Μια συνάντηση με τον Δημήτρη Αλεξάκη

Μυρτώ Ευαγγελίδου

Ο Δημήτρης Αλεξάκης είναι με τη Φωτεινή Μπάνου συνιδρυτής του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων. Δημοσιεύει τακτικά λογοτεχνικά, πολιτικά κείμενα και φωτογραφίες στο γαλλικό περιοδικό Vacarme, στο «Club» της εφημερίδας Mediapart και στο προσωπικό του μπλογκ.

Από τις 21 Μαΐου, κάθε Σάββατο και Κυριακή, παρουσιάζει το έργο του  «Στη χώρα μου, λένε ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει». 14 αφηγήσεις για το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ και την εκκένωση της πόλης του Πρίπιατ, στο βόρειο μέρος της Ουκρανίας, τον Απρίλιο του 1986, πριν ακριβώς 30 χρόνια. Οι ηθοποιοί αφηγούνται ιστορίες πρώην κατοίκων (εργατών, μηχανικών, υπαλλήλων, αγροτών…) των περιχώρων του αντιδραστήρα, που, την άνοιξη του 1986, εγκατέλειψαν για πάντα την πόλη του Πρίπιατ και τα γύρω χωριά, ιστορίες αγροτών που παρέμειναν στις εστίες τους αψηφώντας την εντολή εκκένωσης και τη ραδιενέργεια, ιστορίες ανθρώπων που, αφού εγκατέλειψαν πράγματι τα σπίτια, τα ζώα, τα χωράφια τους για το Κίεβο, τη Μόσχα, το Μινσκ, αποφάσισαν εν τέλει, μια μέρα, να γυρίσουν πίσω. Μια παράσταση, που δεν ασχολείται τόσο με το χρονικό της έκρηξης, όσο με τη μοίρα μιας κοινωνίας που ξεριζώνεται αστραπιαία.

 

Γράψατε ένα έργο με θέμα την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ. Ήταν μια απόφαση αιτιοκρατική, με αφορμή την ευρωπαϊκή πυρηνική πολιτική που ακολουθείται στις μέρες μας;

Το έργο αυτό και η απόφαση να γράψω για το θέατρο, στα ελληνικά ― ενώ η μητρική μου γλώσσα είναι τα γαλλικά ― προέκυψαν από μια συνάντηση ― τη συνάντησή μου με την Φωτεινή Μπάνου, που έκανε τα πρώτα της σκηνοθετικά βήματα όταν γνωριστήκαμε και με την οποία δουλεύουμε πάνω στο « σχέδιο Τσερνόμπιλ » από το 2009 ― και από το σοκ που βίωσα ανακαλύπτοντας το 2001 τις μαρτυρίες που συνέλεξε η συγγραφέας και δημοσιογράφος Σβιετλάνα Αλεξίεβιτς στο βιβλίο Τσερνόμπιλ, ένα χρονικό του μέλλοντος, το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα. Κατά κάποιον τρόπο, νιώσαμε κι οι δύο πως οι φωνές που έβγαιναν από το βιβλίο της Αλεξίεβιτς ― φωνές από την Απαγορευμένη Ζώνη, από τα δάση και τα χωριά που γειτνιάζουν με τον πυρηνικό σταθμό, από την ερημωμένη πόλη του Πρίπιατ που εκκενώθηκε στις 28 Απριλίου του 1986 ― μιλούσαν όσο καμία άλλη ίσως φωνή για την εποχή μας.

 

Παρουσιάσαμε το πρώτο μου έργο το 2009 στη Γερμανική Σχολή Αθηνών με μια ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών (Το Κόκκινο Δάσος), και, το 2010, στις «Αναγνώσεις» του Εθνικού Θεάτρου, το Παραμύθι της κίτρινης χώρας που αποτελείται από 7 θεατρικούς μονολόγους. Παρότι αποτελείται από μυθοπλασίες, η αφετηρία του έργου Στη χώρα μου..., όπως και των δύο προηγουμένων, συνεχίζει να είναι οι μαρτυρίες όσων ζούσαν το 1986 στην πόλη του Πρίπιατ και στα γύρω χωριά. Το βιβλίο της Αλεξίεβιτς, και όλες οι μαρτυρίες που διαβάσαμε στη συνέχεια, μας έδειξαν πως το Τσερνόμπιλ δεν αποτελεί μια σκοτεινή εξαίρεση, ένα ατύχημα, αλλά πως βρίσκεται στην καρδιά της εποχής μας.

 

Η απόφαση του να γράψω ένα έργο για το Τσερνόμπιλ είναι βέβαια από μόνη της μια πολιτική χειρονομία. Αλλά ο πολιτικός λόγος, η καταγγελία και η θεωρητική ανάλυση έρχονται εδώ σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα. Επικεντρώνομαι σε καθημερινά γεγονότα, σε καταστάσεις. Για να παραφράσω τη ρήση του αμερικάνου ποιητή Charles Reznikoff, πιστεύω πως πρέπει κανείς να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής όσον αφορά τα γεγονότα και όσο το δυνατόν πιο φειδωλός όσον αφορά το οποιοδήποτε πολιτικό σχόλιο. Όπως και η συγκίνηση, τα πολιτικά συμπεράσματα ανήκουν κατά κύριο λόγο στους θεατές ― το κείμενο, η σκηνοθεσία, η δουλειά των ηθοποιών πρέπει να ανοίξουν για τον θεατή έναν χώρο όπου θα μπορεί να συγκινείται και να σκέφτεται ελεύθερα. Κανένα λογοτεχνικό κείμενο για το Τσερνόμπιλ δε θα μπορούσε άλλωστε να εξαντλείται ή να περιορίζεται στην καταγγελία των πολιτικών που ακολούθησε το σοβιετικό Κράτος κατά τη δεκαετία του ‘70, της ενεργειακής πολιτικής των γαλλικών ή των αμερικάνικων αρχών του σήμερα, της αποσιώπησης του γεγονότος και των επιπτώσεών του από το Διεθνές Πρακτορείο της Ατομικής Ενέργειας ― επειδή ακριβώς η ραδιενέργεια αγγίζει και προσβάλλει όλα τα επίπεδα της βιολογικής και της κοινωνικής ζωής.

 

Πώς προέκυψε ο τίτλος της παράστασης; Τι συμβολίζουν για εσάς τα δέντρα;

Ο τίτλος βασίζεται σε μια ουκρανική έκφραση: «Το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει». Ολόκληρη η φράση («Στη χώρα μου, λένε ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει») προέρχεται από την προηγούμενη εκδοχή του έργου, που αποτελούνταν από θεατρικά μονόπρακτα στο πρώτο πρόσωπο, ενώ το σημερινό κείμενο είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο στο δεύτερο πρόσωπο, απευθύνεται δηλαδή στον θεατή. Ο τίτλος είναι λοιπόν μια εξαίρεση, η μοναδική φράση του έργου που διατυπώνεται στο πρώτο πρόσωπο.

Το δέντρο που αναφέρεται στον τίτλο είναι ένα τερατώδες και απειλητικό δέντρο, αφού ταυτίζεται με την ίδια την πυρηνική ενέργεια, με τον ίδιο τον κατεστραμμένο αντιδραστήρα, και έχει να κάνει με τη ριζική ανατροπή ή μετάλλαξη που επέφερε η καταστροφή του 86. Το  γεγονός ότι από τη μία μέρα στην άλλη το νερό, ο αέρας, το χώμα ή το φύλλωμα των δέντρων έγιναν φορείς μιας αφύσικης και αόρατης απειλής, ότι το δέντρο δεν ήταν πλέον ακριβώς δέντρο, το νερό ακριβώς νερό. Το γεγονός, με άλλα λόγια, ότι εκεί η ίδια η έννοια της φύσης αλλοιώθηκε ή κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Υπάρχει σε αυτό το γεγονός κάτι που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους και που πολλοί κάτοικοι της περιοχής αδυνατούσαν να κατανοήσουν ― επειδή ακριβώς ήταν αδιανόητο. Από αυτή την άποψη, η πυρηνική ενέργεια έρχεται σε σύγκρουση με ολόκληρο τον πολιτισμό που φέρουν οι χωριάτισσες και οι χωριάτες της Ζώνης: δεν έχουν λέξεις για να κατονομάσουν αυτό που συμβαίνει και γι’ αυτό αποφασίζουν, σε μερικές περιπτώσεις, να παραμείνουν στο χωριό, στα μολυσμένα χωράφια, και συνεχίζουν να αντλούν νερό από το ραδιενεργό πηγάδι: επιλέγουν να συνεχίσουν να ζουν « όπως πάντα », σύμφωνα με τον πολιτισμό που κληρονόμησαν, όπως ζούσαν οι πρόγονοί τους.

Ο τίτλος εμπεριέχει ίσως και μια μικρή μνεία στη ρήση του Nietzsche, «Η έρημος μεγαλώνει», που αποκτά σήμερα μια σαφή οικολογική διάσταση.

 

Τι περιλαμβάνει για εσάς η έννοια της βιωματικής συμμετοχής του θεατή σε μια παράσταση και πώς αυτή λειτουργεί ως μέσο κατανόησης του εαυτού μας;

Το κείμενο, η σκηνοθεσία, η σκηνογραφία της Ευαγγελίας Θεριανού, οι φωτισμοί του Γιώργου Ζαφειρίου προσπαθούν να δημιουργήσουν σημεία επαφής ανάμεσα στους πρόσφυγες από το Τσερνόμπιλ και το κοινό, ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους θεατές / ακροατές που μετέχουν στην παράσταση. Η σκηνοθεσία της Φωτεινής Μπάνου κινείται ακριβώς πάνω σε αυτή τη γραμμή. Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε την «Καταστροφή» («η Καταστροφή», με Κ κεφαλαίο, είναι στην Ουκρανία ένα από τα ονόματα του «γεγονότος Τσερνόμπιλ») μέσα από καθημερινές ιστορίες ― ιστορίες που δεν αποκόπτονται ποτέ από την καθημερινή εμπειρία, από τα αντικείμενα που αφήνει κανείς στο σπίτι τη στιγμή που το εγκαταλείπει για πάντα, από τους ήχους που ακούει στους δρόμους της πόλης, από τα τοπία που αντικρίζει μέσα από τα τζάμια του λεωφορείου ― και μέσα από μια όσο το δυνατόν πιο καθημερινή ομιλία, πιο άμεση επικοινωνία με τον θεατή. Το κείμενο και η σκηνοθεσία δε στοχεύουν στην αναπαράσταση του γεγονότος αλλά στην κυκλοφορία των ιστοριών ανάμεσά μας.

Ενώ όλες οι αφηγήσεις αρθρώνονται στο δεύτερο πρόσωπο, υπάρχει κάθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης κάτι που παρακινεί τον θεατή να μιλήσει, να πάρει τον λόγο˙ η παράσταση προσπαθεί να δημιουργήσει έναν χώρο όπου ο κάθε θεατής θα μπορέσει να μιλήσει. Οι 14 αφηγήσεις που έγραψα δεν ολοκληρώνονται παρά μόνο με τον λόγο των θεατών.

Μεταφέροντας τις ιστορίες στο δεύτερο πρόσωπο, οι ηθοποιοί εμπλέκουν σαφώς το θεατή: οι καταστάσεις αυτές δεν κυκλοφορούν απλά ανάμεσά μας, ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να είχε βρεθεί ή να βρεθεί στο μέλλον αντιμέτωπος με αυτές.

 

Γιατί σήμερα ένα έργο με θέμα την εκκένωση της πόλης του Πρίπιατ;

Η εκκένωση της περιοχής του Τσερνόμπιλ, τον Απρίλιο του 1986, είναι ταυτόχρονα οριακή και εμβληματική. Οριακή επειδή η δύναμη που έδιωξε τους ανθρώπους από τις εστίες τους ήταν εντελώς αόρατη, σιωπηλή, και επειδή η εκκένωση πραγματοποιήθηκε εξαιρετικά γρήγορα: οι κάτοικοι του Πρίπιατ αναγκάστηκαν να αφήσουν το διαμέρισμά τους όπως ήταν και οι αγρότες το κοτέτσι, τις αγελάδες, το σπίτι τους, χωρίς προετοιμασία, παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απαραίτητα˙ ο σοβιετικός κρατικός μηχανισμός κατάφερε να επιστρατεύσει σε μία νύχτα χιλιάδες λεωφορεία για να απομακρύνει τους κατοίκους, και τα λεωφορεία αυτά, που αναφέρω στο έργο μέσα από την ιστορία ενός παιδιού, άφησαν πίσω τους μια πόλη-φάντασμα.

Εμβληματική επειδή οι πρώην κάτοικοι της περιοχής του Τσερνόμπιλ είναι από τους πρώτους οικολογικούς πρόσφυγες της σύγχρονης ιστορίας και προαναγγέλλουν μια εποχή όπου οι πληθυσμοί δεν θα εγκαταλείπουν τις εστίες τους μονάχα εξαιτίας του πολέμου ή της φτώχειας, αλλά και εξαιτίας της αυξανόμενης έλλειψης νερού, της ξηρασίας, της γενικευμένης μόλυνσης του περιβάλλοντος. Το μεταθέτω στο μέλλον, ενώ στην πραγματικότητα η εποχή αυτή έχει ήδη αρχίσει (καταστροφή στο Bhopal της Ινδίας το 1984, πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, εξαφάνιση ολόκληρων νησίδων στον Ειρηνικό Ωκεανό εξαιτίας της ανόδου της στάθμης των υδάτων…).

 

Πως περνάμε από το πραγματικό στο δραματικό γεγονός;

Ψάχνοντας νομίζω τη θέση του θεατή, που, στην περίπτωση της παράστασής μας, δεν είναι ακριβώς θεατής, αλλά ακροατής ― ένας ακροατής ο οποίος κατά κάποιον τρόπο μετέχει στην όλη διαδικασία. Ψάχνοντας τη σχέση ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό. Και ψάχνοντας τον χώρο. Το κείμενο από αυτή την άποψη δεν είναι κλειστό, εγκαινιάζει μια αναζήτηση που συνεχίζεται από τους ηθοποιούς.

Οι αφηγήσεις ― που βασίζονται σε υπαρκτές μαρτυρίες και σε ντοκουμέντα, όπως για παράδειγμα μια σελίδα από τον τηλεφωνικό κατάλογο της πόλης του Πρίπιατ ― άρχισαν να υπάρχουν στο χώρο όταν επιχείρησα να τις ξαναγράφω στο δεύτερο πρόσωπο. Το κείμενο άρχισε έτσι να αποκτά μια ιδιαίτερη θεατρικότητα, από το γεγονός ότι απευθυνόταν στο θεατή.

Από την άλλη, δεν πρόκειται τόσο για «δραματική» ή για θεατρική γραφή. Οι αναφορές που είχα κατά νου, στην αρχή, ήταν πολύ περισσότερο μουσικές ή ραδιοφωνικές ― σκεφτόμουν πολύ τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Glenn Gould, The Idea Of North, The Solitude Trilogy, στις οποίες διαφορετικές αφηγήσεις/μαρτυρίες διασταυρώνονται κατά έναν τρόπο παρόμοιο με εκείνο της φούγκας.

 

Η θεατρική συγγραφή πρέπει να συναλλάσσεται άμεσα με αυτό που συμβαίνει στις κοινωνίες;

Όπως και σε κάθε οικογένεια, υπάρχουν σε κάθε κοινωνία πράγματα για τα οποία «δε μιλάμε» ― πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε παρά μόνο παίρνοντας το ρίσκο να σπάσουμε τη σιωπηρή συνεννόηση που συντηρεί τον κοινωνικό δεσμό. Νομίζω πως το θέατρο δημιουργεί έναν κοινό / κοινωνικό χώρο ακριβώς γι’ αυτά που μια κοινωνία δεν καταφέρνει να αφομοιώνει, γι’ αυτά με τα οποία μια συγκεκριμένη κοινωνία αδυνατεί να συνδιαλέγεται, να συναλλάσσεται. Το θέατρο τοποθετεί ή επανατοποθετεί στο κέντρο του κοινού χώρου αυτό που συνήθως αποτελεί το όριο του ή βρίσκεται έξω από αυτό ― είτε αυτό είναι το γυμνό σώμα και η σεξουαλικότητα, είτε αυτό είναι η τρέλα, ο θάνατος, η οδύνη, η μαζική εξαθλίωση, η βία, ή, στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας, η εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους ως συνέπεια του σημερινού τρόπου παραγωγής και διακυβέρνησης. Η θεατρική γραφή δεν « πρέπει » τόσο να συναλλάσσεται με αυτά που συμβαίνουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, όσο με τα απορρίμματα αυτής της κοινωνίας ― εκείνα που βρίσκονται στους κάδους απορριμμάτων μιας κοινωνίας. Και στους κάδους απορριμμάτων της γειτονιάς μας όπως και όλων των λαϊκών συνοικιών των μεγάλων πόλεων του κόσμου, δεν είναι σπάνιο σήμερα να βρίσκονται απλώς άνθρωποι.

                                                                                                              

Τι σχέση διεκδικεί ο σημερινός συγγραφέας με το σημερινό κοινό;

Οι σημερινοί συγγραφείς είναι ως επί το πλείστον επισφαλώς εργαζόμενοι, παγιδευμένοι στον ίδιο βαθμό που βρίσκονται παγιδευμένοι οι σημερινοί υπάλληλοι, οι σημερινοί εργάτες, οι σημερινοί άνεργοι, οι σημερινές καθαρίστριες ή οι σημερινοί νέοι που εργάζονται ως delivery ή στα call centers των εταιριών κινητής τηλεφωνίας. Εάν διεκδικούν μια σχέση με το σημερινό κοινό, με την κοινωνία στην οποία ανήκουν, δεν έχουν ίσως παρά να τοποθετηθούν όσο πιο ειλικρινά μπορούν αναφορικά με την πραγματική τους κοινωνική θέση. Η λογοτεχνική γραφή ξεκινάει μάλλον από τον εαυτό, από την αποκωδικοποίηση και την απομυθοποίηση της δικής μας προσωπικής θέσης.

                                                            

Ποια είναι η δική σας ανάμνηση από την περίοδο που σημειώθηκε η έκρηξη στον πυρηνικό σταθμό του Τσέρνομπιλ;

Ζούσα τότε στη Γαλλία, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, και θυμάμαι ότι οι γαλλικές αρχές υποστήριζαν πως το ραδιενεργό νέφος είχε σταματήσει στα σύνορα.

 


Στη χώρα μου, λένε ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει

Κείμενο : Δημήτρης Αλεξάκης

Σκηνοθεσία : Φωτεινή Μπάνου

Σκηνογραφία : Ευαγγελία Θεριανού

Φωτισμοί : Γιώργος Ζαφειρίου

Χειρισμός φωτισμών: Γιάννης Ζέρβας

Ηθοποιοί: Χρήστος Καπενής, Φωτεινή Μπάνου, Ανθή Φουντά, Βασιλική Σαραντοπούλου

(Η παράσταση ανέβηκε το 2015 στο ΚΕΤ με τις ηθοποιούς Ιζαμπέλλα-Λουΐζα Κυριαζή και Παρασκευή Πατελάκη)

 

Συνεντεύξεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο