Τον γνώρισα αρκετά χρόνια πριν, φοιτητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν μπήκε στο γραφείο μου τη μέρα της γιορτής μου με ένα γλαστράκι βασιλικό στα χέρια. Συνδέθηκα μαζί του με βαθιά εκτίμηση καθώς ο φοιτητής που ήταν απέναντί μου ήταν και ένας ιδιαίτερα πετυχημένος γιατρός που δεν δίσταζε να μηδενίσει το κοντέρ και να ξαναρχίσει από την αρχή για να κυνηγήσει το όνειρό του. Τολμηρός, σκληρός μελετητητής, εργατικός μα πάντα με το χαμόγελο και με έμφυτη ευγένεια βήμα βήμα κατακτά τους στόχους του μοιράζοντας τη ζωή του μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Φέτος, κάνει την πρώτη του ολοκληρωμένη σκηνοθεσία στην Ελλάδα με το έργο Ποιο σώμα; των Κοσμά – Κονταξάκη που παρουσιάζεται στο Αγγέλων Βήμα, μια παράσταση που κερδίζει τις εντυπώσεις , δίνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον και δικαιώνει όσους πιστέψαμε στα όνειρά του.
Το έργο αυτό, φαντάζομαι πως υπήρξε μια διπλή πρόκληση για εσένα: Από τη μία ένα νέο κυπριακό έργο και από την άλλη ένα «δύσκολο», ευαίσθητο ζήτημα.
Έχω συνηθίσει, πλέον, να επικοινωνώ και να συνεργάζομαι άμεσα με θεατρικούς συγγραφείς και χαίρομαι ιδιαίτερα που το κάνω ξανά για ένα έργο γραμμένο στην ελληνική γλώσσα. Οι συγγραφείς, η Ελένη Κοσμά και η Κορίνα Κονταξάκη, εμπιστεύτηκαν την κρίση μου σχετικά με κάποια θέματα που κατά τη γνώμη μου δεν θα λειτουργούσαν στο ελληνικό κοινό, – καθώς το έργο γράφτηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά και με μεγάλη επιτυχία στην Κύπρο -, κι έτσι η πρόκληση του κυπριακού έργου νομίζω ότι αντιμετωπίστηκε πολύ επαρκώς. Όσο για το «δύσκολο» ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα του έργου, ήταν ουσιαστικά αυτό, η πρόκληση που εμπεριείχε, που με οδήγησε στο να πω αμέσως «ναι» στη συνεργασία αυτή. Η παράσταση που παρουσιάζεται στο Αγγέλων Βήμα αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη σκηνοθετική δουλειά μου στην Ελλάδα και αυτό που χαρακτήρισες «διπλή πρόκληση» υπήρξε για μένα το διπλό κίνητρο για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που πετύχαμε με τους συνεργάτες μου. Μια ομάδα πολύ ταλαντούχων ηθοποιών με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ, την Σελήνα, τον Γιώργο, την Ειρήνη και την Αριστέα, αλλά με και τους εξαίρετους συνεργάτες που υποστήριξαν την προσπάθεια αυτή, την Κατερίνα-Χριστίνα, την Άρτεμη, την Κάτια, τον Κρις, τον Βαγγέλη και τον Πάτροκλο. Τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου, γιατί αναγνώρισαν τις προκλήσεις και συμμερίστηκαν τις ιδέες μου.
Η διπλή σου ιδιότητα (σκηνοθέτη αλλά και γιατρού) πως λειτούργησε και πόσο σε βοήθησε στην προσέγγιση του έργου και την ανάγνωσή σου;
Η ιστορία που αφηγείται το έργο σχετίζεται με τη δυσφορία φύλου, ένα θέμα που με είχε απασχολήσει σε εκπαιδευτικό και ερευνητικό επίπεδο κατά την ενασχόλησή μου με την ιατρική, επειδή ένα τμήμα της αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της ιατρικής ειδικότητάς μου. Αυτή η προηγούμενη επαφή μου με το αντικείμενο επέτρεψε την ευκολότερη πρόσβαση σε υλικό που μας ήταν απαραίτητο για να προσεγγίσουμε με τους ηθοποιούς τους χαρακτήρες στις πρόβες, καθώς και την καλύτερη ανάλυση και επεξεργασία των πληροφοριών που αφορούσαν την ψυχιατρική, την ενδοκρινολογία και την πλαστική χειρουργική και είχαν άμεση συνάφεια με το θέμα και την πλοκή του έργου. Νομίζω ότι για το συγκεκριμένο έργο η διπλή μου ιδιότητα λειτούργησε ως ασφάλεια για τους προβληματισμούς όλης της ομάδας και σίγουρα ιντρίγκαρε κι εμένα περισσότερο για να αναλάβω τη σκηνοθεσία του έργου.
Πιστεύεις ότι το θέατρο μπορεί να μαλακώσει τις αντιλήψεις μας πάνω σε πολύ ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα;
Δεν ξέρω αν το θέατρο, γενικά, αποτελεί κομμάτι της ζωής μας για να διαμορφώνει τις αντιλήψεις μας και σίγουρα δεν ήταν αυτή η οπτική μου όταν ανέλαβα να σκηνοθετήσω το Ποιο Σώμα;. Θέλησα η παράσταση να λειτουργεί μάλλον ως φακός που θα φωτίσει μία κοινωνική πραγματικότητα, ένα ευαίσθητο ζήτημα που μπορεί να απασχολεί ανθρώπους και οικογένειες, αλλά επ’ ουδενί δεν είχα ως στόχο την ευαισθητοποίηση ή την παρουσίαση του «σωστού» που θα πρέπει να πράττει η κοινωνία και οι άνθρωποι. Πιστεύω ότι το θέατρο ίσως μπορεί να μας προετοιμάζει για να αντιμέτωπίζουμε τις πραγματικές συνθήκες και καταστάσεις της ζωής, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι η επαφή αυτού του τύπου οδηγεί πάντα σε μαλάκωμα των αντιλήψεων ή ότι αυτό είναι αναγκαστικά το ζητούμενο.
Ποια είναι η εμπειρία σου από τη συμμετοχή σου σε ένα φεστιβάλ ελληνικού έργου;
Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο θέατρο, αυτό που με ενδιέφερε κυρίως ήταν η δουλειά πάνω σε κλασικά κείμενα και η επαναδιαπραγμάτευσή τους μέσα από την προσωπική μου οπτική. Καθώς οι συνθήκες επέβαλαν, σ’ ένα βαθμό, τη συνεργασία μου με ζωντανούς συγγραφείς, ένιωσα πολύ γρήγορα τη δύναμη που σου δίνει η πραγματική συνομιλία με τον δημιουργό της πρώτης ύλης του θεάτρου και αναγνώρισα τις δυνατότητες που ανοίγει η συνομιλία αυτή για το ίδιο το θεατρικό έργο. Οι θεωρητικές σπουδές μου στη θεατρολογία σε συνδυασμό με την πρακτική μου ενασχόληση με τη σκηνοθεσία διευκολύνουν τη δουλειά μου πάνω στη δραματουργική επεξεργασία ενός κειμένου που προορίζεται για τη σκηνή και όταν κάτι τέτοιο γίνεται στο ίδιο τραπέζι με τον/την συγγραφέα, το αποτέλεσμα είναι απείρως καλύτερο απ’ ό,τι ο καθένας από τους δυο μας είχε ποτέ φανταστεί. Η συμμετοχή μου στο 2ο Φεστιβάλ Νεοελληνικού Έργου που οργανώνεται στο Αγγέλων Βήμα από τη Λεία Βιτάλη είχε ακριβώς αυτη την προσδοκία: τη στενή συνεργασία με νεοέλληνες συγγραφείς με σκοπό τη παρουσίαση ενός όσο το δυνατόν αρτιότερου καλλιτεχνικού αποτελέσματος, που να αναδεικνύει πρωτίστως τους νέους ανθρώπους που ασχολούνται με τη θεατρική συγγραφή και τελικά το σύγχρονο θεατρικό κείμενο που γράφεται στην ελληνική γλώσσα. Η Λεία Βιτάλη από την αρχή της συνεργασίας μας είδε με πολύ θετικό βλέμμα την άποψή μου αυτή κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που συντέλεσαν στην επιτυχημένη προετοιμασία της παράστασής μας για το φεστιβάλ.
Καθώς βρίσκεσαι μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας πως βλέπεις τα πράγματα θεατρικά; Ποιες είναι οι διαφορές, τα συν και πλην;
Δουλεύοντας στο Λονδίνο και στο χώρο της μικρής και μεσαίας κλίμακας θεατρικής παραγωγής παρατηρώ ότι οι συνθήκες είναι σε μεγάλο βαθμό όμοιες με αυτές της Ελλάδας: παραγωγές χαμηλού ή ελάχιστου κόστους, ηθοποιοί που πληρώνονται μόνο τα έξοδα μετακίνησής τους (που φυσικά στο Λονδίνο είναι πολύ ακριβότερα απ’ ό,τι στην Αθήνα) και εξωθεατρική εργασία όλων των ανθρώπων του θεάτρου για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα διαβίωσής τους. Παρόλα αυτά οι θεατρικοί χώροι είναι πολλοί, οι παραγωγές ακόμη περισσότερες, τα έργα ανεβαίνουν για μικρό χρονικό διάστημα, ακόμη και μόνο για μία εβδομάδα, δεν υπάρχουν αγκυλώσεις όσον αφορά τα θέματα ασφάλισης και φορολογίας κι έτσι η θεατρική κίνηση είναι ιδιαίτερα έντονη με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται συνεχώς νέα έργα, νέα πρόσωπα και νέες ομάδες. Οι συνθήκες αυτές είναι τελικά προς όφελος της εγχώριας δραματουργίας, μια και δίνεται χώρος σε πολλούς νέους συγγραφείς να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να παρουσιάσουν τα καινούργια θεατρικά έργα τους στο κοινό. Μια σημαντική διαφορά είναι η τιμή του εισιτηρίου, που είναι σαφώς ψηλότερη στο Λονδίνο, καθώς και η άγνοια της περίφημης «ατέλειας», αφού όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου πληρώνουν κανονικά εισιτήριο για να δουν παραστασεις στις οποίες δουλεύουν φίλοι και συνάδελφοί τους. Μπορώ να εντοπίσω μια ακόμη ουσιαστική διαφορά στον προγραματισμό και την οργάνωση του χρόνου, που επειδή αναγνωρίζεται ως σημαντικός για όλους τους συντελεστές, δεν σπαταλιέται σε άσκοπες καθυστερήσεις και χαμένες ώρες: όσοι έρχονται στην πρόβα, δουλεύουν κανονικά για όλο το διάστημα που βρίσκονται εκεί με συγκεκριμένα διαλείμματα και πλάνο εργασίας κάθε φορά. Ένα από τα πράγματα που διδάχτηκα πολύ καλά κατά την εκπαίδευση και τη δουλειά μου στην Αγγλία είναι η τεράστια σημασία της σωστής διαχείρισης του χρόνου των προβών από τον σκηνοθέτη. Η διαχείριση του χρόνου και η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού που ο σκηνοθέτης έχει στη διάθεσή του σε κάθε παραγωγή είναι οι δύο σπουδαιότεροι εξωκαλλιτεχνικοί παράγοντες που σχετίζονται με την επιτυχία μιας παράστασης και κατά τη γνωμη μου θα πρέπει να ελέγχονται απόλυτα από τον σκηνοθέτη.
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Μετά από ένα πολύ έντονα δημιουργικό εξάμηνο στο οποίο περιλαμβάνονταν τόσο η συνεργασία μου με το Αγγέλων Βήμα όσο και με το Εθνικό Θέατρο, ακολουθεί ένα μικρό διάλειμμα και στη συνέχεια στο πρόγραμμά μου υπάρχει η σκηνοθεσία του έργου του Ανδρέα Φλουρακη Θέλω μια Χώρα στη Νέα Υόρκη, στα αγγλικά και με αμερικάνους ηθοποιούς, στα πλαίσια του Directors Lab που οργανώνει το Lincoln Center Theater το διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου. Τα μελλοντικά σχέδια που αφορούν την Ελλάδα είναι ακόμη ασαφή, αλλά το κύριο βάρος των προσπαθειών μου αυτή τη στιγμή πέφτει στην οργάνωση μιας παράστασης ενός σύγχρονου νεοελληνικού έργου στο Λονδίνο, για την οποία γίνονται ήδη συζητήσεις, καθώς και στην πιθανή συνεργασία μου με το Young Vic για να δουλέψω εκεί ως βοηθός σκηνοθέτης σε μία από τις παραγωγές του ερχόμενου χειμώνα.
Συνεντεύξεις