Η εποχή της αγαύης και της νυχτερίδας
Προτού αναγκαστούν να κρυφτούν στις σπηλιές, οι άνθρωποι προσπάθησαν να εξοντώσουν τις νυχτερίδες γιατί η νύχτα έφτασε μ’ αυτές. Γρήγορα κατάλαβαν πως αυτή τη μάχη δεν θα την κερδίσουν. Οι νυχτερίδες έμοιαζε να έχουν έναν πανίσχυρο αόρατο σύμμαχο που στάθηκε αδύνατο να βρουν. Οι άνθρωποι κατέφυγαν στα λαγούμια.
Κάποια στιγμή, ο κόσμος θα ξυπνήσει από την τρέχουσα νύχτα. Θα βγει μουδιασμένος από τις σπηλιές όπου κρύβεται. Διστακτικοί στην αρχή, έπειτα με περισσότερο θάρρος, οι άνθρωποι θα περπατήσουν ξανά στις πόλεις. Θα τολμήσουν να διασχίσουν και πάλι τους αγρούς. Έκπληκτοι, είτε στην πόλη είτε στον αγρό, θα βρεθούν περιτριγυρισμένοι από μια θάλασσα αγαύες. Λίγο μετά την αυγή που θα σημάνει το τέλος του φόβου, οι αγαύες θα γέρνουν ανθισμένες. Δροσερό, στις πρώτες ώρες εκείνης της μέρας, το άνθος τους θα λάμψει ως σφραγίδα της νέας ανακωχής.
Όταν συνηθίσουν τα μάτια τους στο φως του ήλιου, οι άνθρωποι θα κοιτάξουν πιο προσεχτικά την ανθισμένη θάλασσα. Θα δουν τις νυχτερίδες να κοιμούνται βαθιά μέσα στο άνθος, γαλήνιες, χορτασμένες από το ολονύχτιο φαγοπότι με τη γύρη της αγαύης. Η επιστήμη από πάντα ήξερε για τη συμβιωτική τους σχέση, μα οι άνθρωποι ξέχασαν. Μπροστά στα μάτια τους θα αποκαλυφθεί ο προαιώνιος φίλος της νυχτερίδας. Ταπεινωμένοι, οι άνθρωποι θα πουν «Ο Θεός δεν είναι ίδιος για όλους, μα είμαστε όλοι ίδιοι για τον Θεό.»