Η Αιμιλία Βάλβη είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρολόγος που με σταθερότητα, εργατικότητα και σεβασμό έχει καταθέσει πολύ σημαντική δουλειά στο χώρο του θεάτρου. Η Ψυχολογία Συριανού Συζύγου, ένα εκπληκτικής ομορφιάς κείμενο του Ροΐδη αποτελεί το «μεράκι» της εδώ και αρκετά χρονιά. Με αφορμή αυτή την παράσταση τη συναντήσαμε και εμείς στο Greek Play Project.
Θα θέλατε να μας συστηθείτε; Ποια είναι η Αιμιλία Βάλβη;
Δύσκολος ο ορισμός της ταυτότητας… Ενσωματώνω πολλές αλλά προσπαθώ -όσο αντέχω- να μην εγκλωβίζομαι μέσα σε αυτές. Σίγουρα είμαι Συριανή. Η ομορφιά και η κουλτούρα αυτού του νησιού με χαρακτηρίζει. Είμαι ηθοποιός, θεατρολόγος, δασκάλα υποκριτικής, σύντροφος, μητέρα και γυναίκα. Κι άλλα πολλά.
Πώς επιλέξατε να δραματοποιήσετε το συγκεκριμένο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη Ψυχολογία Συριανού Συζύγου; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτό;
Η Ψυχολογία Συριανού Συζύγου είναι η αγαπημένη μου νουβέλα –νομίζω όπως και κάθε Συριανού. Το γλωσσικό σύμπαν του Ροΐδη με στιγμάτισε σαν ηθοποιό από την πρώτη παράσταση με την ομάδα μου, είκοσι χρόνια πριν. «Παίζω» την Χριστίνα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και -μια μικρή εξομολόγηση- είναι το πρώτο δώρο που έκανα στον σύντροφο μου (και τώρα σκηνοθέτη της παράστασης) Γιάννη Λεοντάρη. Σαν να ήθελα έτσι να «συστηθώ», μόλις γνωριστήκαμε. Οπότε ναι, η σχέση μου με το κείμενο είναι πολύ, πολύ προσωπική. Επιπλέον, όταν το 2000 είδα τον πρώτο διδάξαντα Μιχάλη Μητρούση να παίζει το σύζυγο, «ζήλεψα» σαν ηθοποιός τόσο δημιουργικά από την εξαιρετική του ερμηνεία! Αλλά η Χριστίνα, στη νουβέλα, είναι η βουβή πρωταγωνίστρια. Ένα ολόκληρο σιωπηλό σύμπαν που το μυστήριο του με στοιχειώνει χρόνια. Ωρίμασε μάλλον η ανάγκη μου να ακουστεί η φωνή της Χριστίνας, μέσα από τον ανδρικό λόγο του Ροΐδη και κάπως έτσι κατέληξα στη δραματοποίηση της νουβέλας.
Πώς γεφυρώθηκε η ιδέα της παράστασης από τη θεωρία στην πράξη; Με ποιον τρόπο το έργο αυτό καθεαυτό πήρε σάρκα και οστά;
Έμαθα από τη δραματική σχολή ακόμα, να μη διαχωρίζω τη θεωρητική έρευνα από τη θεατρική πράξη. Η έρευνα τροφοδοτεί την πράξη κι η πράξη την έρευνα και θλίβομαι που συχνά το εκπαιδευτικό μας σύστημα διαχωρίζει τους καλλιτέχνες στους αμόρφωτους «πρακτικούς» της τέχνης και τους θεωρητικούς στους ανίδεους της καλλιτεχνικής πρακτικής. Η παιδεία μου, μου επέτρεψε να μπορώ να συνυπάρχω με τη θεωρία και την πράξη του θεάτρου. Συγκεκριμένα η ιδέα της παράστασης προϋπήρχε χρόνια, όπως ανέφερα. Πυροδοτήθηκε με αφορμή το μεταπτυχιακό πρόγραμμα που ολοκλήρωσα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Πήρε σάρκα και οστά – όπως όλες οι ιδέες –στην πρόβα, δοκιμή στη δοκιμή. Και εξελίσσεται αυτή η «ενσωμάτωση» των ιδεών, στις παραστάσεις.
Πώς εξελίσσεται και διαμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου η παράσταση;
Έχω παρακολουθήσει -και πραγματικά απολαύσει- δύο από τις επαγγελματικές παραστάσεις της Ψυχολογίας Συριανού Συζύγου. Η πρώτη ήταν με τον Μιχάλη Μητρούση και η δεύτερη με τον πολύ αγαπημένο και αξιόλογο συνάδελφο, Κώστα Βασαρδάνη. Έχω ερευνήσει και τις άλλες προσεγγίσεις και όλες είχαν επιτυχία. Στο πέρασμα του χρόνου συμπεραίνουμε, καταρχάς, πως το κείμενο παραμένει ισχυρό. Ο θεατρικός κώδικας διαφοροποιήθηκε από απόπειρα σε απόπειρα κι εκεί εντοπίζω την «εξέλιξη» –πάντα σε συνδυασμό με την προσωπική ευαισθησία του εκάστοτε καλλιτέχνη. Η Ψυχολογία Συριανού Συζύγου στη σκηνή φαίνεται να εμπνέει και -κατά τη γνώμη μου- αναβαπτίζεται πολύ δημιουργικά, κάθε φορά που συνομιλεί με την ανάγκη του καλλιτέχνη στο σήμερα.
Έχετε τρεις ιδιότητες στη διοργάνωση της θεατρικής αυτής παράστασης: τη δραματουργία, τον σχεδιασμό και την κατασκευή των κουστουμιών και επιπλέον, υποδύεστε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε ποια ιδιότητα συναντήσατε δυσκολίες και γιατί;
Η μεγαλύτερη δυσκολία εξακολουθεί να υπάρχει στην τέχνη που συμβαίνει στον παρόντα χρόνο. Ο ηθοποιός αντιμετωπίζει κάθε στιγμή το άγνωστο. Η παράσταση είναι η στιγμή που όσα έχει οικοδομήσει στις πρόβες, τα εκθέτει μετέωρα κι ευάλωτα σε μια σχέση που δημιουργείται στο εδώ και στο τώρα με τους ανθρώπους. Όπου προϋποτίθεται η ανθρώπινη παρουσία, υπάρχει τεράστιο ρίσκο. Αλλά η ευτυχία της αίσθησης του κοινοτισμού, της συλλογικότητας -εάν έχει καταφέρει ο ηθοποιός να την προκαλέσει την ώρα της παράστασης- είναι απόλυτη. Οι άλλες ιδιότητες παραμένουν ασφαλείς, αφού ολοκληρώθηκαν πριν την παράσταση κι ωστόσο πάλι εκτίθενται στο σώμα μου όταν παίζω.
Για άλλη μια χρονιά, η θεατρική σας παράσταση πάει περιοδεία. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια εμπειρία που θα σας συντροφεύει στην φετινή σας πορεία;
Πολύ συνειδητά (και χωρίς κρατική στήριξη) ξεκινήσαμε ακόμα μια φορά από την απαξιωμένη θεατρικά περιφέρεια, που συχνά δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες, δεν υπάρχουν προβολείς, δεν υπάρχει εκπαιδευμένο τεχνικό προσωπικό, δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική με προκαθορισμένους στόχους, κλπ. Άλλωστε κατοικώ σε μια πολύ όμορφη πόλη, με αντίστοιχες ελλείψεις, εξού και η ευαισθησία μου για αποκέντρωση είναι μεγάλη. Η εμπειρία που με συντροφεύει στην φετινή μου πορεία, είναι η αποδοχή του κόσμου και ο συγκινητικός προσωπικός αγώνας κάποιων ανθρώπων, που έχουν αναλάβει να «καλύψουν» τα κενά της κεντρικής εξουσίας. Και κάνω προσπάθεια να μην έχω συντροφιά το παράπονο και την αγωνία της οικονομικής επιβίωσης. Στα δύσκολα κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι στον μαγικό «Απόλλωνα» της Σύρας (μια φωτεινή εξαίρεση) κι όταν τ’ ανοίγω να κοιτάζω με ειλικρίνεια τους ανθρώπους της Ερμιονίδας, της Κρήτης, των Ιωαννίνων…
Ο Ροΐδης στο διήγημά του παρουσιάζει τον έρωτα ως «Μίαν αρρώστια τόσο βασανιστική…».
Κατά τη γνώμη σας υπάρχει αντίδοτο στον έρωτα και αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Μα γιατί να αναζητήσουμε καν αντίδοτο στον έρωτα; Γιατί να «ανακουφιστούμε» από την πιο ισχυρή αφορμή για υπέρβαση του εαυτού; Ο σύζυγος πίστεψε πως το αντίδοτο στον έρωτα είναι ο γάμος – που σκοτώνει τον έρωτα. Η Χριστίνα διεκδικεί το ρόλο της ερωμένης και όχι της συζύγου, μέσα στο σχήμα του γάμου. Και τυχεροί όσοι μπορούν και διατηρούν τον Έρωτα ζωντανό, μεταλλάσσοντάς τον διαρκώς, αντιστεκόμενοι στην «τσιμεντοποίηση» ενός σχήματος στις ανθρώπινες σχέσεις. Μιλάμε φυσικά για τον αμοιβαίο έρωτα, όπου κατά τη γνώμη μου δεν είναι αρρώστια, αλλά ευλογία.
Πόσο δεμένη αισθάνεστε με τη Σύρο;
Η Σύρος διαμόρφωσε την αισθητική, την κουλτούρα και την ευαισθησία μου. Τα παιδικά μου χρόνια, ο χώρος και φυσικά οι άνθρωποι. Και παρατηρώ πλέον πως σε κρίσιμες στιγμές καλλιτεχνικής και προσωπικής ταυτότητας, επιστρέφω στη Σύρο –στους συγγραφείς της, στον τόπο, σε ευρύτερες προσωπικές συνδέσεις με το νησί μου. Είναι η -τόσο παρεξηγημένη στις μέρες μας λέξη- πατρίδα. Η μόνη πατρίδα που αναγνωρίζω ως τόπο νόστου και συγκίνησης. Και κατάφερα να «δέσω» με τη Σύρα τον σύντροφο και τις κόρες μου.
Είναι πρώτη φορά που το συγκεκριμένο έργο ερμηνεύεται από γυναίκα ηθοποιό. Θεωρείτε πως η γυναίκεια παρουσία μπορεί να αποδώσει καλύτερα το διήγημα;
Η γυναικεία παρουσία δεν μπορώ να αξιολογήσω εάν αποδίδει καλύτερα το διήγημα. Σίγουρα διευρύνει την ερμηνεία του. Αποκαλύπτει την γυναικεία ματιά και τα στερεότυπα μιας πατριαρχίας που βασανίζει και τον άντρα και την γυναίκα. Και τότε ( το 1864! ) και τώρα. Η γυναικεία ερμηνεία είναι ένα πείραμα, ένα παιχνίδι που -η μελέτη μου μου επιτρέπει να τολμήσω να πω- πως θα απολάμβανε και ο αιρετικός Εμμανουήλ Ροΐδης. Είναι μια απόπειρα ενσωμάτωσης ανδρικού λόγου, με σκοπό την αναζήτησή ενός γυναικείου λόγου (;) . Και της Ένωσης όπου η αγάπη κατοικεί και όχι το όποιο κοινωνικό ή βιολογικό φύλο.
Συνεντεύξεις