Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΡΕΠΠΑ – ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Συντάκτης: Βιβή Σπαθούλα

Ή πώς το γέλιο μικραίνει τις μεταξύ μας αποστάσεις

 

Η καριέρα του συγγραφικού διδύμου των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα ξεκινάει δειλά – δειλά  με  νούμερα για τις επιθεωρήσεις του ελεύθερου θεάτρου, για να συνεχίσει τολμηρότερα και πιο γόνιμα στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Στα είκοσι και πλέον χρόνια που δεσπόζουν στο χώρο του θεάματος, θα καταπιαστούν με επιτυχία τόσο με τη συγγραφή όσο και με την σκηνοθεσία. Οι πρώτες επιτυχίες τους θα έρθουν στην τηλεόραση και στο θέατρο για να επισφραγιστούν στη συνέχεια και στη μεγάλη οθόνη.

Για το θέατρο θα γράψουν κάποιες από τις μεγαλύτερες εμπορικές κωμωδίες  του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου όπως το  Μπαμπάδες με ρούμι (1996), Συμπέθεροι από τα Τίρανα (2008), Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός (2002), Ράους (2010), Άντρες έτοιμοι για όλα (2012). Το βραβείο ΚΟΥΝ, όμως, για το καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς θα το κατακτήσουν με την πιο πικρή τους κωμωδία, Ο Έβρος απέναντι (1999).

Το προσωπικό τους στίγμα διαμορφώνεται μέσα από την κωμωδία  που συνδυάζει τη φάρσα, τη σάτιρα, την κοινωνική κριτική με το υπαρξιακό δράμα. Πατώντας στα βήματα της ελληνικής δραματουργίας, από τη δεκαετία του ’60 και μετά,  θα περιγράψουν με καυστικό αλλά και χιουμοριστικό τρόπο τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας, και, κατ’ επέκταση της κοινωνίας, εστιάζοντας στον τύπο του νεοέλληνα, που κυνηγάει το εύκολο και γρήγορο χρήμα. Το μοτίβο του ντουέτου των κουνιάδων από το Τάβλι (1972) του Δημήτρη Κεχαΐδη θα γίνει το αρχέτυπο γύρω από το οποίο θα δημιουργήσουν τα δικά τους ντουέτα στο Μπαμπάδες με ρούμι, στο Συμπέθεροι από τα Τίρανα καθώς ακόμη και σε σκετς της επιθεώρησης Ζωή σ’ ελόγου μας.

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, με την αθρόα προσέλευση των οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η έννοια του ξένου αρχίζει να αποκτά αρνητικά χαρακτηριστικά στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Οι ξένοι που καταφτάνουν στη χώρα  μας εκτός από την ανέχεια και την ανάγκη τους για επιβίωση φέρνουν μαζί τους και μια κουλτούρα ξένη προς εμάς. Η ελληνική κοινωνία, αποδεικνύεται ανέτοιμη να δεχτεί το καινούργιο και να το ενσωματώσει με ευκολία. Και αυτή ακριβώς τη δυσκολία προσαρμογής, αυτό το υπόγειο ρεύμα ρατσισμού, όπως θα το ονομάσουν χαρακτηριστικά οι Παπαθανασίου – Ρέππας, θέλουν να σχολιάσουν  και να αναδείξουν μέσα από το έργο τους.

Η προσέγγιση τους κωμική και ανάλαφρη είναι συγχρόνως υπόγεια «δολοφονική». Στο Μπαμπάδες με ρούμι η Βουλγάρα οικιακή βοηθός που φροντίζει το γέρο πατέρα, τον παντρεύεται, και διεκδικεί μέρος της οικογενειακής περιουσίας. Στο Συμπέθεροι από τα Τίρανα ο Αλβανός φίλος της κόρης, που μόλις έχει γυρίσει από τις σπουδές της στο Λονδίνο, έρχεται να ανατρέψει τις προσδοκίες των γονιών για το μέλλον της κόρης τους. Στο Ο Έβρος απέναντι ο Κούρδος μετανάστης διώκεται από ρατσιστές και βρίσκει καταφύγιο σε μια παρέα μικροαπατεώνων που προσπαθούν να «πιάσουν την καλή». Τέλος, στο Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός, ο Εβραίος φυγάς των στρατοπέδων συγκέντρωσης της κατοχής, γυρίζει στο πατρικό του στη Θεσσαλονίκη για να κρυφτεί, και βρίσκει μέσα σ’ αυτό, νέους ένοικους. 

Αν και το πεδίο δόξης του διδύμου των επιτυχιών είναι η κωμωδία, θα δοκιμάσουν κι άλλους δρόμους έκφρασης. Στις Πατρίδες (2012) θα μιλήσουν για ακόμη μια φορά για το ζήτημα του μετανάστη δημιουργώντας ένα θεατρικό κείμενο – ντοκουμέντο που βασίζεται σε μαρτυρίες Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αμερική και τη Γερμανία από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι  σήμερα, καθώς και τριών μουσουλμάνων λαθρομεταναστών στην Αθήνα της κρίσης. Εδώ η φόρμα αλλάζει,η κωμωδία υποχωρεί και δίνει χώρο έκφρασης στην αγωνία, το φόβο, και τον καημό του ξενιτεμένου. Οι Πατρίδες έρχονται να υπενθυμίσουν στον Έλληνα του 21ου αιώνα την ιστορία του και να τον φέρουν αντιμέτωπο με το παρόν του.   

Η θεματική του ξένου συνδέεται με τη διαφορετικότητα και την παρουσία του «άλλου», ένα ακόμη ζήτημα που επιλέγουν να προσεγγίσουν οι δύο συγγραφείς με  κωμικό τρόπο. Στο Φούστα μπλούζα, μια ακόμη σπαρταριστή κωμωδία, θα τεθεί το θέμα της αλλαγής φύλου. Μετά από 17 χρόνια απουσίας ο πατέρας εμφανίζεται στο γιο του ως γυναίκα. Οι ισορροπίες της οικογένειας θα διαταραχθούν.  

Η οικονομική κρίση της τελευταίας πενταετίας με τις πολιτισμικές της προεκτάσεις θα στρέψει ξανά το κέντρο του ενδιαφέροντος τους στον νεοέλληνα που πάσχει. Έτσι, στην Αττική οδό (2009), που θα αποσπάσει και το βραβείο καλύτερου έργου της χρονιάς στο περιοδικό «Αθηνόραμα», το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τον λαϊκό τύπο και τις μικροαπατεωνιές του, στον μεσοαστό της οικονομικής κρίσης, που παλεύει να ισορροπήσει στα νέα δεδομένα. Ο σύγχρονος μεσοαστός είναι μετεξέλιξη του λαϊκού τύπου που κυριαρχεί την εποχή της αστυφιλίας και της αντιπαροχής. Έχοντας διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στην εξουσία όσο και στον επιχειρηματικό στίβο, ψάχνει τώρα να βρει απαντήσεις στα αδιέξοδα της οικονομικής φούσκας.

Ο στριμωγμένος και προβληματισμένος μεσοαστός της κρίσης στο Ράους θα συμμαχήσει ξανά με τον μακρινό συγγενή του, το λαϊκό και λούμπεν τύπο, για να «μασήσει» την κρατική επιχορήγηση παρουσιάζοντας ένα μπουρδέλλο, που στεγάζεται σε ένα νεοκλασσικό κτίριο, ως πολιτιστικό κέντρο. Το σχόλιο εδώ είναι σαφές: κάθε φορά που ο έλληνας «βρίσκει τα σκούρα», πρώτα θα χρησιμοποιήσει την πονηριά του και ύστερα το μυαλό του.

Το ζήτημα της κρίσης θα επανέλθει στην επόμενη μεγάλη θεατρική τους επιτυχία το Άντρες έτοιμοι για όλα εδώ μία παρέα «νεόπτωχων» Ελλήνων,  μιμούνται τους ήρωες της κινηματογραφικής ταινίας Full Monty (1997). Διοργανώνουν μια βραδιά στρηπ τιζ για να σώσουν την καφετέρια ενός από την παρέα, που κινδυνεύει να κλείσει από χρέη.

Κλείνοντας θα λέγαμε πως οι κωμωδίες των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα είναι πολιτικές, με τον τρόπο που είναι πολιτικές και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Απευθύνονται δηλαδή σε πολίτες που όντας ενεργά μέλη μιας κοινωνίας  επηρεάζουν με τις επιλογές και τη συμπεριφορά τους τους γύρω τους. Οι Παπαθανασίου – Ρέππας μέσα από το έργο τους μιλούν για ζητήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μας αγγίζουν όλους. Μέσα από τα πάθη και τις περιπέτειες των ηρώων τους στήνουν έναν καθρέφτη και μας καλούν να κοιτάξουμε το είδωλό μας μέσα σ’ αυτόν. Και αυτό το πετυχαίνουν χαρίζοντάς μας άφθονο γέλιο, γιατί έχουν πειστεί πως: «στο θέατρο μέσα από το ξέσπασμα του γέλιου και από τη λύτρωση της συγκίνησης, αποχτάμε μια απόσταση από τα στενά μας προσωπικά συμφέροντα και – έστω για λίγη ώρα – ακουμπάμε και συμπονάμε τον άλλο».            

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο