ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΑΙΚΟΥ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ; vs ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ ΕΡΓΟ ΓΙΑ ΔΥΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ Ή Η ΚΡΑΥΓΗ

Συντάκτης: Δήμητρα Γρηγορέα
Συγγραφέας: Ανδρέας Στάικος

«Η γραφή γεννούσε αυτομάτως τη σκηνοθεσία τους και η σκηνοθεσία γεννούσε αυτομάτως τη γραφή τους. Σύγχυση ή ταύτιση της γραφής και της σκηνοθεσίας.» ήταν μια από τις πρώτες φράσεις που με είχαν εντυπωσιάσει τα πρώτα χρόνια της ακαδημαϊκής μου ενασχόλησης με το θέατρο, πριν 12 χρόνια. Προερχόταν από το στόμα του Ανδρέα Στάικου. Ο Στάικος δεν είναι ένας αδικημένος Έλληνας  θεατρικός συγγραφέας. Είναι δικαιωμένος κυρίως, γιατί προνόησε τα κάπως «ιδιότροπα» έργα του να είναι ο πρώτος που τα σκηνοθέτησε δίνοντας ερμηνεία σε τυχόν παρερμηνείες.  Τα έργα του είναι η ερμηνεία της έκφρασης «θέατρο μέσα στο θέατρο». Και για μένα που αμφισβήτησα το θέατρο από την πρώτη στιγμή (μου ασκεί γοητεία ή όχι, αποδέχομαι την αποστασιοποιημένη ερμηνεία ή την ρεαλιστική κ.α) ο συγκεκριμένος συγγραφέας αποτέλεσε ενδιαφέρουσα ανακάλυψη.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα αυτής της φιλοσοφίας αποτελεί η Κλυταιμνήστρα; ένα έργο για ντουέτο γυναικών, για δυο θεατρίνες που εισβάλλουν σε ένα χώρο -μάλλον αίθουσα πρόβας ή υποψήφια θεατρική σκηνή- για να «προβάρουν» μια σκηνή από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Η μια ερμηνεύει προφανώς την Κλυταιμνήστρα και η άλλη την Ηλέκτρα. Από την αρχή υπάρχει μια αμηχανία μεταξύ τους. Θυμούνται τα λόγια τους; Ή έχουν σημασία τα λόγια τους και αν δεν έχουν μήπως μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο κείμενο βασισμένο στη δική τους προσωπική-πραγματική σχέση και να «ξαναγράψουν» το έργο του αρχαίου συγγραφέα; 

 

ΗΛΕΚΤΡΑ: Και να ‘μαστε -πρόσωπο με πρόσωπο- οι δυο μας και σου χρωστάω μίσος και εκδίκηση -εκεί που σε πονάει εκεί- στην αχίλλειο πτέρνα της καρδιάς σου της άκαρδης -την πουτανιά σου, τον έρωτα δίχως έρωτα, εσένα- και να  ‘μαι -νέα, πιο νέα, τόσο νέα- σαν τότε που ήσουνα νέα -και σε ποθούσαν σαν το κρασί οι άνδρες, σαν τον πόθο σε ποθούσαν- σαν τις γυναίκες -όπως τώρα με ποθούν- Κατάλαβα καλά; Οι άνδρες δι’ εσέ απωλέσθησαν -Αύτανδρον εβυθίσθη των ερώτων το πλοίον- Και δι’ εμέ -ω, δι’ εμέ ένα στράτευμα- μάτσο -Ποια ναν’ αυτή; Αυτή μ’ εγώ- Ο έρως -εγώ για τις νύχτες της νύχτας τους- Πηγή της πληγής των -Γέφυρα προς τας απολαύσεις μετάγουσα- Κλίνη βασταζουσα επί μοιχείας -Θύρα σεπτού μυστηρίου δι’ ης ηνοίχθη παράδεισος- Ειδώλου δόλος -όχι τι; […]

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Κακόμοιρο πλάσμα -Δέξου κ’ εσύ την εκδίκησή μου και το μίσος- εκεί που σε πονάει -στον έρωτα, εσένα που σ’ αγγίζει, τον αληθινό, μεγάλο έρωτα που δεν έζησες ποτέ κι έζησα εγώ -τον έζησα- έζησα εγώ -το μεσημέρι τ’ αφόρητο και πολυαγαπημένο- δίχως ήλιο -ο ήλιος απ’ τον ήλιο είχε καεί- δίχως φεγγάρι -το φεγγάρι στην κάμαρά μας είχε μπει- φεγγάρι, σαν τα γατιά με τα σεντόνια μας έπαιζες -κι εσύ- κάτι που συ ψιθύρισες -κάτι τέτοιο- κάτι τι -κάτι γιασεμί-  Ω χέρια ανοιχτά -χέρια κλειστά- […][1]

 

Αν κάποιος διαβάσει το παραπάνω κείμενο πολύ βιαστικά και δεν είναι και γνώστης του γνήσιου έργου του Σοφοκλή πιθανά και να πιστέψει ότι οι θεατρίνες απαγγέλουν το αρχαίο κείμενο σε κάποια ενδιαφέρουσα μετάφραση. Κι όμως ο ποιητής Στάικος δημιουργεί ένα νέο κείμενο γοητευτικά βασανιστικό και ψυχεδελικό, ένα παραλήρημα, που μπλέκει τόσο όμορφα την αλήθεια με το φανταστικό. «Ερμηνεύουν» τις ηρωίδες τους ή «είναι» αυτές οι ηρωίδες; Μπρεχτ ή Στανισλάβσκι; Η ιστορία παραποιείται, το τραγικό ύφος παραμένει, ενώ οι σχέσεις υφαίνονται μέσα από την πραγματική σχέση των δυο γυναικών.

 

Σύμφωνα με την βιβλιογραφία το συγκεκριμένο έργο του Στάικου γράφτηκε το 1974. Το 1967 σε αμερικανική θεατρική σκηνή παρουσιάζεται το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς Η κραυγή (προτιμώ τον εσωτερικό τίτλο Έργο για δυο χαρακτήρες). Δύο αδέλφια, ηθοποιοί, ο Φελίς και η Κλερ. Λίγο πριν ανοίξει η αυλαία, σε κάποιο «θέατρο μιας άγνωστης επαρχίας» όπου παίζουν, τους εγκαταλείπει ο θίασός τους και αποφασίζουν να παίξουν το «Έργο για Δύο», ένα έργο αυτοσχεδιαστικό και πολύ προσωπικό. Καθώς ο Φελίς δεν ξέρει πώς τελειώνει το έργο και η Κλερ δεν θυμάται τις ατάκες της, αναγκάζονται να το συμπληρώσουν και να το εξελίξουν κατά τη διάρκεια της παράστασης.  Σε συνέντευξή της η ηθοποιός Αθηνά Μαξίμου, η οποία πρωταγωνίστησε στην πιο πρόσφατη ελληνική εκδοχή του έργου (και το μετέφρασε από κοινού με την σκηνοθέτιδα Έλλη Παπακωνσταντίνου) δήλωσε το εξής: «Έχει τεράστιο ενδιαφέρον η Κραυγή για έναν ηθοποιό, γιατί τίθενται ολόκληρα και απερίφραστα τα σημαντικότερα ερωτήματα της τέχνης που λέγεται “θέατρο”.”Πόσο άραγε ένας ηθοποιός αλλάζει υποδυόμενος κάποιον άλλον; Πόσο μέσα από έναν ρόλο ο ηθοποιός αφηγείται μια δική του προσωπική ιστορία με λόγια άλλου; Τι ή ποια είναι αυτή η λεπτή γραμμή που ξεχωρίζει το θεατρικό – φανταστικό από τη ζωή – πραγματικότητα; Πόσο μπορεί κανείς να πει πως η θεατρική συνθήκη είναι μια μορφή τρέλας ή πόσο είναι μια εκλογίκευση της τρέλας.” Αυτό ακριβώς είναι το θέμα που φαίνεται να απασχολεί το ντουέτο του Τένεσι Ουίλιαμς σχεδόν την ίδια περίοδο που απασχολεί και τον γαλλομαθή Έλληνα Ανδρέα Στάικο.

 

Και στα δυο έργα  το φαίνεσθαι της κοινωνίας παρουσιάζεται με ένα «υπόγειο» τρόπο στον θεατή. Σαν την ιστορία που πλάθουν τα μικρά παιδιά με τον «φανταστικό φίλο». Οι ήρωες των δύο έργων δημιουργούν ένα φανταστικό περίβλημα υπό την προστασία του «κάνουμε θέατρο», για να πουν φωνακτά όλα όσα τους βασανίζουν, που είναι πολλά και σκληρά (ενδεικτικά τα άσχημα παιδικά χρόνια, η εξάρτηση με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, οι ψυχικές διαταραχές, η μοιχεία, oi σεξουαλικές επιλογές). Το τέλος της Ηλέκτρας – Κλυταιμνήστρας βρίσκει τις ηρωίδες εξαντλημένες σε ένα άδειο θέατρο που μοιάζει με φέρετρο, όπως συνέβη και στις πραγματικές ηρωίδες που ερμήνευσαν. Το ίδιο ακριβώς τέλος συναντάμε και στην Κραυγή

 

Και τώρα φανταστείτε πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτά τα  έργα για ένα σκηνοθέτη ή για έναν ηθοποιό; Πόσο χρήσιμη άσκηση θα ήταν να δοκίμαζαν δυο ηθοποιοί να αποδομήσουν ένα έργο, μια σκηνή αλλάζοντας τα λόγια του συγγραφέα και επιλέγοντας να χρησιμοποιήσουν φράσεις που να αφορούν την δική τους πραγματικότητα; Το θέατρο γίνεται βαθιά συγκινητική εμπειρία όταν συγκλίνει και τελικά μπερδεύεται με τη ζωή. «Όταν μια παράσταση παίζεται επειδή υπάρχει απόλυτη ανάγκη, τότε μόνο είναι καλή». (Κλαιρ, Κραυγή). 

 

Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του GPP και του ΠΕΣΥΘ.

 

Η Δήμητρα Γρηγορέα είναι απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών Αθήνας. Σπούδασε στην Ανωτέρα Δραματική Σχολή Ράμπα. Έλαβε υποτροφίες από το Μέγαρο Μουσικής και το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης  για μεταπτυχιακές σπουδές Διεύθυνσης Σκηνής. Αποφοίτησε με άριστα από το Μiddlesex University of London – Μountview Academy of Theatre Arts με μεταπτυχιακό τίτλο Διεύθυνσης Σκηνής, Φωτισμών, Ήχου και Σκηνογραφίας (ΜΑ in Technical Theatre). Tο2010 ξεκίνησε μεταπτυχιακή έρευνα  με θέμα την Συμβολή της Τεχνολογίας στην Τέχνη. Εργάστηκε ως οδηγός σκηνής στην Λυρική Σκηνή, στην British Youth Opera, στο Μέγαρο Μουσικής, στους Ολυμπιακους αγώνες του 2004 καθώς και ως Stage Manager σε σκηνές του Λονδίνου. Είναι υπεύθυνη για την οργάνωση και εκτέλεση παραγωγής πολλών μουσικών φεστιβάλ, παραστάσεων και συναυλιών. Διδάσκει πολιτιστική διαχείριση, θεατρικό φωτισμό και ηχοληψία στην ιδιωτική εκπαίδευση.

 


[1] Απόσπασμα του έργου δημοσιεύεται στον τόμο: Ανδρέας Στάικος: Φτερά στρουθοκαμήλου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο