Πριν ένα χρόνο ξύπνησα από έναν εφιάλτη. Αυτός που κοιμόταν πλάι μου με ρώτησε τι έπαθα.
«Είδα στον ύπνο μου ότι κάτι έγινε, δε ξέρω τι και δε μπορούσα πια να πάω στους δικούς μου» απάντησα αλαφιασμένη.
«Κοιμήσου» μουρμούρισε βαρύθυμος.
Μέσα στη μέρα, έφερνα ξανά και ξανά στο νου το κακό όνειρο κι ήθελα να το ξορκίσω με κουβέντα.
«Πες ότι κάτι γίνεται και σταματούν οι συγκοινωνίες, πες ότι δεν υπάρχουν πια καύσιμα. Δε θα μπορούσα πια να ταξιδέψω από την Αθήνα ως την Κρήτη να τους δω…» του έλεγα λυπημένη πρώτη φορά συνειδητοποιώντας πόσο μακριά τους ζω.
«Σιγά ρε, δε θα βρισκόταν ένας τρόπος να πας;»
«Πες ότι κάτι γινόταν… Μας χωρίζει ένα ολόκληρο πέλαγο.»
«Καλά, υπερβολές. Πρέπει να φύγω» είπε βιαστικά.
Τον περίμεναν οι γονείς του, δυο τετράγωνα πιο πάνω, να φάνε μεσημεριανό, όπως κάθε μέρα.
Ο καιρός πέρασε.
Η Κίρκη ξέχασε να του λύσει τα μάγια. Ακόμη γουρούνι είναι.
Όσο για μένα, φόρεσα την ψαρίσια μου ουρά και κολυμπάω γραμμή για την αγάπη.