χώρο αφού από τη μία οι θεματικές τους είναι ευρύτερες και από την άλλη αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία που περνάει δύσκολα μεν αλλά αναδιαμορφώνεται. Φυσικά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως και στον ελλαδικό χώρο το ελληνικό έργο έπρεπε να δώσει –και δίνει- τον δικό του αγώνα προκειμένου να ενταχθεί στο ρεπερτόριο των σχημάτων και των θεάτρων.
Ένας άλλο ζήτημα είναι η γλώσσα. Η Κυπριακή είναι μια διάλεκτος αρκετά δύσκολη. Τα έργα που γράφονται στην κυπριακή είναι δυσπρόσιτα από τους ελλαδίτες καθώς απαιτούν ένα ξανα-γράψιμο, η επιβολή ωστόσο της πανελλήνιας δημοτικής στους Κυπρίους συγγραφείς είναι μία μορφή άσκησης βίας πάνω στην ελεύθερη καλλιτεχνική τους έκφραση.
Σήμερα η Κύπρος είναι μια πολυπολιτισμική κοινωνία που ενσωματώνει διαφορετικές νοοτροπίες, τάσεις, πραγματικότητες και έχει έναν διεθνή προσανατολισμό πιστεύω ευρύτερο από την Ελλάδα.
Η πρόσφατη ενασχόληση μου με την Κυπριακή Δραματουργία ως αναγνώστη και θεατή μου αποκάλυψε πως το σύγχρονο κυπριακό έργο είναι σε μία φάση ενδιαφέρουσας ανάπτυξης. Έτσι πήραμε την πρωτοβουλία σε συνεργασία με το Κέντρο Θεάτρου να προχωρήσουμε και στην ένταξη Κυπρίων συγγραφέων στο Greek Play Project για να συμβάλλουμε με τη σειρά μας στη γνωριμία με το παρόν του κυπριακού έργου.
Ήδη από τη δεκαετία του ’80 παρατηρείται μια νέα δυναμική γραφή από τη νεότερη γενιά που έχει παραμερήσει την ηθογραφία αλλά και τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα και προχωρά σε νεωτερικούς εκφραστικούς αλλά και μορφικούς πειραματισμούς. Πραγματεύεται πια τη θέση της μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, παρατηρεί και σχολιάζει το νέο κοινωνικό τοπίο, τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα, εκφράζει σύγχρονους προβληματισμούς και υπαρξιακά ζητήματα, θέτει θέματα έκφρασης του Ατόμου μέσα στην κοινωνία.
Την ανάπτυξη αυτή ευνοεί το γεγονός πως η Κύπρος έχει πια βρει το βηματισμό της, παρά τις όποιες περιπέτειες. Συμβάλλει όμως καθοριστικά και επηρεάζει η κινητικότητα των καλλιτεχνών σε ολόκληρη την Ευρώπη και το άνοιγμα των νέων προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Άλλωστε το νέο καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας σπουδάζει κυρίως στην Ελλάδα, την Αγγλία και τη Ρωσία και είναι επόμενο ότι και επιρροές θα έχει και στοιχεία τους θα αφομοιώνει και θα είναι σε έναν ζωντανό διάλογο με την εκάστοτε πραγματικότητα. Σημαντικά συμβάλλει και η συστηματικότερη προσοχή που δίνεται στις υποδομές και στους νεότερους καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα με το Play που διοργανώνεται τα τελευταία τρία χρόνια στην Κύπρο από τον ΘΟΚ και το Κυπριακό Κέντρο και ήδη αποδίδει καρπούς– εμείς θα δούμε το έργο Ποιό σώμα; των Κορίνα Κονταξάκη και Ελένη Κοσμά που βγήκε από τον διαγωνισμό αυτό σε λίγους μήνες στο Φεστιβάλ Διαρκείας ελληνικού έργου στο Αγγέλων Βήμα σε σκηνοθεσία Μενέλαου Καραντζά – αλλά και τον Διαγωνισμό θεατρικού μονόπρακτου στη μνήμη Κωστή Κολώτα από την ΕΘΑΛ.
Συγγραφείς όπως ο Γιώργος Νεοφύτου, η Μελίνα Παπαγεωργίου, ο Αντώνης Γεωργίου, ο Χαράλαμπος Γιάννου είναι σίγουρο πως μπορούν να αποτελέσουν τη γέφυρα ανάμεσα σε δύο χώρες που συνδέονται και που πια μπορούν να μιλούν και θεατρικά την ίδια γλώσσα. Είναι η στιγμή πιστεύω που μπορεί να ανοίξει ο πραγματικός διάλογος – και όχι ο μονομερής –και να μας δώσει κλειδιά για μια ουσιαστική κατανόηση και ανταλλαγή.
*******************************
Το κείμενο προέρχεται από την ανακοίνωση της Ε.Μουντράκη στην ημερίδα «Το θέατρο στην Κύπρο στον 21ο αιώνα» που διοργάνωσε η Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας – Σπίτι της Κύπρου, το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με τη στήριξη του Greek Play Project και του Πανελλήνιου Επιστημονικού Συλλόγου Θεατρολόγων, την Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015 στο Σπίτι της Κύπρου.