Ο Χρήστος Καλμαντής, είναι ο συγγραφέας του DemonStraitor ενός σύγχρονου έργου με βαθιές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, με το θέμα της προσωπικής επαναστατικότητας και αντίστασης να κυριαρχεί. Τον συναντήσαμε με αφορμή τις παραστάσεις του έργου έως και τις 6 Δεκεμβρίου, στο θέατρο Αγγέλων Βήμα στο πλαίσιο του 3ου Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού θεατρικού έργου 21ου αιώνα υπό τη διεύθυνση της συγγραφέα Λείας Βιτάλη.
Φιλόλογος, με μεταπτυχιακές σπουδές στην επικοινωνία και τη συγγραφή σεναρίου αλλά με αξιοσημείωτη εκπαίδευση στο θέατρο. Πότε ήρθατε σε επαφή με το θέατρο για πρώτη φορά και τι ήταν αυτό που σας κέρδισε;
Γεννήθηκα και έζησα τα μαθητικά μου χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη, συνεπώς η επαφή μου με το θέατρο κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου υπήρξε μάλλον αποσπασματική. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η μικρή και αποσπασματική επαφή, σε συνδυασμό και με τα όσα σχετικά διδάχτηκα στο σχολείο, ήταν μάλλον αρκετή για να συνειδητοποιήσω από πολύ νωρίς πως επρόκειτο για ένα χώρο με μια πολύ ιδιαίτερη «μαγεία». Η ουσιαστική γνωριμία μου αλλά και η πρακτική επαφή μου με το θέατρο ξεκίνησαν κατά τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της φοίτησής μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Πέραν του ότι ο θεατρικός λόγος (αρχαίος και σύγχρονος) βρισκόταν συχνότατα στο επίκεντρο των φιλολογικών σπουδών μου, το θέατρο είχε κεντρική θέση και στις γενικότερες δραστηριότητές μου. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων στη Θεσσαλονίκη είδα πολύ και καλό θέατρο, έκανα τις πρώτες συγγραφικές μου απόπειρες, αλλά και ασχολήθηκα ενεργά με τη θεατρική πράξη. Θυμάμαι ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα, από το πρώτο κιόλας έτος της φοίτησης μου στη Φιλοσοφική του Αριστοτελείου, ήταν να ενταχθώ στη θεατρική ομάδα της σχολής μου, μια ομάδα με επαγγελματία σκηνοθέτη και με απολύτως επαγγελματική συνείδηση όσον αφορά στην αντιμετώπιση της θεατρικής τέχνης. Ο «σπόρος» είχε πια πέσει. Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι με είχε κερδίσει εντελώς αυτή η μαγική δυνατότητα του θεάτρου να δημιουργεί αλλά και να «ζωντανεύει» παράλληλους κόσμους, εμπλουτίζοντας τη χρονικά περιορισμένη ανθρώπινη ζωή αλλά και τη συνείδησή μας με νοητικές και αισθητικές εμπειρίες που θα χρειάζονταν πολλές ζωές μαζί για να τις ζήσει κανείς σ’ αυτό που ονομάζουμε «πραγματική ζωή».
Ποια ιδιότητά σας στο χώρο του θεάτρου (ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης) αγαπάτε περισσότερο και γιατί;
Με την υποκριτική, τη θεατρική σκηνοθεσία αλλά και τη θεατρική γραφή ασχολήθηκα συστηματικά μετά το τέλος των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη, όταν πλέον εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αθήνα. Παράλληλα με τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στην εφαρμοσμένη επικοινωνία αλλά και την επαγγελματική ενασχόλησή μου με τη διδασκαλία της ελληνικής και φιλολογίας στη μέση εκπαίδευση, είχα την τύχη (αν και επρόκειτο μάλλον για αποτέλεσμα συστηματικής επιδίωξης από την πλευρά μου) να μαθητεύσω δίπλα σε πολύ σημαντικούς δασκάλους θεατρικής υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Τέλος, πήρα μέρος και σε εργαστήρια θεατρικής γραφής γνωστών θεατρικών συγγραφέων που σίγουρα με βοήθησαν στο να βρω τη δική μου «θεατρική φωνή», αν και το τελευταίο αποτελεί μια διαδικασία που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως πρέπει να είναι πιστεύω σε κάθε συγγραφέα. Επειδή λοιπόν τα παραπάνω αποτελούν κατά τη γνώμη μου τρεις βασικές συνιστώσες της σύνθετης και πολυδιάστατης εμπειρίας που ονομάζουμε «θέατρο», πρέπει να πω ότι αγαπάω το καθένα τους με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους. Η σκηνοθεσία αποτελεί για μένα την πιο πρόσφατη απ’ τις παραπάνω ενασχολήσεις και η υποκριτική την πιο παλιά. Ωστόσο η συγγραφή, μια διαδικασία λυτρωτική και καταδυναστευτική ταυτόχρονα, είναι για μένα ό,τι πιο κοντινό στην «απόλυτη» θεατρική δημιουργία, σ’ αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς ένα ολόκληρο «σύμπαν» και μετά είσαι υπεύθυνος για να του δώσεις λόγο ύπαρξης πάνω στη σκηνή. Αυτό από μόνο του αρκεί για να δώσει στη συγγραφή μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, όσον αφορά στη θεατρική πράξη.
Έχετε συνεργαστεί στη συγγραφή έργων και με συναδέλφους σας, αλλά έχετε παρουσιάσει και δικά σας έργα. Ποια διαδικασία απολαμβάνετε περισσότερο;
Όπως προανέφερα, η συνεργασία με άλλους συγγραφείς αφορά κυρίως στη συμμετοχή μου στα επαγγελματικά εργαστήριά τους με αντικείμενο τη θεατρική γραφή, μέσω των οποίων έμαθα αναμφίβολα πάρα πολλά και κυρίως ασκήθηκα στο βασικότερο που κατά τη γνώμη μου πρέπει να έχει πάντα υπ’ όψιν του ένας συγγραφέας, θεατρικός ή μη: στο να βρω τη δική μου, ιδιαίτερη «φωνή», να ξεκαθαρίσω ποιο θέλω να είναι τα δικό μου «στίγμα» στο θεατρική παραγωγή, αλλά και με ποιο ιδιαίτερο «στιλ γραφής» θα κάνω σαφές αυτό το στίγμα. Έτσι κι αλλιώς, όπως γνωρίζω κι εγώ ως δάσκαλος σε ένα διαφορετικό αλλά όχι και τόσο «μακρινό» από το θέατρο αντικείμενο – αυτό της φιλολογίας – ο καλύτερος τρόπος να διδαχτείς από κάποιον δεν είναι τόσο το να μάθεις τι πρέπει να κάνεις, όσο το να εμπεδώσεις τι πρέπει να αποφεύγεις. Το τι θα γράψεις και πώς θα το γράψεις οφείλεις τελικά να το βρεις μόνος σου, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο πειραματισμών και μέσω μιας μάλλον επίπονης διαδικασίας «δοκιμής και λάθους». Η συγγραφή είναι μια σαφώς μοναχική διαδικασία, υπό την έννοια ότι υπό όποιες συνθήκες κι αν γράφεις, τελικά πρόκειται και για μια αναμέτρηση μεταξύ του εαυτού σου και της λευκής σελίδας απέναντί σου που οφείλεις να γεμίσεις. Όσο κι αν πρόκειται για μια πορεία μοναχική και συχνά επίπονη, στο τέλος της διαδικασίας η αίσθηση του ότι δημιούργησες από το μηδέν έναν ολόκληρο κόσμο με ολοκληρωμένους και ευδιάκριτους ανθρώπινους χαρακτήρες μέσα του σίγουρα σου δίνει μεγάλη ικανοποίηση και αισθητική – καλλιτεχνική απόλαυση.
Το DemonStraitor, είναι ένα έργο σύγχρονο, κοινωνικό και πολιτικό. Έχετε ως στόχο μέσα από τα έργα σας την αφύπνιση των θεατών;
Αναμφίβολα το να στοχεύεις στην «αφύπνιση» των θεατών του έργου σου είναι ένας πολύ φιλόδοξος στόχος που τίθεται συχνά από όσους γράφουμε και ειδικά θέατρο, ωστόσο πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός ώστε να μη θέτει υπερβολικούς στόχους. Εγώ θα έλεγα απλώς ότι γενικότερα πιστεύω στη δύναμη του θεατρικού λόγου και στην ικανότητά του να προσφέρει παρηγοριά αλλά και «τροφή για σκέψη», ειδικά στη σημερινή δύσκολη και μπερδεμένη εποχή μας. Με αυτό ως βασική αρχή, θέλω να πιστεύω πως μέσα από το «DemonStraitor» τίθενται κάποια πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα τα οποία έχουν να κάνουν κυρίως με την ανθρώπινη φύση στη διαχρονική της μορφή. Πιστεύω λοιπόν (κι αυτό ενισχύεται από την ανατροφοδότηση που λαμβάνω απ’ όσους μου μιλάνε για την παράσταση που είδαν) πως το κοινό φεύγει από την παράστασή μας αρκετά επηρεασμένο και προβληματισμένο κι αυτό από μόνο του αποτελεί αναμφίβολα ένα καλό «βήμα» προς αυτό που θα ονομάζαμε «αφύπνιση». Εξάλλου, το θέατρο, όπως και κάθε μορφή τέχνης γενικότερα, οφείλει μόνο να μας θέτει ορισμένα ερωτήματα, μεγεθύνοντας ή και φωτίζοντας διαφορετικά τα όσα μας προβληματίζουν στη ζωή μας. Ωστόσο, τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά οφείλουμε να τις δώσουμε εμείς στον εαυτό μας, αφού είναι σίγουρο ότι κανείς άλλος δε μπορεί να το κάνει για μας.
Στα έργα σας, και πιο συγκεκριμένα στο DemonStraitor, υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία; Ποια η γνώμη σας για την προδοσία, πολιτική ή κοινωνική και επιτυγχάνεται τελικά μέσω της διαδήλωσης η αφύπνιση;
Όλοι ανεξαιρέτως οι χαρακτήρες του έργου μου αντανακλούν πλευρές του εαυτού μου, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο. Βεβαίως, αυτό δε σημαίνει ότι έχω βιώσει εγώ προσωπικά τις ιστορίες τους. Σημαίνει όμως ότι εκφράζουν όλοι τους σκέψεις μου, προβληματισμούς μου, συναισθήματά μου, αλλά και ορισμένες καταστάσεις που γνώρισα από πολύ κοντά, βλέποντας άλλους ανθρώπους (κοντινούς μου ή μη) να τις βιώνουν σε δεδομένες στιγμές, στο παρελθόν ή πρόσφατα. Πιστεύω εξάλλου ότι όποιος φιλοδοξεί να αρθρώσει θεατρικό λόγο για οτιδήποτε οφείλει πρώτα απ’ όλα να ερευνήσει αυτό για το οποίο πρόκειται να γράψει, απ’ όσο κοντινότερη απόσταση γίνεται. Εφαρμόζοντας σε μεγάλο βαθμό και στη συγγραφή τις αρχές της «Μεθόδου» που διδάχτηκα από σημαντικούς δασκάλους μου της υποκριτικής τέχνης και που εφαρμόζω πιστά όταν προσπαθώ να «πλάσω» ένα χαρακτήρα πάνω στη σκηνή όταν βρίσκομαι εκεί υπό την ιδιότητα του ηθοποιού, όταν με ενδιαφέρει να γράψω για κάποιο θέμα το ερευνώ όσο περισσότερο αλλά και από όσο κοντινότερη απόσταση γίνεται, έτσι ώστε να γίνει σε κάποιο βαθμό «βίωμά» μου. Όπως έχω αναφέρει ξανά, χαρακτηριστικότερη αυτού που περιγράφω είναι η περίπτωση της μιας από τις ιστορίες του έργου που φέρει τον τίτλο «Victory Platz». Είναι η πιο πρόσφατη απ’ όλες τις ιστορίες και γράφτηκε κυριολεκτικά μέσα σε μια μέρα, την 1η Ιανουαρίου 2016. Το προηγούμενο βράδυ, δηλαδή το βράδυ της πρωτοχρονιάς, το πέρασα (μέσω μιας κοινωνικής δράσης στην οποία συμμετείχα) στην πλατεία Βικτωρίας που, όπως όλοι θυμόμαστε, εκείνη την εποχή ήταν κυριολεκτικά γεμάτη άστεγους μετανάστες. Όταν γύρισα σπίτι είχα ήδη έτοιμη στο μυαλό μου την ιστορία των δύο αδελφών που συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια στη συγκεκριμένη πλατεία, ένα βράδυ πρωτοχρονιάς. Πρόκειται για μια ιστορία που αν και δεν έχω βιώσει ποτέ προσωπικά – ευτυχώς – αισθάνομαι πραγματικά πολύ «δική μου». Όσον αφορά στην προδοσία και τις πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις της, θέλω να πιστεύω ότι μέσα από το «DemonStraitor» τίθενται κάποια πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Συγκεκριμένα, αφορούν στη διαχρονική και αναπόφευκτη πιστεύω τάση της να «προδίδει» διαρκώς τον εσωτερικό «δαίμονά» της, δηλαδή την ίδια της τη συνείδηση αν ανατρέξουμε στην αρχαιοελληνική χρήση του συγκεκριμένου όρου (δικαιολογώντας έτσι και το λογοπαίγνιο που επέλεξα για τίτλο του έργου). Όπως ξέρουμε όλοι, ζούμε σε μια εποχή κυνική και «αντιηρωική» όπου ειδικά σε πολιτικό επίπεδο πολλά καθιερωμένα «σύμβολα» και αξίες του παρελθόντος έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει, συνεπώς η προδοσία είναι πιστεύω ιδιαιτέρως «παρούσα» στη ζωή μας κατά τα τελευταία χρόνια, σε πολιτικό και όχι μόνο επίπεδο. Σίγουρα μια ή περισσότερες διαδηλώσεις δεν επαρκούν από μόνες τους για να συντελεστεί η πολυπόθητη «αφύπνιση». Αποτελούν ωστόσο μια μορφή ενεργούς «ψυχοδυναμικής αντίδρασης» που εμπερικλείει απολύτως «ιερές» κατά τη γνώμη μου πολιτικές έννοιες, όπως είναι αυτές της «διαμαρτυρίας» και της «αντίστασης», ακόμη κι όταν μια διαδήλωση μπορεί να έχει ακόμη και καθαρά ερωτικά κίνητρα, όπως ακριβώς περιγράφεται με χιουμοριστικό τρόπο σε μια από τις ιστορίες του έργου. Πιστεύω, ότι αυτή η «ιερότητα» παραμένει πάντα παρούσα, ακόμη κι όταν αυτές οι διαδηλώσεις και γενικότερες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κινούνται στο μεταίχμιο της αμφιβολίας αλλά και της προδοσίας, πολιτικής και προσωπικής. Μάλιστα αυτή ακριβώς την αίσθηση της «αιώρησης» των ηρώων του έργου σ’ αυτή τη «γκρίζα ζώνη» της αμφιβολίας αλλά και της καθαρά ανθρώπινης θλίψης που είναι ωστόσο αναμεμειγμένη με ελπίδα κατόρθωσε να αποδώσει με την εύστοχη σκηνοθεσία του ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Παπαγιάννης, ενώ υποστηρίζεται άψογα και σε επίπεδο ερμηνείας από τους πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς μας, δηλαδή τους Κωνσταντίνο Εξαρχόπουλο, Μαγδαλένα Κεραμάρη, Στέφανο Λώλο και Σίσσυ Χάιντ.
Από πού αντλείτε έμπνευση για τα έργα σας;
Είμαι κατηγορηματικά υπέρ της άποψης ότι όταν ασχολείσαι σοβαρά με τη συγγραφή – αλλά και με οποιαδήποτε μορφή τέχνης γενικότερα – δε γίνεται να περιμένεις πότε «θα σου έρθει η έμπνευση», κατά το τόσο διαδεδομένο αλλά και εντελώς ανεδαφικό κλισέ. Οφείλεις εσύ να πας και να τη συναντήσεις. Να την ψάξεις παντού. Ακόμη και να τη δημιουργήσεις, προσφέροντας στον εαυτό σου όλα τα ερεθίσματα που χρειάζεται για να προετοιμαστεί αυτή η «συνάντηση». Μια και μόνο βόλτα έξω στο δρόμο συνοδευόμενη βεβαίως από μια ιδιαίτερα προσεκτική ματιά (απαραίτητο προσόν στο θέατρο πιστεύω, είτε παίζεις, είτε γράφεις, πολύ περισσότερο αν κάνεις και τα δύο) αρκεί για να σου δείξει ότι κόσμος μας είναι πραγματικά γεμάτος ενδιαφέρουσες ιστορίες που περιμένουν να ειπωθούν, αρκεί να υπάρξει κάποιος που θα τις προσέξει, θα μπορέσει να τις «δει» πραγματικά. Πιστεύω πραγματικά ότι η διαρκής «κίνηση» (σε όλες τις μορφές της) και η ουσιαστική «ανάμειξη» με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους είναι οι καλύτερες «πηγές έμπνευσης». Ίσως φανεί περίεργο σε κάποιους αυτό που θα πω, αλλά επειδή τυχαίνει τα τελευταία χρόνια να είμαι φανατικός αστικός (και όχι μόνο) ποδηλάτης (για μια σειρά από λόγους που ίσως θα μπορούσαν να είναι το αντικείμενο μιας άλλης συνέντευξης), μπορώ να δηλώσω με βεβαιότητα ότι μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες για συγγραφή που είχα ποτέ μου έχουν προκύψει ενώ ποδηλατώ με την παρέα μου, γνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο άγνωστες σε μένα γειτονιές της Αθήνας ή και περιοχές εκτός Αττικής. «Έμπνευση εν κινήσει» λοιπόν που όσο κι αν ακούγεται κάπως παράξενη ως ιδέα, στην περίπτωσή μου σίγουρα λειτουργεί.
Ποια η γνώμη σας για το ελληνικό θέατρο και ποια τα μελλοντικά σας σχέδια;
Πιστεύω πως το ελληνικό θέατρο χρειάζεται επειγόντως αυτό ακριβώς που χρειάζεται και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της: το «επόμενο βήμα»! Βιώνοντας κατά τα τελευταία χρόνια αυτή την πολύπλευρη και πολυεπίπεδη κρίση που μας ταλαιπωρεί όλους, έχω την αίσθηση ότι και το ελληνικό θέατρο έχει κυριολεκτικά «εγκλωβιστεί» σε αυτή (τόσο θεματολογικά όσο και αισθητικά) και μάλλον αρνείται να δει αλλά και να ακολουθήσει τις τάσεις που διαμορφώνουν το σύγχρονο θέατρο σε διεθνές επίπεδο. Σίγουρα η κρίση που βιώνει η ελληνική κοινωνία αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως πηγή έμπνευσης για μια σειρά από θεατρικά έργα κατά την τελευταία δεκαετία περίπου. Από ένα σημείο και μετά όμως αυτή η θεματολογική και όχι μόνο «αγκύλωση» σε ένα θεατρικό λόγο που αναλώνεται στην παρουσίαση των επιπτώσεων της κρίσης αρχίζει να παίρνει διαστάσεις ανακύκλωσης και – ακόμη χειρότερα – ομφαλοσκοπήσης (αθάνατη ελληνική συνήθεια…). Αισθάνεται πραγματικά κανείς την ανάγκη να φωνάξει «φτάνει πια!». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι διαχρονικά το θέατρο αποτελεί από τη φύση του μια μορφή τέχνης που «προαναγγέλλει» οτιδήποτε καινούργιο και διαφορετικό πρόκειται να επικρατήσει σε μια κοινωνία σε ιδεολογικό κυρίως επίπεδο, συνεπώς οφείλει να «οσμίζεται» αυτές τις νέες τάσεις μέσα από την έρευνα και τη διαρκή αναζήτηση, τόσο σε επίπεδο θεματολογίας, όσο και σε επίπεδο θεατρικής φόρμας. Με βάση αυτό το σκεπτικό λοιπόν, μπορώ να πω ότι κατά το άμεσο μέλλον σκοπεύω να εντείνω την ενασχόλησή μου με τη θεατρική γραφή, έχοντας πάντα ως προτεραιότητα την ανανέωση και του δικού μου θεατρικού λόγου τόσο σε επίπεδο γραφής και φόρμας (κάτι που ήδη προσπαθώ να κάνω με το έργο που γράφω αυτό τον καιρό), όσο και σε επίπεδο θεματολογίας, σε μια προσπάθεια να «αφουγκραστώ» κι εγώ και τις τάσεις που δείχνουν να διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο στο χώρο του θεάτρου.
Συνεντεύξεις