Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Το 1963, με υποτροφία του βελγικού κράτους, σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες, στο Εθνικό Ινστιτούτο Τεχνών Θεάματος (INSAS). Εκεί, στις Βρυξέλλες έγραψε το 1966 το πρώτο του θεατρικό με τίτλο Η τιμή της ανταρσίας στην μαύρη αγορά, έργο με σαφείς αναφορές στην πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Το έργο ανέβασε ο Patrice Chereau δύο χρόνια αργότερα, το 1968, στο Theatre d’ Aubervilliers, στο Παρίσι εγκαινιάζοντας τη θεατρική πορεία του συγγραφέα. Το 1978 εκδόθηκε το Πεθαίνω σαν χώρα, το πρώτο του πεζογράφημα με το οποίο ουσιαστικά συστήνεται στα ελληνικά γράμματα. Ακολουθεί μια πολύ γόνιμη περίοδος που φθάνει ως το σήμερα.
Παράλληλα με τη συγγραφή, ασχολήθηκε συστηματικά με τη μετάφραση πεζογραφημάτων των Jean Genet, Georges Bataille, Witold Gombrowicz, Maurice Blanchot, Balzac, Bernard-Marie Koltes, καθώς και τη μετάφραση θεατρικών έργων των Μολιέρου, J. Genet, Tennessee Williams, Σαίξπηρ αλλά και των αρχαίων ελλήνων τραγικών, του Αισχύλου και του Ευριπίδη που τον έχουν επηρεάσει βαθιά.
Ο Δημήτρης Δημητριάδης αποτελεί μία «ανοίκεια» περίπτωση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Με πλούσια δραματουργική παραγωγή που γοητεύει και εντυπωσιάζει, ταυτόχρονα όμως αμφισβητείται και δοκιμάζεται, με ένθερμους υπερασπιστές του έργου του (μέχρι και θεατρική ομάδα που έχει συσταθεί για να ανεβάζει μόνο δικά του θεατρικά έργα υπάρχει στην Αθήνα) αλλά και ανθρώπους που «αρνούνται» να τον αποδεχθούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός πως έγινε πιο γρήγορα αποδεκτός στο εξωτερικό (κυρίως στη Γαλλία) από όσο στην ίδια του τη χώρα, και αυτή η γαλλική του αποδοχή επηρέασε και την ελληνική του πρόσληψη και συνέβαλε σε ένα μεγάλο βαθμό στην ευρύτερη πρόσβαση του έργου του στις σκηνές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 2009-2010 το θέατρο Οdeon στο Παρίσι πραγματοποιεί μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του αναγορεύοντάς τον σύγχρονο Ευρωπαίο συγγραφέα του έτους υπό τη διεύθυνση του Ολιβιέ Πι ενώ, αντίστοιχο αφιέρωμα στην Ελλάδα θα γίνει το 2013 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Τα αφιερώματα αυτά συνέβαλαν καθοριστικά και στην «θεσμοποίηση» του συγγραφέα. Στο Εθνικό Θέατρο είχε παρουσιαστεί ήδη το Πεθαίνω σαν Χώρα το 1998 στα πλαίσια της Πειραματικής του Σκηνής όμως το πρώτο αμιγώς θεατρικό του έργο παρουσιάστηκε μόλις πέρσι: Ο Θερισμός όπου ο συγγραφέας μας καλεί στην αποδοχή του επερχόμενου τέλους του Πολιτισμού.
Ο ίδιος άλλωστε είναι μια πνευματώδης αιρετική προσωπικότητα που θέτει τα πάντα υπό αμφισβήτηση, ακόμα και την ίδια του την χώρα και τους πολίτες της. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο συγγραφέας τη στιγμή της εμφάνισής του (αλλά και στη συνέχεια) προσδίδει στο θέατρο ποιητική διάσταση τη στιγμή που στο μεγαλύτερο βαθμό οι συγγραφείς κινούνταν προς την ωμή αναπαράσταση της ζωής, την ηθογραφία και τον ρεαλισμό, τις γνωστές «φέτες ζωής».
Η δραματουργία του αποπειράται να μεταγράψει ποιητικά την πραγματικότητα μέσα από την προσωπική του ματιά, τη δική του διήθηση των πραγμάτων, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει. Θεωρεί θεμελιώδες το να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φτάσουμε σε έναν θεατρικό και ποιητικό μετασχηματισμό του παρόντος. Το θέατρό του μιλά για την ανθρώπινη ύπαρξη. Πως μπορεί μια κοινωνική οντότητα να αντέξει κάτι που την πλήττει, κάτι που την υπερβαίνει; Αυτό είναι το βασικό του κίνητρο που τον οδηγεί σε θέματα φόρμας και γραφής πάνω σε ζητήματα τα οποία επανέρχονται διαρκώς: Η ταυτότητα του ατόμου, ο θάνατος, ο έρωτας, η θνητότητα, η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, ο ίδιος ο κόσμος, οι ανθρώπινες σχέσεις. Έρχεται να κλονίσει τις παγιωμένες θέσεις και αντιλήψεις που λειτουργούν ως οχυρώματα μπροστά στην διαπίστωση της αλήθειας. Και όλα αυτά πάντοτε σε μια συνομιλία εν εξελίξει με τους προγενέστερους δημιουργούς όπως ο Όμηρος, ο Ευριπίδης ή ο Καβάφης.
Στο Εν Χορώ, ένα ακόμη πολυφωνικό του έργο, ο συγγραφέας γυρνά με τον πιο εύστοχο τρόπο στη ρίζα των πραγμάτων, στην αρχετυπική αγωνία για το ποια είναι η θέση μας σε αυτόν τον κόσμο. Έργο συγγενικό με το προγενέστερό του Πολιτισμός. Μια κοσμική τραγωδία (2013) όπου η Μήδεια βιώνει μια κρίση ταυτότητας καθώς προσλαμβάνει τον εαυτό της ως τραγικό πρόσωπο σε έναν κόσμο μη-τραγικό. Η τραγωδία έχει απογυμνωθεί από τα συστατικά και τους λόγους που τη γέννησαν, οι αρχαίοι θεοί έχουν καταρρεύσει, οι αρχαίες πόλεις έχουν καταστραφεί, το άτομο έχει χάσει την ταυτότητά του: η ρήξη με την παράδοση είναι αναπόφευκτη.
Έτσι και στο παρόν έργο ο Χορός βρίσκεται μπροστά σε μια πρωτόφαντη εμπειρία. Οι δεκαπέντε εκπρόσωποι των πολιτών, γέροντες που ο ρόλος τους είναι να λένε τη γνώμη τους όταν αυτή τους ζητάται, βρίσκονται μπροστά στο Παλάτι. Τους κάλεσαν χωρίς να τους πουν τον λόγο και αυτοί έσπευσαν να ανταποκριθούν ακολουθώντας την «παράδοσή» τους. Όμως, εκεί για πρώτη φορά δεν βρίσκεται κανείς να τους περιμένει, να τους μιλήσει και να τους εξηγήσει για ποιο λόγο τους κάλεσαν. Η ανατροπή έχει συντελεστεί. Πόσο εύκολο είναι να ξεπεράσουν τα όρια τους και να τολμήσουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους; Και αυτή τη νέα κατάσταση πως θα βρουν τους τρόπους να τη διαχειριστούν και κυρίως να την αποδεχθούν;
Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον Χορό, έναν χορό χωρίς ταυτότητα για να μιλήσει με τον πιο άμεσο τρόπο για την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη για εξέρευση νοήματος στη ζωή μας. Να είναι ένα πρόσωπο με όνομα, με ιστορία και με εαυτό. Κι ας υποφέρει και ας συντρίβεται. Το ερώτημα μοιάζει αδυσώπητο: είμαστε έτοιμοι να γίνουμε άνθρωποι;
Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο New York University στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης στις 6 Μαΐου 2018 στα πλαίσια του Greek Play Project New York, όπου το έργο παρουσιάστηκε σε μορφή σκηνικού αναλογίου στα αγγλικά σε μετάφραση της Θεοδώρας Παπαχριστοπούλου-Λούκα και σκηνοθεσία Ιωάννας Κατσαρού.