Αν αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα ο δοκιμιακός λόγος για το θέατρο αναπτύχθηκε στις στήλες των εφημερίδων πριν ακόμη η θεατρολογία αυτονομηθεί ως επιστήμη, ότι η ιστορία του θεάτρου, παγκοσμίως, ανασυστήνεται κατά μεγάλο μέρος μέσα από τα δημοσιεύματα του Τύπου και ότι ο σύγχρονος άνθρωπος χρησιμοποιεί κυρίως τα ΜΜΕ (παραδοσιακά και νέα) για τη θεατρική του ενημέρωση, εύκολα κατανοούμε τα εξής σημαντικά: όχι μόνο ότι ο μιντιακός λόγος είναι πολύτιμο αρχείο που διασώζει στον χρόνο ό,τι απομένει από μια παράσταση, αλλά και ότι η δημόσια εικόνα του θεάτρου συνδέεται αναπόσπαστα με την παρουσία και τη θέση του στα ΜΜΕ της εποχής του. Εκκινώντας από τη βασική αυτή συνθήκη και με δεδομένο ότι τα αθηναϊκά μέσα μόνο σπάνια και επιλεκτικά ασχολούνται με τη θεατρική επικαιρότητα της περιφέρειας, έχει σημασία να δούμε πώς τα μέσα της Θεσσαλονίκης υποδέχονται το θέατρό της, ενόσω διανύουμε τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Το νέο τοπίο – που δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο της Αθήνας – συνδέεται στενά με την οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της στον χώρο τoυ έντυπου, κυρίως, Τύπου: οι πολιτιστικοί συντάκτες είναι από τους πρώτους που απολύονται όταν επιδεινώνονται τα οικονομικά των εφημερίδων της πόλης, ενώ μακρόβιες στήλες θεατρικής κριτικής καταργούνται, καθώς θεωρούνται πλέον πολυτέλεια. Αποτέλεσμα; Η αρθρογραφία για το θέατρο στα παραδοσιακά ΜΜΕ της Θεσσαλονίκης συρρικνώνεται δραματικά, ενώ κάμποσες ρουμπρίκες πολιτισμού μετατρέπονται σε light ρουμπρίκες ψυχαγωγίας. Παράλληλα, με την άνοδο του διαδικτύου, εμφανίζονται τοπικές ηλεκτρονικές εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και ιστοσελίδες ή portals πολιτιστικής ενημέρωσης, όπου η θεατρική κίνηση στην πόλη καλύπτεται κυρίως ως είδηση, με ελαφρά παραφρασμένα Δελτία Τύπου που αναγγέλλουν παραστάσεις ή άλλα θεατρικά γεγονότα (πχ. φεστιβάλ), με τις γνωστές ατζέντες θεαμάτων, με διαγωνισμούς για προσκλήσεις και με συνεντεύξεις σκηνοθετών, ηθοποιών και σπανιότερα θεατρικών συγγραφέων. Η συνέντευξη αποτελεί άλλωστε την προσφιλέστερη δημοσιογραφική προσέγγιση του θεάτρου, ενίοτε στα τοπικά κανάλια και κυρίως στα ραδιόφωνα. Εκεί, η τέχνη της σκηνής, μετά το 2000, παρά το προσωπικό ενδιαφέρον κάποιων δημοσιογράφων της πόλης, μόνο περιστασιακά αποτέλεσε αντικείμενο εξειδικευμένων εκπομπών και συχνότερα απλή ενότητα πολυθεματικών μαγκαζίνο. Πρόσφατα παραδείγματα πάντως, όπως οι εκπομπές του ΚΘΒΕ σε ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης ή τα τηλεοπτικά του πεντάλεπτα με τις ευφάνταστες συνεντεύξεις ρόλων από τις παραστάσεις του, υποδεικνύουν μια επιπλέον χρήση των τοπικών ΜΜΕ, λιγότερο δημοσιογραφική και περισσότερο ως εργαλείο θεατρικού μάνατζμεντ – με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν teasers και trailers παραστάσεων που μεταδίδονται τηλεοπτικά ή διαδικτυακά.
Γενικά, η ενημερωτική κάλυψη σηματοδοτεί μια εξ ορισμού θετική και προωθητική δεξίωση του θεάτρου από τα ΜΜΕ, εμφανίζει όμως μεγάλο βαθμό ομογενοποίησης αφενός ως προς τις πληροφορίες που αναπαράγονται παντού (συχνά και με την ίδια διατύπωση) και αφετέρου ως προς τα ίδια πρόσωπα που φιλοξενούνται από μέσο σε μέσο, αποκλειστικά με γνώμονα την παραστασιακή επικαιρότητα. Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι μόνο τοπικό, απλώς φαντάζει εντονότερο στη Θεσσαλονίκη, επειδή η θεατρική παραγωγή της είναι πιο περιορισμένη. Ο διαδεδομένος θεσμός των χορηγιών επικοινωνίας αποκαλύπτει άλλη μια καίρια συνέργεια θιάσων και ΜΜΕ, πάντα προς την κατεύθυνση της προβολής και διαφήμισης πρόσφατων παραστάσεων, δεν σηματοδοτεί όμως κάτι για την καλλιτεχνική ποιότητά τους.
Τούτη αποτελεί αντικείμενο της θεατρικής κριτικής, η οποία διαφοροποιείται από λοιπά δημοσιεύματα, αφού κύρια αποστολή της είναι να αναλύει, να ερμηνεύει και, κυρίως, να αποφαίνεται για την καλλιτεχνική αξία ενός θεατρικού εγχειρήματος, δηλαδή να αξιολογεί. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι οι κόσμοι της τέχνης και εν προκειμένω το θέατρο εδραιώνουν την ύπαρξή τους μόνο εφόσον εκτίθενται σε αξιολόγηση, με άλλα λόγια αποκτούν έγκυρη υπόσταση όταν εγείρουν αντιδράσεις και γνωμοδοτικό σχολιασμό, ο κριτικός νοείται, ουσιαστικά, ως πολιτισμικός διαμεσολαβητής που μπορεί να ιεραρχεί, να καθιερώνει, να αυξάνει τη φήμη και την υπόληψη των δημιουργών, δηλαδή το συμβολικό τους κεφάλαιο, και, συνακόλουθα (θεωρητικά τουλάχιστον) την εμπορική επιτυχία τους.
Το κριτικό κείμενο είναι αναπόσπαστο μέρος της θεατρικής κουλτούρας, είναι η δημόσια απόρροια μιας παράστασης. Στοχάζεται πάνω στο νόημα της θεατρικής πράξης, τη φέρνει στο προσκήνιο, ανοίγει συζητήσεις για αυτήν, ή ακριβέστερα, συνδαυλίζει διαρκώς τη συζήτηση για το τί είναι καλό θέατρο. Ωστόσο, συχνά στις μέρες μας, αμφισβητείται τόσο η αξιοπιστία όσο και η χρησιμότητα της κριτικής, αφού μια πρόσκαιρη καλλιτεχνική διασημότητα διασφαλίζεται και μόνο με συνεντεύξεις, ενημερωτικά δημοσιεύματα και διαφήμιση. Στο πολιτισμικό πεδίο όμως, ο κριτικός είναι εταίρος απαραίτητος για τη μεταγενέστερη φήμη και την οριστική καλλιτεχνική καθιέρωση, η οποία και συναρτάται με την ένταξη ενός δημιουργού στην ιστορία του θεάτρου και τη συνακόλουθη «εγγραφή» του στη συλλογική μνήμη. Αν η θεατρική ειδησεογραφία οφείλει να καλύπτει κάθε είδος θεάματος, η κριτική επιλέγει. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν είναι αποδοκιμαστική, στην ουσία επικυρώνει με τη δημοσίευσή της ένα θεατρικό προϊόν, ξεχωρίζοντάς το ως σημαντικό και άξιο να κριθεί. Ας συνυπολογιστεί πόσο συχνά Δελτία Τύπου και θεατρικά βιογραφικά ενισχύονται με παραθέματα από επαινετικές κριτικές, ενώ και η κλισέ, εξόχως όμως αποκαλυπτική φράση «η παράσταση κέρδισε κοινό και κριτικούς» δεν σηματοδοτεί μόνο τη γενική αποδοχή ενός θεατρικού εγχειρήματος, αλλά υποδηλώνει επίσης πόσο απαιτητικός και ειδικού τύπου θεατής θεωρείται ο επαγγελματίας κριτικός.
Στη Θεσσαλονίκη, ο χώρος της κριτικής έχει ραγδαία μεταλλαχθεί και απαξιωθεί τα τελευταία χρόνια, όπως συνέβη πανελλαδικά αλλά και παγκοσμίως. Οι λόγοι είναι πολλοί, μεταξύ των οποίων και η υπερπροσφορά εξωθεσμικής κριτικής που έχουν συνεπιφέρει το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μερικές μόνο από τις συνιστώσες του νέου τοπίου είναι η ευκολία στη δημοσίευση, η μεγάλη αναγνωσιμότητα, η, αν και αμισθί, εκδημοκρατισμένη και όχι πλέον «μονοπωλιακή» άσκηση της κριτικής, αλλά ταυτόχρονα η δυσκολία στον εντοπισμό και τη διάκριση της αξιόλογης και αξιόπιστης γνώμης. Στην πράξη, η θεμιτότατη κριτική πολυφωνία και ενδεχομένως κάποιες σοβαρές φωνές ακυρώνονται από το ακατάσχετο κριτικό βουητό του κυβερνοχώρου. Οποιοσδήποτε μπορεί να αυτοχαρακτηριστεί «κριτικός» χρησιμοποιώντας ψηφιακό βήμα, δίχως να χρειάζεται, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, τη νομιμοποίηση του μέσου που τον προσλαμβάνει. Ακόμη και σε δημοφιλείς πολιτιστικές ιστοσελίδες της πόλης αφθονούν κείμενα άτεχνα, με γλωσσικά προβλήματα ή απλοϊκά, άλλοτε κατά συρροήν εκθειαστικά και χωρίς κριτήριο, άλλοτε δογματικά και γεμάτα εύκολους αφορισμούς, γραμμένα από συντάκτες που σπάνια πληρούν προαπαιτούμενα θεατρικής παιδείας, αρμοδιότητας και εμπειρίας. Συμμετοχικές και review-it-yourself πρακτικές, σε συνδυασμό με την υψηλή διάχυση που αστραπιαία εξασφαλίζουν τα social media, μετατρέπουν κάθε απλό θεατή σε εν δυνάμει κριτικό, ωστόσο τα κείμενα αυτά διαφέρουν ολοφάνερα, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επαγγελματικές εκδοχές τους: παραθέτουν απλώς εντυπώσεις, δεν διαθέτουν αναλυτική ή ερμηνευτική προοπτική, δεν αναπτύσσουν πειστικό επιχείρημα, ούτε τεκμηριώνουν τις θέσεις τους, δεν παρέχουν θεωρητική πλαισίωση, ούτε μπορούν να εντάξουν ένα εγχείρημα στο ευρύτερο θεατρικό γίγνεσθαι.
Αν ο θεσμικός ρόλος του κριτικού είναι να υποδέχεται το καινούργιο, να διαμορφώνει και να εξελίσσει το θεατρικό γούστο, εμποδίζοντάς το να απολιθωθεί, οι opinionistas του διαδικτύου συχνά απορρίπτουν αβασάνιστα ό,τι δεν κατανοούν, ή προκρίνουν εύπεπτα προϊόντα της δημοφιλούς θεατρικής κουλτούρας, υπηρετώντας έτσι την πολιτιστική αποτελμάτωση, τη σύγχυση και την άμβλυνση των κριτηρίων ποιότητας. Και φυσικά, ποτέ δεν στοχάζεται αυτή η κριτική τον εαυτό της, σε αντίθεση με την επαγγελματική, που διερωτάται και ανησυχεί για τον κριτικό λόγο (παράδειγμα η σχετική αρθρογραφία του Σ. Πατσαλίδη), ενώ, εντέλει, τείνει να αυτοεξουδετερώνεται όχι από την έλλειψη, αλλά, παραδόξως, από το πλεόνασμά της. Πιστεύω ότι, η σημασία μιας έγκριτης κριτικής και η ανάγκη να την ξεχωρίσουν από τις γενόσημες εκδοχές της τόσο το κοινό όσο και οι ίδιοι οι δημιουργοί, θα αποδειχθούν ακόμη πιο επείγουσες όσο το θεατρικό πεδίο γίνεται πιο σύνθετο και αλλάζει, όσο θα γίνεται αντιληπτό ότι η πραγματική κριτική μπορεί να υπερβαίνει τη μεμονωμένη θεατρική περίσταση, να εντοπίζει γενικότερες καλλιτεχνικές τάσεις, να οσφραίνεται τη δραματουργική και σκηνική καινοτομία, να παράγει ιδέες και εννοιολογικά πλαίσια, να συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής και του τόπου της, να προβλέπει.
Θα ήθελα να σημειώσω, στη συνέχεια, δυο ακόμη παραμέτρους που μπορούν να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται, αλλά και κρίνεται το θέατρο της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη έχει να κάνει με την εμφάνιση τα τελευταία χρόνια περισσότερων επαγγελματιών της θεατρικής επικοινωνίας, που συνεργάζονται με διάφορα σχήματα της πόλης. Αυτό καθόλου δεν ήταν αυτονόητο στο παρελθόν, αν εξαιρέσουμε το ΚΘΒΕ που διαθέτει από παλιά οργανωμένο γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων. Αποστολή τους, να διασφαλίζουν την έγκαιρη ενημέρωση των δημοσιογράφων και των κριτικών για επερχόμενα παραστασιακά γεγονότα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη γνωστοποίηση, τη μιντιακή κάλυψη και στον προγραμματισμό παρακολούθησης παραστάσεων (σημαντικότατο, ειδικά για τους κριτικούς που σπάνια βιοπορίζονται μόνο γράφοντας).
Η δεύτερη επισήμανση απορρέει από τη διδακτική μου εμπειρία στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, το οποίο περιλαμβάνει εδώ και χρόνια στο πρόγραμμά του το ειδικό μάθημα της «Κριτικής Ανάλυσης Παραστάσεων». Το εν λόγω μάθημα λειτουργεί ως δεξαμενή μελλοντικών κριτικών, έχει αναπάντεχα υψηλό ποσοστό παρακολούθησης και κάποιοι απόφοιτοί του έχουν ήδη περάσει στον χώρο της κριτικής. Ίσως όμως είναι σημαντικότερο, ότι ένα τέτοιο μάθημα δεν στοχεύει μόνο να εκπαιδεύσει νέους κριτικούς, αλλά παράλληλα να προετοιμάσει και να εξοπλίσει υποψιασμένους θεατές και αναγνώστες, που θα μπορούν να ξεχωρίσουν την ουσία από τον αφρό, τόσο στη σκηνή όσο και στην κριτική.
Ολοκληρώνοντας – προσωρινά βέβαια, γιατί το θέμα είναι ανεξάντλητο – δυο-τρεις σκέψεις-προτάσεις για την ενίσχυση της παρουσίας του θεάτρου και των ανθρώπων του στα ΜΜΕ, αλλά και για μια πιο δημιουργική, πιο αποδοτική σχέση με δημοσιογράφους και κριτικούς:
- Οι δημοσιογράφοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ να μην περιμένουν να συμβεί το θεατρικό γεγονός για να το καλύψουν, αλλά να το δημιουργούν οι ίδιοι. Πώς; Ενδεχομένως με πρωτότυπα άρθρα, έρευνες και αφιερώματα για την τέχνη της σκηνής που δεν έχουν απαραίτητα να κάνουν με την επικαιρότητα. Με την ίδια λογική, θα ήταν ευπρόσδεκτες οι συνεντεύξεις και τα πορτρέτα καλλιτεχνών, ακόμη και σε περιόδους που αυτοί δεν εμπλέκονται σε συγκεκριμένη παράσταση.
- Να ενισχυθεί ο κριτικός λόγος υπερβαίνοντας τις γραπτές εκδοχές του: για παράδειγμα, μια ραδιοφωνική, επώνυμη και live εκπομπή κριτικής δυνητικά θα ανανέωνε το είδος και θα μπορούσε να αξιοποιήσει στο μέγιστο τη ζωντανή, προφορική διάδραση και τις ωραίες εντάσεις της.
- Συστηματικής μορφής mentorship από τους παλαιότερους σε προσεκτικά επιλεγμένους, υποσχόμενους, νέους κριτικούς, ενδεχομένως σε διαγωνιστική βάση και με θεσμική υποστήριξη. Μια τέτοια πρακτική θα αναβάθμιζε τα φίλτρα και τα κριτήρια απασχόλησής τους σε παραδοσιακά και νέα μέσα, ενώ θα προωθούσε στοχευμένα τις αξιόλογες κριτικές φωνές.
Εν κατακλείδει, τί θα μπορούσε κάποιος να ευχηθεί για την υγεία του θεάτρου μας; Περισσότερες παραστάσεις που να μας εκπλήσσουν, επινοητική και ενισχυμένη θεατρική δημοσιογραφία και, κυρίως, κριτικούς που δεν γράφουν για να επηρεάσουν τις απόψεις των άλλων, αλλά για να ενθαρρύνουν τους άλλους να έχουν άποψη.
Βιβλιογραφία
Helbo, A. (2007), Le Théâtre: texte ou spectacle vivant?, Paris: Klincksieck.
Hudson, S. (2006), Writing about Theatre and Drama, Canada/United States: Wadsworth.
McDonald, R. (2007), The Death of the Critic, London/New York: Continuum.
Prédal, R. (1988), La Critique des spectacles, Paris: CFPJ.
Wardle, I. (1994), Theatre Criticism, London/New York: Routledge.
Zarhy-Levo, Y. (2001), The Theatrical Critic as Cultural Agent. Constructing Pinter, Orton and Stoppard as Absurdists Playwrights, New York: Peter Lang.
Το κείμενο είναι η επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στην ημερίδα «Η θεατρική Θεσσαλονίκη στον 21ο αιώνα: Προβλήματα και προοπτικές», η οποία διοργανώθηκε από την Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, σε συνεργασία με το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ και υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης (Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, 29 Απριλίου 2017).