Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης

 

Η Ρούλα φανερωμένη ή -Να, ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ…

 

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου εμφανίστηκε στη σκηνή μας ως συγγραφέας μάλλον σποραδικά, διστακτικά, με αιδημοσύνη και με υπόκωφη από τη μεριά της περίσκεψη για τον σκοπό του όλου εγχειρήματος.* Από μια άποψη, κάτι τέτοιο ήταν απολύτως αναμενόμενο. Πίσω από τα όποια προγεφυρώματα –το σαρδόνιο χιούμορ των θεατρικών της, τη συνεχή εκτροπή του νοήματος, τις ανελέητες αναφορές που ενεδρεύουν είτε στα ψηλά είτε στα χαμηλά της νεοελληνικής, ξενοβλαβούς και σχιζελληνικής κουλτούρας μας, η γραφή της αποκαλύπτει το σώμα μιας ευαισθησίας που νιώθει πως εκτίθεται, ντρέπεται, και αμήχανα βαδίζει πάνω στη σκηνή.

Είναι αυτό γνώρισμα μιας πολύ ιδιαίτερης περίπτωσης στη δραματουργία μας, περίπτωση που όπως πιστεύω οφείλει να προσεγγισθεί με την ίδια προσοχή, επιμέλεια και, εκατέρωθεν, αιδημοσύνη. Για αυτούς που έχουν την υπομονή αλλά και την καλή πρόθεση να δουν τα πράγματα πίσω από τις λέξεις και πίσω από τα αναχώματα του ύφους, το θέατρο της Γεωργακοπούλου θα αποκαλύψει τότε μια σπάνια διαύγεια, καθώς και μια πολύτιμη ανάγνωση του μεταπολιτευτικού «γυναικείου τοπίου».

Εξωτερικά λοιπόν –αμυντικά- η δραματουργία της Γεωργακοπούλου κινείται στην αυλή του υπερρεαλισμού και στο αίθριο του παραλόγου. Είναι φανερή η εκ μέρους της παιγνιώδης χρήση της γλώσσας, το απρόσμενο και καινοφανές στοιχείο, ο ευφυϊσμός και νοητική υπερδιέγερση του κειμένου –ορισμένες φορές ωστόσο τα ερωτήματά της οδηγούν σε άλλα, σκοτεινότερα υπόγεια του υπαρξισμού: εκεί βρίσκουμε πλάσματα της φαντασίας και του ονείρου, χθεσινούς εφιάλτες μαζί με φοβίες και ενοχές, ρόλους και προσωπεία πίσω από τον ένα και μοναδικό «εαυτό».

Κάποιος θα έμπαινε σε πειρασμό να παρατηρήσει και κάτι ακόμα: ότι το θέατρο της Γεωργακοπούλου χτίζεται εκτός όλων αυτών και με την τεχνική που δανείζει η επαγγελματική, δημοσιογραφική, κατάρτισή της: με τη μέθοδο του επιφυλλιδικού «ευθυμογραφήματος», είδους που άνθισε ιδιαίτερα στον περιοδικό Τύπο κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης (και βρήκε τη διασημότερη κορύφωσή του στα κείμενα του Φρέντυ Γερμανού και της Έλενας Ακρίτα). Σε αυτό το είδος, που αποτελεί το μεικτό απότοκο χρονογραφήματος και επιφυλλίδας, και στο οποίο η Ρούλα Γεωργακοπούλου θεωρείται από τις πλέον αξιόλογες εκπροσώπους, περιπλέκονται δύο στοιχεία: η εξωτερική καθημερινή πραγματικότητα (στην πιο παράλογη και μικροαστική εμφάνιση) και η εσωτερική ανάγκη του συντάκτη να διαφυλάξει μέσα σε αυτά μια κρυφή γωνιά κοινού νου και μετριοπάθειας, μια γωνιά καλού γούστου. Κι από την δική τους γειτνίαση –με καταλύτη πάντα το χιούμορ του συγγραφέα- προκαλείται ο σπινθήρας της κωμικής εκκένωσης και της ειρωνείας.

Αυτό το μονοπάτι μπορεί να πάρει κάποιος για να περπατήσει για πρώτη φορά στο έργο της Γεωργακοπούλου. Μόνο για τα πρώτα βήματα, βεβαίως: γιατί στη δική της περίπτωση το θεατρικό κείμενο γράφεται όχι στο κέντρο αλλά στο περιθώριο της επαγγελματικής απασχόλησης, όταν τα φώτα χαμηλώνουν και όλα τοποθετούνται στο ημίφως.

Εδώ πλέον τα παραπάνω στοιχεία μεταφέρονται ως εξής: Η «εξωτερική παράλογη πραγματικότητα» δεν είναι πια (μόνο) η ελληνική καθημερινότητα της Δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης, με όλη τη γραφειοκρατία, την ανοργανωσιά, την μικροαστική κουλτούρα και καταπίεση. Εδώ η «εξωτερική πραγματικότητα» βαθαίνει και πλαταίνει, ακουμπά στο βλέμμα μιας γυναίκας και στα στοιχεία μιας ταυτότητας που ούτε πάντα φανερή είναι, ούτε αδιασάλευτη («Φανερωμένη»). Αγγίζει με τα ακροδάχτυλα της ποίησης πλάσματα του ονείρου («Προσπερίνα»), κωμικά κάποτε και κάποτε αιχμηρά («Τα δροσερά σου υπόγεια»), φέρνει σχηματικά υπερρεαλιστικά τοπία («Διανυκτερεύον»), ερεθισμούς που βασανίζουν τον βυθό μιας σύγχρονης Ελληνίδας. Κουβαλά στο τώρα και στο εδώ τη θύμηση μιας εφηβείας άγριας κι ανοικονόμητης, που έχει λυσσάξει από την ασφυξία της επαρχίας, τη στενωπό της Δικτατορίας, τον ερωτισμό και την αμφιβολία της ενηλικίωσης.

Μέσω της Γεωργακοπούλου, η γενιά της –κι όλο αυτό που ονομάζουμε αμήχανα, κάνοντας ίσως περισσότερο κακό παρά καλό, σαν «γυναικεία δραματουργία»- φέρνει στο φως, μετά την Λυμπεράκη, την Αναγνωστάκη και την Μητροπούλου, τη θεώρηση του κόσμου μέσα από την έκφραση μιας φωνής γυναικείας, που παρακολουθεί, καταγράφει, διαπορεί κι εξίσταται ως γυναίκα αλλά και σαν γυναίκα.

Καταλήγω: Από τη μια η «εξωτερική πραγματικότητα» που αγγίζει η Γεωργακοπούλου με το θέατρο της, πραγματικότητα επιφάνειας και βάθους που εναλλάσσονται μεταξύ τους και κάποτε συνυφαίνονται. Κι από την άλλη, το πρόσωπο που στέκεται απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα. Το θέατρο της συνήθως τοποθετεί μια έξυπνη –πολύ έξυπνη, μάλιστα- νέα γυναίκα, με βαθιά καλλιέργεια και μπόλικη κοκεταρία, χαρισματική, που μοιάζει συμβιβασμένη στο να έχει και φύλο και ιδιότητες. Μια Γυναίκα χωρίς περιορισμούς, με δυνατότητες και άφθονο χώρο δράσης.

Και τι σημαίνει αυτό κάτι τέτοιο στη δική μας πατρίδα και στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών; Την ελευθερία, μήπως, ή την αυτάρκεια; Πολύ συχνά, φοβάμαι, την αιώρηση στο κενό…

Φτάσαμε λοιπόν στο κέντρο του θεάτρου της Γεωργακοπούλου, αυτό που συνήθως ονομάζεται ο «υπαρξιακός πυρήνας». Ανεξάρτητα από το θέμα ή την επιμέρους περαίωσή, κάθε φορά που την συναντώ προσωπικά στο θέατρο έχω την εντύπωση πως παρακολουθώ κάποια γυναίκα να αιωρείται στο ταβάνι…

Έχω και μια ακόμη εντύπωση: Πως όλα τα έργα της θα μπορούσαν έτσι να μπουν σε μια σειρά και να αποτελέσουν χωριστά κεφάλαια σε ένα ενιαία έργο-ποταμό, κάποιο θεατρικό μυθιστόρημα ή μια road-movie, με θέμα αυτή την «αιώρηση»: Σε ένα «Διανυκτερεύον μαγαζί», μια γυναίκα αναζητά το ρούχο-ταυτότητα με τη βοήθεια μιας πωλήτριας-Ψυχοπομπού, και με τον ηλεκτρικό να βουίζει στο υπόγειο σαν τακτική υπενθύμιση του Υπέρκεινα. Αμέσως μετά, πιο κάτω, στα δροσερά «Υπόγεια» της γυναίκας, -κοντά στη μυθική «Φανερωμένη» και στην θεολογική «Προσπερίνα»-, μια μορφή μιλάει για την δυναμική (έως και βίαιη) συνάρτηση της γυναικείας ταυτότητας και ρόλου, παραμένοντας ασύμβατη και ξένη στην ωμή, κεκαρμένη, αρρενωπή καθημερινότητά μας.

Κι όλα αυτά, έπειτα, σταθμοί και προθάλαμοι για την ίδια Οδό, την «Οδό της Πολυδούρης». Την ποιήτρια που αισθάνεται τον θάνατο να πλησιάζει, όπως βλέπει τη ζωή να απομακρύνεται. Και αυτή, η γυναίκα, στο μέσον, να μένει ασυμβίβαστη και καταδικασμένη, να διδάσκει τις λέξεις, και με τις λέξεις να αιωρείται έως την Έξοδο.

Καθώς λοιπόν αυτή είναι η «Οδός», θέλω συμπληρωματικά να τη διαβούμε λίγο ακόμη. Ακόμη και αν αποφύγουμε την περίφημη «κριτική πλάνη», που αποδίδει στον δημιουργό σκέψεις και ρήματα της δημιουργίας του, αρκεί να σκεφτούμε μόνο πως αυτή, η Ρούλα, γίνεται η πρώτη ακροάτρια της επιθανάτιας Μαρίας, καθώς η τελευταία βρίσκεται στο νοσοκομείο αποφασισμένη «να μιλήσει κι ας τη δέσουν», ακούγοντας την «πραγματικότητα» μέσω του ραδιοφώνου, βγάζοντας από μέσα της «τη δική της θάλασσα».

Κάποια στιγμή η Πολυδούρη γίνεται το παιδί που ζητάει τη μαμά του, κάποτε γίνεται η ίδια μητέρα του ποιητή. Άλλοτε θυμάται την ερωμένη μέσα της, κάποιες στιγμές επιστρέφει στην άρρωστη φυματική, στο σώμα όπου τώρα ανήκει. Είναι ένα σώμα που θέλει να ζήσει στο άπαν ερωτευμένο και άφθαρτο, πέρα κι από την ποίηση ακόμη, στο διηνεκές της ρομαντικής εμβέλειας.

Κι όμως. Να το που αργοπεθαίνει σήμερα σε ένα νοσοκομείο της Καλαμάτας, με τη φωνή του ραδιοφωνικού μηνύματος στα αυτιά του, να το καλεί να μη χάσει την ελπίδα: «Ο θάνατος κάνει πολύ θόρυβο τα μεσημέρια…».

Πρόκειται στην ουσία για ένα εσωτερικό μονόλογο στον τύπο της Βιρτζίνια Γουλφ, όπου για μια ακόμη φορά τα στοιχεία της εξωτερικής πραγματικότητας διαπλέκονται με στοιχεία της προσωπικής, στοχαστικής προσαρμογής της γυναικείας ευαισθησίας στο τραγικό ζήτημα του τέλους. Έχουμε κι εδώ τον ίδιο σπινθήρα: σκέψεις και πράγματα της εξωτερικής πραγματικότητας ατάκτως ερριμμένα, βολές στο κενό, μαζί με την εσωτερική αγωνία μιας φωνής να ακουστεί και να διασωθεί από το χαρτί και τη μνήμη.

Αυτή είναι η πολύτιμη λίθος που κρύβεται στο εφηβικό κοριτσίστικο στρώμα της Ρούλας, κάτω από τριάντα στρώματα προστασίας: Ο φόβος και η αγωνία για μια ζωή που περνάει ανυποψίαστα, που μένει στα αζήτητα, για ένα κόσμο που αρνείται να μπει σε τάξη, και μένει πάντα ανέραστος και ακατανόητος. Ο φόβος για μια γυναίκα, από την άλλη, που κατακλύζεται από νοήματα και ερμηνείες, με στίχους και τσιτάτα, αλλά παραμένει «γυναίκα», σώμα διωκόμενο πολιτικά, διωκόμενο εσωτερικά από το συναίσθημα, την πολιτική, τον κόσμο.

Είναι πιθανόν ο ίδιος κόσμος με εκείνον της Γουλφ. Το θέατρο της Ρούλας Γεωργακοπούλου, πιστεύω, φόβος μαζί με χιούμορ, είναι το ακριβοθώρητο διαβατήριό μας για εκεί.

 


* Αντιγράφω απλώς την παραστασιογραφία που παρατίθεται στην έκδοση Ρούλα Γεωργακοπούλου, Καρφίτσες στα γόνατα, εκδ. Ροδακιό, Αθήνα, 2015: Διανυκτερεύον: Γράφτηκε το 1984, παίχτηκε στη σεζόν 1986-1987 και, συνέχισε στη σεζόν 1987-1988 από το θίασο Καθρέφτης της Πέπης Οικονομοπούλου./Τα δροσερά σου υπόγεια: Ανέβηκε το 1992 από το θίασο Καθρέφτης της Πέπης Οικονομοπούλου. Γράφτηκε την ίδια χρονιά και παίχτηκε σε κοινή παράσταση με μονόπρακτα του Στέλιου Λύτρα και του Νίκου Αξαρλή./ Προσπερίνα: Ανέβηκε το 2007 από το θίασο Καθρέφτης της Πέπης Οικονομοπούλου με τίτλο Η Προσπερίνα και ο Ναύτης. Γράφτηκε το 1987./ Φανερωμένη: Ανέβηκε το 2013 από την Κατερίνα Ευαγγελάκου στις Αναγνώσεις του Εθνικού Θεάτρου με τη Μαρία Ζορμπά και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στο Θέατρο Τέχνης. Γράφτηκε το 1989 και το 1998, δημοσιεύτηκε στο τεύχος '11 του περιοδικού Ποίηση./ Οδός Πολυδούρη: Γράφτηκε το 2012. Ανέβηκε από το Θοδωρή Γκόνη στο Θέατρο Βασιλάκου το 2014 με την Ιωάννα Παππά. Το 2015 η παράσταση μεταφέρθηκε στο Θέατρο Θησείον ενώ έγιναν και ορισμένες παραστάσεις στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας. Το έργο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 48 του περιοδικού The Book's Journal.

Οφείλουμε να προσθέσουμε και την πρόσφατη παράσταση των έργων Διανυκτερεύον και Προσπερίνα στο Από Μηχανής Θέατρο, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Φιλιππίδου, την θεατρική περίοδο 2015-16, που στάθηκε και η αφορμή για την παραπάνω έκδοση των δύο μονόπρακτων και της εν λόγω παραστασιογραφίας.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο