Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΝΑΤΑΣΑΣ ΣΙΔΕΡΗ

Συντάκτης: Σοφία Καραγιάννη
Συγγραφέας: Νατάσα Σίδερη

Η Νατάσα Σίδερη πρωτοπαρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό το 2017, στο Εθνικό Θέατρο, με το έργο της Tιτανομαχίες. Ωστόσο, είχε ορθώσει το συγγραφικό της ανάστημα νωρίτερα καθώς τα πρώτα έργα της, Στη Γέφυρα (2013) και Το νησί της Αθανασίας (2014), βραβευμένα και τα δύο, ανέβηκαν σε σκηνές της Αγγλίας. Την εργογραφία της συμπληρώνουν άλλα δυο έργα, Το κοινό καλό και Δεσμώτης.

Αντιμετωπίζοντας κανείς τα έργα της σε επίπεδο ανάγνωσης, μπορεί πολύ γρήγορα να αντιληφθεί πως η Ν. Σίδερη έχει ως βασικό συστατικό  γραφής την δημιουργία ενός ισχυρού μύθου που σταδιακά αποκαλύπτουν, πολύ πετυχημένα, οι χαρακτήρες της. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί –καθαρά πλάσματα της φαντασίας της– δεν υπηρετούν τη γύρω πραγματικότητα της ιστορίας αλλά είναι η ψυχή της ιστορίας. Εδραιώνουν την αληθοφάνεια της ιστορίας. Γι’ αυτό  και η συγγραφέας δεν αφήνει κανένα περιθώριο να ταυτιστεί με κανέναν από τους ήρωές της αλλά τους αντιμετωπίζει ως αυτεξούσιους φορείς  του ιδεολογικού της σχεδιασμού που υπάρχει πίσω από κάθε της έργο.

Ο θεατρικός κόσμος της Σίδερη διαμορφώνεται από γεγονότα ρεαλιστικά, με καθαρές θεματικές, που σταδιακά αλληλεπιδρούν με συμβολικούς και απομονωτικούς κόσμους. Υπηρετώντας όμως στο ακέραιο την καλλιτεχνική συνοχή.  Στο μεγαλύτερο μέρος των έργων της αντλεί έμπνευση από την οικεία και κατεστημένη σύγχρονη πραγματικότητα που διανύουμε καθώς και τον οικονομικό εγκλωβισμό που βιώνει η χώρα. Άλλωστε η συγγραφέας, μετά από μακρόχρονη διαμονή σε χώρες του εξωτερικού, επιστρέφει στην Ελλάδα της κρίσης και αυτό την ωθεί στο να ανιχνεύσει και να διεισδύσει στις μεγάλες ηθικές, κυρίως, αλλαγές που έχει υποστεί η κοινωνία.

Στα έργα της Τιτανομαχίες και Δεσμώτης, τίτλοι που παραπέμπουν στον μύθο, η Σίδερη καταφέρνει να δώσει δύο έργα με ήρωες σημερινούς που την ίδια στιγμή μοιάζουν σαν να βγήκαν από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Εκμεταλλεύεται το γεγονός πως στους μύθους βρίσκουμε δυο ψυχολογικές έννοιες: τις σχέσεις και τους ρόλους. Και φυσικά καταφέρνει να εκθέσει με δραματουργική σαφήνεια τις πιο κρυμμένες τους αλήθειες.

Πιο συγκεκριμένα, στις Τιτανομαχίες, ο πατέρας -Κρόνος- της οικογένειας αρνείται να δώσει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης στα παιδιά του. Τα παιδιά του, όμως, ανυπομονούν να πάρουν την εξουσία με όποιο τίμημα. Με αφορμή τα γενέθλια του πατέρα, η οικογένεια συγκεντρώνεται για να κόψει την τούρτα. Όμως δεν υπάρχουν λόγοι να γιορτάσουν, αντίθετα υπάρχουν πολλοί για να αλληλοσπαραχθούν. Στο παράλογο αυτό πάρτυ συνυπάρχουν τραγικά και πολλά κωμικά στοιχεία.  Η μάχη μεταξύ νεότητας και γήρατος, η παραλαβή της εξουσίας, ο χρόνος που καταβροχθίζει τα πάντα, ο συμβιβασμός και η συμβίωση μέσα στην οικογένεια, και πολλές ακόμη ερμηνείες που υπάρχουν στην σφιχτοδεμένη γραφή αυτού του έργου, το μετατρέπουν σε μια σκηνική Τιτανομαχία που δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του έργου.

Από την άλλη, στον Δεσμώτη, η συγγραφέας παραδίδει ένα έργο βαθιά κοινωνικοπολιτικό και, ας μου επιτραπεί να πω, πολύ «σοφά» γραμμένο, καθώς η ιδέα του χρέους τα τελευταία χρόνια αποτελεί σημείο αναφοράς των κοινωνιών. Η σχέση δανειστή και οφειλέτη, που βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομικής  ζωής, δίνεται με εξαιρετικό μέτρο στον Δεσμώτη.

Η δράση ξεκινάει, φαινομενικά, από μια καλή πράξη. Ο Νήφος και ο Κάλλιος είναι δυο πολύ καλοί φίλοι. Όταν ο Νήφος εκμυστηρεύεται στον Κάλιο πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις δόσεις του στεγαστικού δανείου που έχει πάρει, αυτός προθυμοποιείται να του δανείσει χρήματα. Ο Νήφος όμως αδυνατεί να επιστρέψει τα χρήματα γι’ αυτό και προσφέρεται  να βοηθήσει σε κάποιες εργασίες ανακαίνισης του σπιτιού. Έτσι συνάπτεται ένα άτυπο συμβόλαιο, μια σχέση εργασίας που σταδιακά εξελίσσεται σε ένα κάτεργο για τον οφειλέτη. Το ανακαινισμένο σπίτι μετατρέπεται σε τόπο εξορίας και ο Νήφος σε  ένα ζώο σε ζυγό.

Πίσω από τις λέξεις του κρύβονται δεκάδες σύμβολα και κρυφά νοήματα που αποκαλύπτονται σταδιακά, καθώς η δραματική κορύφωση χτίζεται με μια τεχνική κλιμακούμενης έντασης. Το χρέος του οφειλέτη στον πιστωτή, του παιδιού στον γονιό και του ατόμου στην κοινωνία αποτελούν τους δραματουργικούς πυλώνες. Ο οφειλέτης υφίσταται ένα ταπεινωτικό μαρτύριο, ενώ την ίδια στιγμή το μαρτύριο αυτό μοιάζει με ευεργεσία. Μέσα στις  γρήγορες και πυκνές σκηνές του έργου οι χαρακτήρες υπερασπίζονται τα αρχετυπικά σύμβολα που εκπροσωπεί ο κάθε ένας ξεχωριστά και εν τέλει μετατρέπονται σε Κράτος, Βία, Προμηθέα και Ιώ, καθώς η πράξη ενός καλοπροαίρετου δανεισμού παίρνει διαστάσεις τραγωδίας.

Ο Δεσμώτης είναι ένα έργο που κάνει τον αναγνώστη-θεατή να νοιώσει άβολα καθώς προσλαμβάνει, παράλληλα με την οικονομική και ηθική πτώση του ήρωα, και την οικονομική και ηθική πτώση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η πιστωτική ευπιστία ενός ολόκληρου λαού, οι υπερπατριώτες που κυβερνούν και οι ταπεινωτικές συμφωνίες είναι έννοιες πολύ εύστοχα  κρυμμένες πίσω από τις  σκηνές του έργου. Καμιά ελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί να συνεχίζει να ανέχεται την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα. Αν υπήρχε Χορός στο σύγχρονο αυτό ελληνικό έργο, θα μπορούσε και να έλεγε: «η αρχή της ελευθερίας είναι να γνωρίζεις τι σημαίνει να δεσμεύεσαι», είτε σε οικονομικό είτε σε συναισθηματικό επίπεδο.

Ένα κοινό στοιχείο που υπάρχει τόσο στις Τιτανομαχίες όσο και στον Δεσμώτη είναι η έννοια της Θυσίας. Οι ήρωες, για να μην αλληλοσκοτωθούν μεταξύ τους, επιλέγουν ένα εξιλαστήριο θύμα που ως συνενόχους τους ενώνει και το θυσιάζουν. Κάτι που η Σίδερη πετυχαίνει καθώς εξαντλεί τα ψυχικά αποθέματα του κεντρικού προσώπου προτού το εκθέσει απογυμνωμένο σε κοινή θέα. Έτσι, η μάνα μαζί με τα παιδιά της θα θυσιάσουν τον Πατέρα στις Τιτανομαχίες αλλά και ο Κάλλιος με την γυναίκα του Πύρρα τον Νήφο στον Δεσμώτη, αφού η Θυσία μοιάζει σαν την μόνη σωτηρία στην απειλή.

Δεν λείπει όμως και το χιούμορ από την γραφή της Σίδερη. Απολαυστική είναι η ατμόσφαιρα της Γέφυρας. Ένα ζευγάρι στέκεται στην άκρη μιας γέφυρας που αποτελεί αγαπημένο σημείο των αυτοχείρων μιας πόλης. Δουλειά τους είναι ν’ αποφασίσουν αν οι περαστικοί πάνε απλά βόλτα ή αν ετοιμάζονται ν’ αυτοκτονήσουν. Το θέμα της αυτοκτονίας δίνεται με καυστικό χιούμορ, το ιδιότυπο αυτό ζευγάρι δεν  είναι ψυχοπομποί αλλά περισσότερο μοιάζουν σαν να βγήκαν  από τον κόσμο του Μπέκετ. Με ειρωνικά και μακάβρια αστεία αποφορτίζει τον σκοτεινό χώρο της αυτοκτονίας. Το τραγικό και το κωμικό συνυπάρχουν άρρηκτα δεμένα στο έργο.  Από την άλλη, στο Κοινό Καλό, η συγγραφέας εγκλωβίζει τους ήρωες της σ’ έναν χώρο ταφής απορριμμάτων καθώς μια απεργία των εργαζομένων στην καθαριότητα μετατρέπει την πόλη σε σκουπιδότοπο. Τοποθετεί την ανθρώπινη ύπαρξη σε μια πολιτισμική χωματερή, σε μια ματαιότητα. Και πολύ εύστοχα αποκαλύπτει πως τα σκουπίδια είναι οι άνθρωποι.

Αυτό που μένει ως τελική αίσθηση στο σύνολο του έργου της είναι πως η Σίδερη γράφει χωρίς να προσποιείται πως κατέχει κάποια απάντηση. Δεν έχει λόγους να διδάξει, να βρει λύσεις και να απαλύνει τους πόνους των ηρώων της.  Τους στηρίζει όλους  αλλά τους αποκαλύπτει με όλες τους τις αδυναμίες τη στιγμή που πρέπει. Μέσα στο σφιχτό σκηνικό παιχνίδι που στήνει στο κάθε της έργο αφήνει χώρο για ελεύθερη σκέψη. Παρατηρείς τους ήρωές της με ενδιαφέρον γιατί οι ήρωές της θα μπορούσαν να είναι ο κάθε ένας. Βεβαίως, οι ήρωες των έργων της είναι αντιήρωες, είναι όμως η αντανάκλαση των συνθηκών που βιώνουν.

Η Σίδερη είναι αναμφισβήτητα μια από τις ανερχόμενες φωνές της ελληνικής δραματουργίας. Τα έργα της επιβάλλεται να δοκιμάζονται σκηνικά καθώς αποτελούν ένα εξαιρετικό υλικό για τολμηρούς  και ανατρεπτικούς σκηνοθετικούς σχεδιασμούς αλλά και αφήνουν μεγάλα περιθώρια  για ερμηνείες.

 

 

 

 

 

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο