ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΤΗΤΑ

Συντάκτης: Δημήτρα Πετροπούλου

«Ο θάνατος περνάει, οι νεκροί παραμένουν»

Παύλος Μάτεσις από τη Μητέρα του σκύλου

 

Το βίωμα του πόνου του θανάτου οικείου μας προσώπου κοινό κι ο φόβος μας κοινός: μην ξεχαστεί ο νεκρός.

«Τους πεθαμένους και τους εξαφανισμένους, αυτούς που εξέρχονται από τη ζωή, εγώ τους ξεχνάω – το σουλούπι τους, όλα. Ξέρω μονάχα ότι λείπουν». Αυτή είναι η αιρετική αντιμετώπιση της κεντρικής ηρωίδας του μυθιστορήματος του Παύλου Μάτεσι Η μητέρα του σκύλου απέναντι στους απελθόντες. Επιλέγει να αποτιμά με το δικό της τρόπο τη «γεμάτη θανάτους» ζωή και να τη μετρά. Τρόπος κατά πολλούς αφελής και κατά άλλους ευφυής. Μια ρήση σαν να εκλαϊκεύει τη διδασκαλία του Επίκουρου, φιλόσοφου αγαπητού στον «υβριστή» Μάτεσι. Η ευφυία βέβαια δεν είναι το χαρακτηριστικό της διάσημης ηρωίδας του. Αντιθέτως, βρίσκεται σε μια συνεχή ηθελημένη «αφέλεια». Εξάλλου, το ζητούμενο στο έργο δεν είναι η οπτική των ξεχωριστών ανθρώπων, ούτε η καταγραφή, κριτική ή μη, των ιστορικών γεγονότων. Είναι η ιστορία, όπως πέρασε από το πλάι των ασήμαντων μορφών, που δεν επηρεάζουν, αλλά υπομένουν το ιστορικό γεγονός. Αφορά στην «ιερότητα της μυστικής ζωής των ασήμαντων», όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσακίρης[1].

Το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, από τα πλέον αγαπημένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό με πολλαπλές μεταφράσεις κι εκδόσεις, έχει πολλά στοιχεία από το θέατρο. Όχι επειδή η κεντρική ηρωίδα δηλώνει ηθοποιός, αλλά επειδή η ίδια του η δομή είναι τέτοια που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θεατρικό μονόλογο. Γνωστή και η θεατρική καταγωγή του συγγραφέα Μάτεσι, δώδεκα θεατρικά έργα, πάνω από εκατό θεατρικές μεταφράσεις και πάρα πολλά «νούμερα» για επιθεωρήσεις και ρεβύ πίστας. Ωστόσο, Η μητέρα του σκύλου είναι το έργο που τον καθιέρωσε στην πεζογραφία. Στη θεατρική εκδοχή του παρακολουθούμε την παράλληλη αφήγηση και δράση σε δύο χρόνους που λειτουργούν παράλληλα σαν επάλληλα σύμπαντα. Η Ραραού θυμάται, αφηγείται, εξομολογείται υπό την επήρεια ηρεμιστικών, με κάθε άλλο παρά ρομαντική διάθεση, χωρίς ποτέ ν’ απευθύνεται κατάματα προς το κοινό. Είναι ένας άνθρωπος που κοιτάζει μέσα του και ωθεί τους θεατές να κάνουν το ίδιο αναδύοντας από το εσώψυχό τους μνήμες και εικόνες ξεθωριασμένες. Δίπλα της, χωρίς εφέ ή διαχωρισμούς ενός θεάτρου μέσα στο θέατρο, με τον πιο απλό και οικείο τρόπο κυκλοφορούν τα πρόσωπα που από καιρό απουσιάζουν. Ο κόσμος των νεκρών είναι ένας παράλληλος κόσμος «ζωντανός», σφριγηλός με αγωνία για το αύριο. Η αντίληψη του κόσμου είναι αντίληψη του χρόνου.

Σ’ ένα δωμάτιο ψυχιατρικής κλινικής εκτυλίσσεται ένα μέρος από την ιστορία της Ελλάδας την εποχή της Κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων δια στόματος Ραραού, που αφηγείται με λόγο αποσπασματικό τον σκληρό αγώνα της επιβίωσης που έδωσε η ίδια, η μητέρα της, αλλά και ο καθένας από τους ήρωες του έργου. Αρχικά ένας ένας οι νεκροί επιστρέφουν κάνοντας τη Ραραού ν’ αναρωτιέται γιατί «έρχονται εδώ οι νεκροί», ώσπου τους αποδέχεται ζώντας μαζί τους αυτό το τρελό τσίρκο του χρόνου, που μόνο το θέατρο μπορεί από φυσικό θεώρημα να μετατρέψει σε απτή πραγματικότητα. Δεν είναι ότι τους φοβάται. «Οι πεθαμένοι δεν πειράζουν κανέναν… είναι καλοί άνθρωποι», λέει η μητέρα της. Η ανησυχία είναι μην τυχόν «ο θάνατος είναι κολλητικός».

Η παιδική σχεδόν αποστροφή του Μάτεσι μοιάζει με τεθλασμένο ομόλογο των Αρχαιοελληνικών ταφικών τελετών που λειτουργώντας απωθητικά πιθανά να είναι και τα καταγωγικά έθιμα που δημιούργησαν τη θεατρική έκφραση. Ίσως να είναι και μια απλοποιημένη ανάγνωση στο στοίχο του Α. Εμπειρίκου «… αυτοί που κάναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου».

Η ανάμνηση είναι μια εξιλέωση και η αναφορά των παρελθόντων γεγονότων ένα μνημόσυνο, ένα τρισάγιο, αλλά και μια τελετουργική αναπαράσταση. Η παράταξη των αναμνήσεων είναι ένα θεατρικό γίγνεσθαι. Η επιλεκτικότητα της μνήμης είναι η πρώτη δραματουργία.

Ο Π. Μάτεσις δανείζεται ονόματα και καταστάσεις από τον τόπο καταγωγής του παραλλάσσοντας και διανθίζοντάς τα με τη συγγραφική του μαεστρία και φαντασία μέχρι να φτάσει στο ευρηματικό «η ασθενής παραποιεί ονόματα και τοπωνύμια προκειμένου να τα προστατεύσει κυρίως από την ατίμωση την οποίαν ήθελον υποστεί από τον συγχρωτισμόν με το άτομόν της». Τι σπαρακτική οικειοποίηση του ψεύδους. Πόσο βαθιά ψυχαναλυτική αλλά και πόσο υψηλής φρόνησης πράξη. Οι «Επάλξεις» είναι ο Πύργος Ηλείας και η γειτονιά που περιγράφει, η γειτονιά του ίδιου του Μάτεσι. Εκεί έζησαν η Ασημίνα (μητέρα), η Ρουμπίνη (Ραραού), η κυρία Κανέλλω (γειτόνισσα), η Σαλώμη (γειτόνισσα), η Αφροδίτη (γειτόνισσα), ο Άλφιο (Ιταλός δεκανέας), ο παπά Ντίνος (ιερέας της γειτονιάς), ο πατέρας της Ρουμπίνης, ο δοσίλογος χωροφύλακας. Θέλουν σε ύστερο χρόνο να απολογηθούν και να δικαιωθούν.

Ήταν η «επιθυμία αδικημένων πλασμάτων – όπως η Ραραού, η ηρωίδα- να πουν το παράπονό τους», που τον οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Εικόνες». Και ταυτόχρονα «η επιθυμία μιας υπερήφανης, αλλά ταπεινωμένης χώρας να εξομολογηθεί την αλήθεια της».

Το πρόσωπο του σκανδάλου, η μητέρα της Ραραού, η Ασημίνα Μέσκαρη, «η μητέρα του σκύλου». Ένα πλάσμα με σθένος, που κυτταρικά γνωρίζει τους νόμους της επιβίωσης. Μια γυναίκα απλοϊκή, με αξιοπρέπεια, που δε διστάζει να οδηγηθεί σε πράξεις ισχυρής έντασης, που την οδηγούν μέχρι και τη διαπόμπευσή της, τότε που η κόρης της χάνει παροδικά την ανθρώπινη λαλιά κι εκφράζεται πλέον με γαβγίσματα. Εκείνη τη στιγμή επιλέγει να θυσιάσει για χρόνια τη δική της φωνή μέχρι λίγο πριν το θάνατό της. Ηρωισμός ή φυσική οικονομία; Μυθιστορηματικό εύρημα ή ανορθόδοξος ορισμός του Αριστοτελικού αμήχανου. Οι ήρωες δεν είναι θεατρικά πρότυπα, αλλά το ίδιο το θέατρο.

Το θέατρο στη Μητέρα του σκύλου παρασταίνεται από ένα θίασο σκιών, με τη δυική Ελληνική σημασία (πρόσωπα μύθου – πρόσωπα νεκρών) που χλευάζει την Ιστορία, γιατί ερωτεύτηκε τους ανθρώπους.

Στον Π. Μάτεσι δεν άρεσαν τα παραμύθια. Δεν του διηγήθηκαν ποτέ, ούτε και ο ίδιος θέλησε. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και το Θέατρο. Στα έντεκα διάβασε τη Θεία κωμωδία του Δάντη. Ονειρεύτηκε να γίνει αρχαιολόγος, ταξιτζής, σκύλος… Σπούδασε υποκριτική, μουσική και ξένες γλώσσες. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, αλλά βρήκε τον εαυτό του στη λογοτεχνία, όταν συναντήθηκαν σε ηλικία 34 ετών αυτός κι αυτή απείρων. Υλικά του ο πόνος και η λύπη, τα βασικά γι’ αυτόν συστατικά της ζωής. Θέμα του οι νεκροί και η προσπάθεια να τους κρατήσουμε κοντά μας.

Πέρασαν δύο χρόνια από την ημέρα που πέθανε (20 Ιανουαρίου 2013). Παραμένει στο μυαλό και την καρδιά όλων μας. Δεν ξεθωριάζουν οι αναμνήσεις μας απ’ αυτόν, οι «λύπες είναι που ξεθωριάζουν». Τα βιβλία του θα μαγνητίζουν τους αναγνώστες, τα θεατρικά του θα προσελκύουν τους θεατές, τα «αστεία» του θα εμπνέουν τους καλλιτέχνες.

Θα συνεχίσουμε να κάνουμε «δυο στιγμές παρέα».

 

 

[1] Η μητέρα του σκύλου παρουσιάστηκε στο Σύγχρονο Θέατρο τη σεζόν 2014-2015 σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη. 

Μετάβαση στο περιεχόμενο