Η Μέρα Μετά: Τάσος Αλατζάς

Τον ήλιο μητέρα… τον ήλιο!!!

( Βρικόλακες, Henrik Ibsen )

 

Πήρε το καλαθάκι του, ένα μικρό μαξιλάρι και ξεκίνησε. Δεν θα πήγαινε μακριά.

– Μια βόλτα αγαπούλα μου, εδώ γύρω. Μην ανησυχείς, σε μία ωρίτσα θα είμαι πίσω.

Βγήκε από την αυλόπορτα, κοίταξε για λίγο προς το σπίτι και έφυγε.

Κατηφόρισε το δρόμο προς τη θάλασσα. Ήταν έρημος, σκονισμένος και ήσυχα όμορφος.

Όχι, ήταν έρημος γιατί έκαναν έργα για τον υπόνομο.

Περπατούσε και σκεφτόταν.

– Σε τι θα ωφελήσουν άραγε;

Δεν ήθελε να είναι απαισιόδοξος, παρόλο που τον βασάνιζε εδώ και αρκετό καιρό η αρρώστια.

Όχι! Όχι, δεν είναι καρκίνος. Σταμάτα σου λέω. Όχι, δεν είναι καρκίνος. Η ψυχή, ξέρεις, όταν

αρρωστ…

Τί έλεγα; Α..

Κατέβηκε λοιπόν το δρόμο, πέρασε μπροστά από τα άδεια καταστήματα και επιτάχυνε το βήμα του.

Ήθελε να φτάσει γρήγορα.

Δεν αντέχεται αυτή η ήσυχη ομορφιά. Περπατούσε αρκετή ώρα.

-Έλα λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα και όλα θα σβήσουν, θα χαθούν, έλεγε στον εαυτό του και τα πνευμόνια του γέμιζαν αέρα. Καθαρό, φρέσκο αέρα.

Δεν έβηχε. Δεν αισθανόταν κόπωση. Φτάνει επιτέλους!

Και έφτασε, πρόλαβε.

Ήταν εκεί να αντικρίσει το απόλυτο. Στην πιο κατάλληλη ώρα.

Έβαλε το μαξιλαράκι του σε έναν βράχο και κάθισε. Τα γόνατά του είχαν λυθεί.

Όχι, από την κούραση. Από αυτό που αντίκρισε.

Μπροστά του απλωνόταν η θάλασσα, ήρεμη και γαλάζια.

Λουσμένη από τον ήλιο.

Σε λίγο θα βασιλέψει.

Έβγαλε από το καλαθάκι του ένα ποτήρι.

Το ακούμπησε στην ζεστή πέτρα.

Έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί και κέρασε τον εαυτό του.

Ύψωσε το ποτήρι του και είπε: Α, ρε κερατά ήλιε! Σε ζηλεύω!

Το φως του ήλιου πέρασε από το υψωμένο ποτήρι και έριξε το βαθύ κόκκινο χρώμα του στα μάτια του.

Ίδιο χρώμα με αυτό του ορίζοντα, που τον έσκιζε το πύρινο θαύμα.

– Καλό ταξίδι ρε κερατά! Καλό ταξίδι!

Έφερε το ποτήρι στα χείλια του. Το κρασί πλημμύρισε τα σωθικά του.

Σηκώθηκε, πήρε το μαξιλαράκι και το καλαθάκι του και κατηφόρισε στο δρόμο της επιστροφής.

Στη διαδρομή για το σπίτι του τίποτα δεν είχε αλλάξει. Πάντα αυτή η σιωπή.

Μόνο τα δάκρυά του, που έτρεχαν από τα χαμογελαστά του μάτια, χαλούσαν την σιωπή.

Μπήκε στο σπίτι του.

– Που ήσουν μπαμπά;

– Είχα πάει να πιω τον ήλιο, αγάπη μου!

– Και η μέρα μετά δεν θα έχει ήλιο μπαμπά;

– Θα έχει αγαπούλα μου! Θα έχει έναν ζεστό και φωτεινό καινούργιο ήλιο!!!

Μετάβαση στο περιεχόμενο