Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Συντάκτης: Άντρη Χ. Κωνσταντίνου

Ο Γιώργος Νεοφύτου είναι εκ προοιμίου πολιτικός θεατρικός συγγραφέας. Η θεματολογία των έργων του συνδέεται με την κυπριακή πολιτική ιστορία και δη με τη σύγχρονη πραγματικότητα της μετα-πολεμικής Κύπρου, δηλαδή της τοπικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκε ύστερα από το ορόσημο του 1974.

Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1984, δέκα χρόνια μετά τα καθοριστικά γεγονότα, και τα πέντε από τα έξι έργα του που έχουν ανέβει, μέχρι σήμερα, στη σκηνή ή έχουν παρουσιαστεί στην τηλεόραση −τα μονόπρακτα Ένα κυριακάτικο σκετς (1984), Μια αεροπειρατεία (1984), Μανώλη…! (1987) και Φουλ μεζέ (1989) και αργότερα το DNA (2010)− καταπιάνονται με τα τραύματα, τον προβληματισμό και τις αλλαγές που έφερε στην κοινωνία του νησιού το πραξικόπημα, η εισβολή και οι συνέπειές της. Το έργο του Στης Κύπρου το βασίλειο (1987) έχει ως αφετηρία τη μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου αλλά αλιεύει παραλληλισμούς με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του νησιού της περιόδου που γράφτηκε. Έγραψε επίσης, τις επιθεωρήσεις Η αλλαγή (1988), Η Κύπρος είναι …ική (1991) και, σε συνεργασία με τον Ρικάρντο Λόπεζ, το χρονικό για τη σκηνή Κατάθεση μνήμης (1984). Έχει συνθέσει το κείμενο της παράστασης του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ) Περί έρωτος και άλλων τινών (1998), που ήταν βασισμένη σε έργα και τραγούδια του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Έχει επίσης γράψει τηλεοπτικά σενάρια και έχει μεταφράσει θεατρικά έργα από τα γερμανικά.

Με σπουδές στη Γερμανία και έμπρακτο ενδιαφέρον για τον Μπρεχτ, είναι εμφανής η πρόθεση του συγγραφέα να δώσει με τα έργα του έναυσμα για προβληματισμό πάνω σε σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οξυδερκής παρατηρητής του διαμορφούμενου κοινωνικού τοπίου και των επικρατουσών στάσεων, δεν διστάζει να στηλιτεύσει τα πολιτικά ταμπού της κυπριακής κοινωνίας. Με τη διαλεκτική του ματιά στην ιστορία και τη σατιρική του ευχέρεια, επιχειρεί να παρουσιάσει γυμνή την κυπριακή κοινωνία και να καταδείξει τις στρεβλώσεις της. Τα έργα του τοποθετούνται κυρίως σε ρεαλιστική βάση και η πλοκή εντάσσεται στην αναγνωρίσιμη καθημερινή ζωή του νησιού. Είναι δε άλλοτε γραμμένα στη νεοελληνική κοινή και άλλοτε αναπαράγουν θεατρικά τη σύγχρονη καθομιλουμένη ελληνοκυπριακή διάλεκτο.

Η σάτιρα είναι πάντοτε παρούσα αλλά οδηγεί στην κωμωδία μόνο στην περίπτωση του έργου Στης Κύπρου το βασίλειο, στο οποίο χρησιμοποιεί στοιχεία από τον κώδικα της επιθεώρησης και στο μονόπρακτο Μια αεροπειρατεία, όπου ο συγγραφέας καταφεύγει στην κωμική μεγέθυνση για να αποκαλύψει τις κοσμικές υπερβολές της νεόπλουτης τάξης. Πικρή είναι η σάτιρα στα μονόπρακτα Ένα κυριακάτικο σκετς και Φουλ μεζέ, ενώ δραματικός –αν και ο συγγραφέας δεν χάνει το χιούμορ του– είναι ο μονόλογος Μανώλη…! Το DNA είναι επίσης δραματικό ενώ εντοπίζεται και κάποιος λυρισμός στην έκφραση του πόνου της κεντρικής ηρωίδας, της συζύγου του αγνοούμενου. Τα δύο τελευταία έργα είναι γραμμένα στη νεοελληνική κοινή.

Το υπόβαθρο και η διαχείριση του υλικού καθιστά τον Νεοφύτου πολιτικό θεατρικό συγγραφέα, με την ευρύτερη έννοια και όχι με την έννοια της στράτευσης. Αυτή η διάσταση δεν περιορίζεται στην πρόθεση αλλά καθρεφτίζεται στη σκηνική επικοινωνία και σε ιδιαιτερότητες που αφορούν την πρόσληψη των έργων. Το γεγονός ότι τα έργα του Κατάθεση Μνήμης και Η Κύπρος είναι …ική δεν ανέβηκαν ποτέ ενδεχομένως να οφείλεται στο ότι θεωρήθηκαν τολμηρά: το πρώτο αναφέρεται στα γεγονότα του 1974 και είναι μια σύνθεση, ένα είδος θεάτρου-ντοκουμέντου, ειδησεογραφικών κειμένων και ποιημάτων, η οποία συμπεριλάμβανε και ποιήματα Τουρκοκυπρίων. Ο τίτλος του δεύτερου, που ο συγγραφέας προσδιορίζει ως «ιστορική επιθεώρηση», προφανώς αναφέρεται στο κοινόχρηστο σύνθημα «η Κύπρος είναι ελληνική» και αντίστοιχα «η Κύπρος είναι τουρκική», που υποστηρίζονταν από πολιτικές παρατάξεις πριν και ύστερα από την Ανεξαρτησία του 1960. Τα πολύ αξιόλογα πρώτα του μονόπρακτα Ένα κυριακάτικο σκετς και Μια αεροπειρατεία, που θα μπορούσαν να παρασταθούν και ως δίπτυχο, προβλήθηκαν από την κρατική τηλεόραση αλλά δεν τιμήθηκαν από το επαγγελματικό θέατρο.

Το πρώτο με τον τίτλο του σχολίαζε την παρουσίαση των «κυπριώτικων σκετς» (σύντομων ηθογραφικών έργων) από το ραδιόφωνο του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ). Η εκπομπή καθιερώθηκε από τη δεκαετία του 1950 και συνεχιζόταν, επαναλαμβάνοντας θέματα και κώδικες. Το έργο Ένα κυριακάτικο σκετς άγγιζε το ενδεχόμενο να μη γυρίσουν οι αγνοούμενοι. Το μονόπρακτο Μια αεροπειρατεία σκιαγραφούσε την ευμάρεια που απολάμβανε ένα μέρος της κοινωνίας, λίγα μόλις χρόνια μετά τον εκτοπισμό μεγάλου μέρους του πληθυσμού, επωφελούμενο των οικιστικών έργων που πραγματοποιήθηκαν για τη δημιουργία της λεγόμενης «άνετης προσωρινότητας».

Το γεγονός ότι το επαγγελματικό θέατρο δεν προτίμησε τα προαναφερθέντα έργα μπορεί να συσχετισθεί με κάποιες αντιδράσεις στον Τύπο, που οφείλονται ενδεχομένως στο γεγονός ότι τα έργα έθιγαν ζητήματα που η κοινωνία δεν τολμούσε ακόμα να συζητήσει ανοιχτά. Πιθανώς, λοιπόν, οι θίασοι της εποχής να θεωρούσαν τα έργα ως προκλητικά ή δυσάρεστα.[1] Από την άλλη, αξίζει εδώ να αναφερθεί, ότι ελάχιστα κυπριακά έργα έχουν παρουσιαστεί σε πολλαπλές παραγωγές.

Ομαλότερη διαδρομή είχαν το έργο Στης Κύπρου το βασίλειο, που παρουσιάστηκε  στο Φεστιβάλ Λευκωσίας το 1987 και το μονόπρακτο Φουλ Μεζέ, που ανέβηκε από τον ΘΟΚ το 1989. Το πρώτο είναι, όπως αναφέραμε, μια σάτιρα της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας με ιστορικό ένδυμα, όπου οι κατακτητές του νησιού διαδέχονται ο ένας το άλλο, στριμώχνοντας επί σκηνής, όλο και περισσότερο στη γωνία, τους κατοίκους. Οι τελευταίοι δε γίνονται θεατές της διαμάχης για την κυριότητα και την εκμετάλλευση του τόπου ανάμεσα στους περαστικούς ισχυρούς. Το κείμενο, άλλοτε έμμετρο ομοιοκατάληκτο και άλλοτε πεζό, διανθίζεται από τραγούδια, με στίχους γραμμένους πάνω σε γνωστές μελωδίες.

Στο μονόπρακτο Φουλ μεζέ, οι ήρωες είναι τρεις φίλοι, άλλοτε συμφοιτητές στην Αθήνα, που διασκεδάζουν απολαμβάνοντας μια πλούσια ποικιλία μεζέδων, δίπλα στη διαχωριστική γραμμή και στα φυλάκια στη Λευκωσία. Σκιαγραφείται η άνετη ζωή τους κι ενώ κάνουν σχέδια για αγοραπωλησίες ακινήτων, λίγα μέτρα παραπέρα, ένας στρατιώτης πυροβολείται. Ο καθένας από τους τρεις αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στο συμβάν.

Πλούσια και εντυπωσιακή διαδρομή πραγματοποίησε, μετά το μούδιασμα που είχε αρχικά προκαλέσει, ο επίσης τολμηρός για την εποχή μονόλογος Μανώλη…!, που έχει αναδειχθεί ως το πιο πολυπαιγμένο και με εμβέλεια πέρα από τα τοπικά όρια κυπριακό έργο. Ο Νεοφύτου πρόσφερε με τον Μανώλη…! ένα μικρό διαμάντι στο κυπριακό θέατρο. Το πρόσωπο του έργου είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που εξιστορεί το δράμα της, απευθυνόμενη στη σιωπηλή συντροφιά της, το γάτο της: ο μοναχογιός της σκοτώθηκε στο πραξικόπημα του 1974 και οι (γνωστοί) ένοχοι μένουν ατιμώρητοι. Το μονόπρακτο παρουσιάστηκε αρχικά στη σκηνή της κυπριακής παροικίας του Λονδίνου, το Θέατρο Τέχνης, το 1987. Στην Κύπρο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από την τηλεόραση του ΡΙΚ το 1988, σε μια εξαιρετική, λιτή παραγωγή, και στη συνέχεια από τον ΘΟΚ το 1990. Η παραγωγή του κυπριακού κρατικού θεάτρου παρουσιάστηκε και  στην Αθήνα, όπου τόσο το κείμενο όσο και η ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη απέσπασαν κολακευτικές κριτικές. Ακολούθως, ο μονόλογος, διασκευασμένος σε όπερα δωματίου από τον συνθέτη του Βάσο Αργυρίδη, παρουσιάστηκε σε γερμανικές πόλεις. Ακολούθησαν και άλλες παραγωγές του έργου.

Δύο δεκαετίες ύστερα από την έντονη παρουσία του στη δεκαετία του 1980, ο Νεοφύτου επανήλθε στο τέλος της δεκαετίας του 2000, με μια νέα φάση στη γραφή του: το έργο του DNA, που έχει ήδη κάνει μια δυναμική διαδρομή στη σκηνή με την παραγωγή του Σατιρικού Θεάτρου στη Λευκωσία το 2010, έχει ως κύρια πρόσωπα τη γυναίκα, εν τέλει χήρα, και τον γιο ενός αγνοουμένου. Η μητέρα επιμένει να νοσταλγεί και να ελπίζει, αντίθετα ο νέος θέλει να μάθει και να λυτρωθεί από το παρελθόν, ενώ ταυτοποιούνται με τη μέθοδο του DNA, στην εξέλιξη της δράσης, τα οστά του συζύγου και πατέρα. Στο έργο, πέρα από τις πολιτικές αναφορές είναι αισθητή η υπαρξιακή διάσταση, η απόγνωση της γυναίκας όχι μόνο για τον αγαπημένο που χάθηκε αλλά και για τη δική της ζωή που ξοδεύτηκε στην αναμονή και την προσδοκία, η οποία καλλιεργήθηκε και  από την επίσημη πολιτική στο ευαίσθητο ανθρωπιστικό ζήτημα. Το έργο τιμήθηκε με το βραβείο Θεάτρου ΘΟΚ, στην κατηγορία θεατρικής συγγραφής για τη διετία 2009-2011.

Το Γιατί γελά η Μοναλίζα αποτελεί σύνθεση ποίησης και πεζών κειμένων των Kurt Tucholsky και Erich Kästner, μεταφρασμένων από τα γερμανικά από τον συγγραφέα και τη Νίτσα Νεοφύτου.

Με το έργο του Μπαμ, που ανέβηκε στη Λευκωσία το 2015 από την ομάδα Παραπλεύρως Παραγωγές, ο Νεοφύτου επανέρχεται στον κώδικα της (πικρής) κωμωδίας. Εδώ τα κύρια πρόσωπα είναι ένας Ελληνοκύπριος κι ένας Τουρκοκύπριος, που προσπαθούν να συνεννοηθούν, χωρίς να γνωρίζουν ο ένας την ταυτότητα του άλλου, ύστερα από έκρηξη νάρκης στη νεκρή ζώνη, κατά την οποία έχασαν προσωρινά την ακοή τους. Ο συγγραφέας εστιάζει εν προκειμένω την προσοχή του σε μια πολύ σημαντική έκφανση της σύγχρονης ιστορίας, που είναι οι σχέσεις των δύο μεγαλυτέρων κοινοτήτων του νησιού, αφουγκραζόμενος την ιστορική στιγμή και παραμένοντας εξόχως πολιτικός.

[1] Εκτενής αναφορά στην πρόσληψη του έργου του υπάρχει στο κείμενο της υπογράφουσας «Ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Νεοφύτου» (σ.9-51) στην έκδοση Γιώργος Νεοφύτου (2010), Θεατρικά έργα, Άνευ, Λευκωσία (282 σ.) που συμπεριλαμβάνει αναλυτική εργογραφία και παραστασιογραφία.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο