Μια συνέντευξη στην Ευτυχία Χαραλαμπάκη
H Άλκηστη Ηλιάδη είναι ένα πλάσμα γεμάτο φως που μας συστήνει την Ψουψούλα της που ξεκίνησε το ταξίδι της λίγο πριν την πανδημία και τώρα έρχεται για λίγες παραστάσεις.
Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση “Ψ”.
Το «Ψ.» είναι ένα θεατρικό «pasodoble». Ένα έργο για δύο, εμάς και τον Εαυτό μας. Η δισυπόστατη θεώρηση του Είναι μας στο έργο δεν αντιμετωπίζεται ως σχάση, αλλά ως το αποκορύφωμα της εσωτερικής μας ισορροπίας, αποτέλεσμα της βαθιάς και απροϋπόθετης επαφής μας με όλα τα κομμάτια που μας συγκροτούν, ειδικά με όσα στερούνται φωτός.
Εξιστορεί ένα ταξίδι στη συνύπαρξη των διαφορετικών φωνών που ενυπάρχουν στην Ψυχή μας και αγκαλιάζει την δυαδικότητα που βρίσκει την καλύτερη έκφραση της στην αμοιβαία αποδοχή, στη σύμπλευση. Η αρμονία του «Ψ.» συνδέεται με τη συνέπεια σκοπών, λόγων και έργων προς τον Εαυτό και την ψυχή μας.
Είναι ένα έργο με κωμικές αποχρώσεις μα και πικρό. Μέσα από πολλές εικόνες, άλλοτε πολύχρωμες και φωτεινές, άλλοτε σκοτεινές και τραυματικές, ο θεατής παρακολουθεί ένα ταξίδι προς τα μέσα, σαν χαρτογράφηση της ζωής των ηρώων, των συμπλεγμάτων που τους στερούν την ανάσα αλλά και των απελευθερωτικών εκρήξεων που τους ωθούν στο φως. Ο. Ψ. ρωτά ασταμάτητα την Ψουψούλα. Συνέντευξη, συνεδρία, συγκατοίκηση ή συνενοχή; Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια σχέση ιαματική. Κάνουν αναδρομή ζωής, από τα 6 στα 18. Ύστερα περνούν 17 βουβά χρόνια τυφλής επιβίωσης, «σφουγγαρίζοντας λίμνες και κοσκινίζοντας άμμο». Κι ο Ψ. μπαίνει στη ντουλάπα. Θα ξαναβγεί. Η Ψουψούλα όμως θα είναι εκεί;
Η Ψουψούλα ζει μέσα μου χρόνια.
Μα τι παράδοξο. Ζει και μέσα στον καθένα μας.
Και παρέα της ζει κι ο Ψ..
Θέλουν – δε θέλουν, το παιχνίδι είναι για δύο.
Και κάποτε πρέπει να τα βρουν.
Αν δεν αλληλοφαγωθούν.
Μέχρι τότε, εκείνη θα καθαρίζει μανιωδώς
Πνίγοντας βουβά τον εαυτό της στη σαπουνάδα.
Δεν θα αντέχει τα στραβά κάδρα
Αλλά θα κάνει τα στραβά μάτια.
Μια στρουθοκάμηλος με τα όλα της.
Κι εκείνος περιμένει.
Υπομένει.
Επιμένει.
Εμμένει.
Αλλά τελικά μένει;
Το τρυφερό και βίαιο ταξίδι προς τα μέσα μας δεν έχει επιστροφή. Είναι αστείο και πικρό. Σαν παραμύθι με χίλια πρόσωπα που ζουν μόνο γιατί τα θυμόμαστε. Στην κατάδυση αυτή, γνώριμοι συνοδοιπόροι τα τραύματά μας, στερημένα από το φως, ξεπηδούν αγκαθωτά. Πώς να τα ψηλαφίσεις χωρίς να τρυπηθείς; Ας γίνει σαν παιχνίδι. Για να ειπωθούν τα απλά, για να κριθούν τα μεγάλα. Δίαυλος μυστικός προς το παρελθόν μια ντουλάπα. Και στο τέρμα του, να στέκει ζωντανός ο μικρός μας εαυτός. «Παί-ζουμε; Κι απ’ το παιχνίδι, να βγούμε στο φως. Κι αν δε βγω εγώ, τουλάχιστον να με κουβαλάς μέσα σου.» Παί-ζουμε κρυφτό. H φαντασία ανάβει τους φακούς. Kαι στριμωγμένοι στο καταφύγιο της ντουλάπας, ονειροπολούμε, σε μια χρονοκάψουλα. Τα όνειρα είναι χάρμα. Αλλά αν τα φάει το κάρμα; Αμπεμπαμπλόμ. Ποιος θα κερδίσει; Μην το σκέφτεσαι. Όσο κρατάει το ταξίδι, ας παίξουμε έστω μαζί.
Κι ανάμεσα στα παιχνίδια μας, τραγούδια. Νησίδες ασφαλείας. Μες το σκοτάδι της ντουλάπας, μία ελεύθερη αναπνοή. Δύο ηθοποιοί παίζουν με τις φωνές και τις σκιές που κρύβουν μέσα τους. Δυο άνθρωποι κρύβονται στη ντουλάπα, ώσπου να τρυπώσει το φως.
Το «Ψ.» μια ιστορία για τα στόματα που (μας) κλείνουν και (μας) κλείνουμε. Βασικός άξονας του είναι η καταγγελία της σιωπής και της ανοχής, της έξωθεν και έσωθεν επιβεβλημένης αλλά και η ανάδειξη της βαρύτητας της ατομικής ευθύνης, που μπορεί να είναι καταλύτης για την απελευθέρωση από τους δαίμονές τους, αλλά και τα χειρότερα δεσμά για το στραγγαλισμό του εαυτού τους, όταν αυτή απουσιάζει. Οι ήρωες του «Ψ.» αναμετρώνται με τις οι εξουσιαστικές φιγούρες και τις καταπιεστικές συμβάσεις που τους «κλειδώνουν στην ντουλάπα». Αυτές γεννούν ή τροφοδοτούν την αδράνεια, την εθελοτυφλία και, τελικά, την αλλοτρίωση, άλλοτε βίαια επιβαλλόμενες και άλλοτε με δική μας συνυπευθυνότητα, αυτή της μη επαγρύπνησης, της μη αντίστασης. Για αυτό, η γέννηση ενός νέου εαυτού που σέβεται βαθιά και ολιστικά την ύπαρξή του, συνήθως προϋποθέτει το θάνατο του παλιού μας Είναι. Οι ήρωες μας κάνουν αυτό το ταξίδι, που είναι χωρίς επιστροφή αλλά όχι χωρίς σωτηρία.
Το “Ψ.” είναι παιδί της απελπισίας. Αλλά κοιτάζει προς το φως.
Και αυτή είναι, νομίζω, η αξία του. Ότι ισορροπεί μεταξύ ξεσκονόπανου και αστερόσκονης. Πάντα στην κόψη.
Τι σημαίνει “Ψ”;
Ο τίτλος είναι, ουσιαστικά, το ελληνικό γράμμα Ψι. Είναι ομόηχος του πρωταγωνιστή «Ψ.», στην πραγματικότητα όμως αναφέρεται στο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που είναι το «τελευταίο» πριν το τελευταίο: το Ψι, ως γράμμα, βρίσκεται ένα βήμα πριν το οριστικό τέλος του ωμέγα. Μία τελευταία ευκαιρία να αρθρωθεί φωνή, πριν το μεγάλο «ο», το Ωμέγα, καταπιεί 23 γράμματα σαν τέλος (ή σημάνει μια νέα Αρχή, πριν το Άλφα), στον ελπιδοφόρο κύκλο μιας αέναης επανάληψης, όπως η Ζωή.
Το Ψι είναι επίσης ένα διπλό σύμφωνο της γλώσσας μας. Ο ήχος του διαμορφώνεται και το γράμμα γεννιέται από το συνδυασμό δύο γραμμάτων, του πι και του σίγμα. Δημιουργείται επειδή αυτά τα δύο σχεδόν συμπλέουν χρονικά όταν εκφέρονται. Συνεργάζονται. Και προφανώς αλληλεπιδρούν: κανένα από τα δύο δεν ακούγεται το ίδιο όταν προφέρεται μόνο του. Το Ψι δημιουργείται όταν τα δύο αυτά σύμφωνα ακουστούν αρμονικά μαζί.
Το δικό μας «Ψ.» ευαγγελίζεται την αρμονία ανάμεσα στον Ψ. και την Ψουψούλα. Την ένωση των δύο, την ισορροπία τους, τη συνύπαρξη των διαφορετικών. Όλα αυτά, πριν το «φινάλε» του Ωμέγα. Με δεδομένο πάντα ότι τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει και υπάρχει χώρος για ζωή, φωνή, αλλαγή.
Επίσης, η γραφή του γράμματος ψ είναι «καθρεπτική», όπως και η ύπαρξη των δύο ηρώων. Μοιάζει σαν να αποτελείται από δύο μέρη, το ένα γραμμένο ως αντικατοπτρισμός του άλλου. Έτσι και το «Ψ.». Είναι τελικά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Της Ψυχής μας. Μα είναι και ό,τι την βασανίζει. Κυρίως αυτό.
Τέλος, σε συμβολικό επίπεδο, το «Ψ» στην ελεύθερη απεικόνισή του μοιάζει με το σύμβολο της τρίαινας. Η τρίαινα συνδέεται μυθολογικά (πέραν του Ποσειδώνα) και με τον ινδουιστή Θεό Σίβα και θεωρείται ότι είναι το όπλο που χρησιμοποιεί για να επαναφέρει τη διασαλευμένη τάξη. Έτσι, στο έργο μας, ο Ψ. είναι καταλύτης για την εξέλιξη της ιστορίας και την αποκατάσταση της ισορροπίας. Ακόμη, το γράμμα ψ (ως προς τον συμβολισμό του ως τρίαινας) και ο Ψ. ως ήρωας μοιράζονται τις ιδιότητες που φέρουν οι τρεις λόγχες που απαρτίζουν μία τρίαινα: τη δημιουργία, την επιβίωση και την καταστροφή. Όλα αυτά είναι εγγενή στοιχεία της ιστορίας μας, αφού το θνησιγενές της ύπαρξής μας σε όλες τις διαστάσεις του κυριαρχεί στο έργο. Παράλληλα, οι τρεις λόγχες της τρίαινας -και άρα το ψ ως επιλογή – συμβολίζουν τις τρεις όψεις του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον), τρία επίπεδα στα οποία κινείται ακατάπαυστα το έργο, διαπλέκοντας τα με τρόπο μαγικό, αλλά και τα τρία μονοπάτια της αυτοπραγμάτωσης (θέληση, δράση, αφοσίωση) που ευαγγελίζεται ο Σίβα, τα οποία αποτελούν βασικές συνιστώσες της «Εξόδου» από την προσωπική μας Ντουλάπα.
Πώς ήταν η επαναπροσέγγιση του έργου, έπειτα από την περίοδο του εγκλεισμού; Τι άλλαξε;
Η υπομονή, η επιμονή και η αντοχή του «Ψ.» που, μόλις ξεμύτισε το 2020, ξανακλειδώθηκε αναγκαστικά στην «Ντουλάπα» του λόγω της πανδημίας, ίσως είναι ο πυρήνας της δύναμης του. Η Ψουψούλα και ο Ψ. χρειάζονταν το 2020 περισσότερο ίσως από ποτέ μια ελεύθερη αναπνοή. Και μόλις ξεκίνησαν να την απολαμβάνουν, αποκλείστηκαν σε χωριστές Ντουλάπες, κλειδωμένες απέξω, σε απόλυτη σιωπή, με διακύβευμα τη φυσική επιβίωσή τους. Αν κατάφεραν σχεδόν 3 χρόνια μετά να βγουν ολοζώντανοι, ακέραιοι ψυχικά, δυνατοί, ανανεωμένοι, παρόντες στο Σήμερά τους και όχι στραγγαλισμένοι από τη βουβαμάρα και την αδράνεια της πανδημίας, φανταστείτε τι θαύματα μπορούν να κάνουν επί σκηνής, για να ξεκλειδώσουν και τις ντουλάπες των Άλλων.
Ο μετασχηματισμός μας ως ατόμων και συνεπώς ως σκηνικών εργαλείων – ηθοποιών ήταν αυτός που συνολικότερα αναδιαμόρφωσε την προσέγγιση της παράστασης. Είμαστε ευτυχείς που η φόρα του «Ψ.» τελικά όχι μόνο δεν ανακόπηκε από την πανδημία και τον εγκλεισμό αλλά μετουσιώθηκε σε μία πύρινη μπάλα ενέργειας που κυριαρχεί στο σκηνικό μας Είναι. Έχω την αίσθηση ότι πολλές εσωτερικές μας «περιοχές» αναδιαμορφώθηκαν την τελευταία τριετία. Αναμετρηθήκαμε με την αγωνία της επιβίωσης. Ήρθαμε αντιμέτωποι με το εφήμερο της ύπαρξής μας και το διαβλητό της ψυχικής, συναισθηματικής και σωματικής μας ακεραιότητας, υπό τις ακραίες συνθήκες που βιώσαμε. Όμως, η επεξεργασία της συγκλονιστικής αυτής εμπειρίας και η μετουσίωση του συλλογικού βιώματος του εγκλεισμού σε δημιουργικά εργαλεία ήταν η μόνη λύση. Ως ομάδα, επιλέξαμε συνειδητά να κρατήσουμε την αναπνοή μας όσο διήρκεσαν τα επιβεβλημένα μέτρα, αλλά όχι στα όρια της ασφυξίας. Διατηρήσαμε την ελπίδα της επανόδου, επιμείναμε, υπομείναμε και τελικά μείναμε. Μαζί και στοχοπροσηλωμένοι.
Είναι πραγματικά μαγικό, όμως, πώς αυτή η συλλογική εμπειρία επηρέασε βαθιά τον κάθε έναν από εμάς τους ηθοποιούς που βρισκόμαστε επί σκηνής, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο αλλά κυρίως σε καλλιτεχνικό. Η ευλογία να συνυπάρχεις με τον ευέλικτο, πλούσιο σκηνικά και ψυχικά, συναισθηματικά ιδιοφυή, ταλαντούχο και εργατικό Άρι Λεοντόπουλο, τον σκηνικό μου partner-in-crime ήταν ανέκαθεν μία συνωμοσία χαράς, ειδικά όμως μετά την πανδημία, η σκηνική επαφή συμπυκνώθηκε και βάθυνε. Δεν στεγνώσαμε ψυχικά και σκηνικά, αντιθέτως εμπλουτιστήκαμε. Στις πρόβες διαπιστώναμε πόσο λιγότερο υποδυόμασταν τους ρόλους μας και πόσο περισσότερο «είμαστε» πλέον εμείς. Η ποσόστωση της παρουσίας των εαυτών μας μέσα στους ρόλους είναι πάντα ένα ζητούμενο στο θέατρο και όταν οι «ραφές» των ιδιοτήτων του ρόλου μας και των δικών μας ως ερμηνευτών σχεδόν εξαφανίζονται, έχει επέλθει μία όμορφη γείωση, που δεν γεννά πλέον την ανάγκη σε κανέναν να υποδυθεί επίπλαστα, αλλά πολύ πιο συνειδητά. Επίσης, η εμβάθυνση των εκφραστικών μέσων, η απόρριψη των περιττών, η ανάπτυξη ενός ακόμη πιο κωδικοποιημένου και συγκροτημένου τρόπου εργασίας, η στοχοπροσήλωση και η δέσμευση στην υποχρέωσή μας να ξεκλειδώσουμε πανηγυρικά αυτή την τριπλοκλειδωμένη Ντουλάπα μας, έκανε την εμπειρία της «αναθέρμανσης» της παράστασης πραγματικό workshop επαγγελματισμού. Στις καραντίνες συνειδητοποιήσαμε πόσο διαπερατό και θνησιγενές είναι το είναι μας. Έτσι, όλες οι στιγμές μετρούν πλέον με άλλη βαρύτητα και οι ευκαιρίες να υπάρχουμε σκηνικά, ειδικά όταν έχουμε κάτι να «πούμε», είναι αμύθητος πλούτος στην ευθραυστότητα του Σήμερά μας, όπως διαμορφώνεται κοινωνικά και πολιτικά. Η σκηνική ζωή μας (όπως και η πραγματική) οφείλει να είναι πυκνή, να νοηματοδοτείται βαθιά και να μένει ακόμη πιο αφοσιωμένη στο στόχο της.
Η δική μας αλλαγή συμπαρέσυρε και πολλά σκηνοθετικά στοιχεία, ενώ επαναπροσεγγίστηκε και η φωτιστική διάσταση της παράστασης που πλέον είναι αναφαίρετο κομμάτι της. Ο σχεδιασμός του φωτισμού έγινε εκ νέου, όχι απλώς ως πλαισίωση της δράσης αλλά ως οργανικό εργαλείο και αυτό, μαζί με τη μουσική και τα τραγούδια. Νομίζω ότι συνολικά όλη η εμπειρία της παράστασης είναι και για μας επί σκηνής και για τους θεατές εντελώς νέα. Ο «εγκλεισμός» άλλωστε, η απομόνωση της πανδημίας και η στον αντίποδα ανάγκη για συνύπαρξη και ουσιαστικό μοίρασμα έχουν πλέον ενσωματωθεί στη σύγχρονη μας πραγματικότητα, που είναι και ο μόνος τρόπος να βιώσουμε ολιστικά μία παράσταση σαν αυτή.
Πώς θα περιγράφατε τους χαρακτήρες του έργου και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους;
Sui generis και εξαιρετικά γαργαλιστικές προσωπικότητες και οι δύο!
«Πολυφωνικά» εργαλεία καταγγελίας της σιωπής και της αλλοτρίωσης. Κυριολεκτικά «πολυφωνικά», αφού είναι μεν δύο, αλλά κάνουν για χίλιους! Μιμούνται και αναπαριστούν επί σκηνής σκηνές – φέτες ζωής με πολλούς άλλους πρωταγωνιστές να αναδύονται ανάγλυφοι μπροστά στα μάτια των θεατών.
Αλλά και «πολυφονικά» εργαλεία, θα έλεγα…σκηνοθετική αδεία! Στο διάβα τους, «δολοφονούν» τα θέσφατα και τα στερεότυπα που μας κλειδώνουν στις Ντουλάπες και χορεύουν pasodoble, σε μία αδιόρατη ταυρομαχία, με διακύβευμα την επιβίωση.
Η παρήχηση του ψι στο όνομά και των δύο, είναι, νομίζω μία όμορφη τροφή για σκέψη! Το κλειδί των απαντήσεων θα δοθεί…επί σκηνής!
Η αλληλεπίδρασή τους είναι μία εκρηκτική… «κοπτοραπτική»! «Κόβει» ο ένας, «ράβει» ο άλλος και η «κοπτοραπτική» κορυφώνεται σε αδυσώπητα αστείους μονολόγους, σε ανατριχιαστικές διαλογικές αναμετρήσεις, σε ηχητικά αποσπάσματα τραυματικών εμπειριών, σε ένα πολύχρωμο παζλ καμωμένο από τα νήματα της ζωής τους. Μένουν μαζί, ακόμα και όταν ψάχνουν ψηλαφιστά ψύλλους στα άχυρα.
Θα δοκιμάσω να δώσω μία σύντομη ταυτότητα του καθενός. Αλλά πραγματικά, η επί σκηνής εμπειρία της συνύπαρξής τους, δεν περιγράφεται με λόγια.
Ψουψούλα Καθαρίζου – Παρκετέζα
Το καλύτερο φτερό στην πιάτσα. Το όνομά της τα λέει όλα. Manager υγρού φορτίου και υπεύθυνη αποστολών υγρών καθαριστικών στην εταιρεία Latra Ltd. Έχει δικό της application, το «PsoupsoulaApp» με σήμα το φτερό στρουθοκάμηλου. Περιοδεύει ανά την επικράτεια με αποστολή της να εξαφανίζει τους λεκέδες. Παντός είδους.
Για να αποφεύγει την ενδοσκόπηση, βρωμίζει τα καθαρά και έτσι έχει λόγο να ξανακαθαρίζει. Επίσης, ανακατεύει τα τακτοποιημένα για να έχει λόγο να συγυρίζει και να ξεσκονίζει, χωρίς να σκέφτεται. Και κυρίως χωρίς να λύνει.
Δεν αντέχει τα στραβά κάδρα.
Αλλά κάνει τα στραβά μάτια.
Όπως και άπειρες ομοιοκαταληξίες. Όταν πιέζεται, μιλάει εμμονικά με δεκαπεντασύλλαβο.
Μεγαλωμένη τη δεκαετία του ’90, ζει πολλές διαφορετικές ζωές και παίζει ρόλους φωναχτά μέσα στη ντουλάπα της, αλλά έξω από αυτήν…σιωπή. Ανοχή και σιγή.
Έχει αγαπήσει σφόδρα τον Πάτρικ Σουέιζι και τον Μάκη.
Αλλά τελικά τη ζωή της αλλάζει ο Χάρης Χάρμας, που πίστευε στο Θαύμα του Κάρμα.
Ψ.
Μυστήριος τύπος με πολλά πρόσωπα. Είναι το σώμα δεκάδων φωνών και η φωνή δεκάδων σωμάτων.
Εμφανίζεται απρόσκλητος, στο μισοσκόταδο και ρωτάει ασταμάτητα. Πολυεργαλείο απαράμιλλης φυσικής αντοχής, γιατί στέκει ακλόνητος, ενώ στραγγαλίζεται συστηματικά μέσα στη Ντουλάπα, όσο η Ψουψούλα παίζει τους ρόλους της. Δεν υποκύπτει όμως. Είναι πολύ σκληρός για να τον πεθάνει.
Και ο Ψ. ξεσκονίζει. Αλλά τα μέσα.
Λατρεύει το pasodoble και ζαλίζεται με το δεκαπεντασύλλαβο. Χόμπι του να σηκώνει τα χαλιά για να βγουν οι βρώμες και να πιέζει το δάχτυλο σε πληγές, όταν κακοφορμίζουν. Δεν βολεύεται σε συρταράκια και απεχθάνεται τη σιγή της φίμωσης.
Βασικό του χαρακτηριστικό η δισυπόστατη ύπαρξη του. Είναι εντός και ταυτόχρονα εκτός.
Αγαπημένο του πουλί, η στρουθοκάμηλος. Γιατί θέλει αλλά δεν μπορεί να πετάξει. Είναι όμως πολύ δυνατή και μπορεί να απομακρυνθεί από τις κακοτοπιές, αν το συνειδητοποιήσει. «Αν κοιτάξει και δει, μόνο τότε θα σωθεί.», λέει.
Αν ήταν μέρος του σώματος, θα ήταν στόμα. Όχι ένα, πολλά. Γιατί πιστεύει ότι τους φόβους εξαφανίζουν τα μάτια και τα στόματα που μιλούν άφοβα για όνειρα.
Αγαπάει τις τρύπιες απόχες. Κυνηγάει τα όνειρά του ακόμη και με αυτές. Εύχεται μια μέρα να του φυτρώσουν εκατό πόδια για να τρέχει πίσω από κάθε μικρή φλογίτσα ελπίδας, ώσπου να βγει στο Φως.
Αξεσουάρ του οι τιράντες και οι κιμωλίες.
Ποια φράση από το έργο ξεχωρίζετε και γιατί;
Επειδή τα τραγούδια στο «Ψ.» είναι οργανικά συνδεδεμένα με τη δράση, ας γίνουν οδοδείκτες μας μερικοί στίχοι από αυτά που ακούγονται στην παράσταση, σε μουσική Οδυσσέα Αποστολόπουλου:
Μην περιμένεις κανέναν να σε βγάλει από τη Ντουλάπα
Μίλα κι ασ’ τα θαύματα να κάνουν φασαρία
Ασ’ τους φόβους σου να κλαίνε στη γωνία
Πίστεψε στο κάρμα σου, μείνε στην ουσία
Γίνε εσύ το θαύμα σου, γίνε η σωτηρία
Τα σκιάχτρα πέτα στα πιο βαθιά πηγάδια
Ελευθερώσου και ανάπνεε τα βράδια
Τους φόβους κάψε, πίστευε, και έξω απ’ τα μετόπισθεν
Γιατί η ζωή θέλει εμπρός και όχι με την όπισθεν
Οι στίχοι αυτοί συμπυκνώνουν τον πυρήνα του έργου. Η ανάδειξη της προσωπικής μας ευθύνης σε καταλύτη για την απελευθέρωσή μας από τους έσω και έξω δαίμονες. Η σημασία της ελευθερίας που ξεπηδά από τη φωνή: όταν μιλάμε, όταν αρθρώνουμε τα θέλω μας, είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Κι από την ανεμπόδιστη φωνή, ξεπηδούν τα θαύματα. Είναι δικά μας γεννήματα τα θαύματα, παιδιά της αφοβιάς, της αναμέτρησης με τον επιβεβλημένο εγκλωβισμό και με τους περιοριστικούς φόβους.
Επίσης, αναδεικνύουν την αξία της αυτεπίγνωσης. Η συνειδητοποίηση του απώτερου σκοπού ζωής κάθε ανθρώπου είναι ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη του και πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα της δράσης του. Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την αποστολή που ο καθένας μας έχει έρθει να επιτελέσει, τόσο πιο δυστυχείς αισθανόμαστε και τόσο πιο άσκοπα περιφέρουμε τις υπάρξεις μας. Οντολογικά σκεπτόμενοι, είναι αδήριτη ανάγκη για τον άνθρωπο να εντοπίσει την ουσία της δικής του διαδρομής και να την υπηρετήσει πιστά, υπερπηδώντας τις όποιες αντίρροπες δυνάμεις τον εκτρέπουν από την «καρμική» του διαδρομή.
Το «Ψ.» αντιμετωπίζει την ίδια την ύπαρξη ως μία πράξη αντίστασης. Ως μια πάλη με τα σκιάχτρα που στέκουν αποτρεπτικά, τοποθετημένα από τους Άλλους στα δικά μας όμως χωράφια. Αυτή την καταστρατήγηση της ελευθερίας μας και την απελπισία των φιμωμένων φωνών μας τοποθετούν οι ήρωες στον πυρήνα της δράσης τους. Η Έξοδος από τις Ντουλάπες μας σηματοδοτεί την πάλη μας στο πεδίο της μάχης. Η νίκη έχει ήδη επιτευχθεί, από τη στιγμή που συγκροτημένοι αποφασίζουμε να πολεμήσουμε, εγκαταλείποντας τα μετόπισθεν. Ένας αγώνας είναι ανάγκη να αντιμετωπίζεται τελεολογικά. Οι φόβοι για την έκβασή του ας μην μας απασχολούν. Και κυρίως ας μην μας εκτρέπουν από αυτόν.
Πού συναντάμε τις πτυχές του έργου στη σημερινή εποχή;
Ως δημιουργοί, έχουμε ευθύνη για την ανάγλυφη αποτύπωση της εποχής μας. Είναι ανάγκη να συγχρονιζόμαστε με τις εξελίξεις σε ένα κομβικό σημείο του χρόνου, όπου συναντιέται το εφήμερο Τώρα μας με την υποχρέωσή να καταγράψουμε στο Πάντα τις φωτιές που κατακαίνε το Σήμερά μας.
Το «Ψ.» γράφτηκε πριν την περίοδο της πανδημίας αλλά και της έκφρασης του κινήματος #metoo στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσα όμως να έχω φανταστεί μια ευνοϊκότερη συγκυρία από το σήμερα για να ξαναδιαβαστεί και να ερμηνευθεί σκηνικά εκ των υστέρων ένα κείμενο που δημιουργήθηκε σε παλαιότερη περίοδο, όταν κυριολεκτικά «έβραζαν» και προετοιμάζονταν αλλαγές στην κοινωνία μας, αλλά είναι σαν να ο δημιουργός του να το εμπνεύστηκε με αφορμή τις τρέχουσες του εξελίξεις. Η έκβαση αυτή με χαροποιεί, καθώς αισθάνομαι ότι το έργο και η παράσταση είναι απόλυτα συγχρονισμένα με το σήμερα και το αφουγκράζονται. Η αυξανόμενη βία που βιώνεται συστηματικά την τελευταία τριετία με πολυποίκιλες και αδιανόητες εκφάνσεις, η κατάχρηση εξουσίας σε πολλαπλά επίπεδα που απειλεί να κατακρεουργήσει τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας – αν δεν τις δολοφονεί- , ο αποκλεισμός στις «Ντουλάπες» μας υπό το καθεστώς φόβου που καλλιεργείται συνολικά και σε διάφορα μέτωπα, η άνοδος των ακραίων φαινομένων σε διεθνές επίπεδο, ο εκφοβισμός, η περιθωριοποίηση και η φίμωση των διαφορετικών, η πόλωση, όλες αυτές οι συνιστώσες της νέας κοινωνικής κρίσης που βιώνουμε εδώ και κάποια χρόνια αποτελούν καταγγελτικούς πυλώνες του έργου και πεδία τα οποία οι ήρωες προσεγγίζουν με όχημα άλλοτε τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ και άλλοτε την σφοδρή μετωπική σύγκρουση.
Το έργο πραγματεύεται θέματα διαχρονικά, υπό το πρίσμα όμως του τοπίου που έχει διαμορφωθεί στο Σήμερά μας. Γράφεται σε μία εποχή που φαινομενικά ενθαρρύνεται η πολυφωνία και η διαφορετικότητα. Βλέποντας όμως το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο γύρω μας, αναδύονται πολλαπλά ερωτήματα: Είμαστε, πραγματικά έτοιμοι να υπάρχουμε με σεβασμό ως «διαφορετικοί» μεταξύ μας; Έχουν εξαφανιστεί πλήρως οι αγκυλώσεις του χτες για την επιβεβλημένη ομοιομορφία; Πώς αντιμετωπίζουμε το ψυχικό τραύμα, που προκύπτει από τις καταπιεστικές συμβάσεις και τις εξουσιαστικές φιγούρες που μας φιμώνουν; Πώς συμφιλιωνόμαστε με τον εαυτό μας; Πόσο τον αφουγκραζόμαστε, όταν οι γύρω φωνές μας αποξενώσουν από αυτόν; Στο δυτικό κόσμο έχουμε πλέον όλες τις ελευθερίες που χρειάζεται ο άνθρωπος για να αναπτυχθεί ανεμπόδιστος. Τις αξιοποιούμε όμως; Κι αν όχι, τι φταίει; Σε ποιο βαθμό οι «άλλοι» θέτουν τα εμπόδιά προς την αυτοεκπλήρωση μας; Ποια είναι, τελικά, η προσωπική μας ευθύνη στην αλλαγή;
Νομίζω ότι ένα από αυτά που καθιστούν σημαντική την καλλιτεχνική δημιουργία είναι να πραγματεύεται τις αιώνιες πανανθρώπινες αξίες με τους όρους των εκάστοτε «Σήμερα». Να προσαρμόζει την έκφρασή της και να προσεγγίζει τις Αλήθειες μέσα στο κατά περίπτωση σύγχρονό τους τοπίο και όχι με αποστειρωμένη παρελθοντολογία, για να μας προβληματίσει τελικά σχετικά με το αν ο Άνθρωπος έχει κατακτήσει νέες κορυφές ή πρέπει να στραφεί στα (διόλου) αυτονόητα των αξιών και να τα επεξεργαστεί με λεπτότητα από το μηδέν σαν να πρωτοπατά στη γη μόλις σήμερα.
Εύχομαι οι θεατές να διαπιστώσουν με την προσωπική εμπειρία τους αν το έργο έχει πετύχει να καταγράψει τον παλμό της εποχής μας όπως τον εισέπραξα ως βαθιά κοινωνική δόνηση, μετουσιώνοντάς την σε λέξεις και εικόνες. Όταν όμως το «Ψ.» σταματήσει να «μιλάει» στους ανθρώπους, θα είναι ευχής έργον. Γιατί θα σημαίνει πώς τότε θα έχουμε πραγματικά επιτύχει να σπάσουμε τα δεσμά του εγκλωβισμού μας στις Ντουλάπες, με την αμοιβαία αποδοχή αλλά την ελευθερία που γεννά η απροϋπόθετη αγάπη προς τον Εαυτό μας και τους Άλλους.
Εάν είχατε ένα μαγικό ραβδί τι θα αλλάζατε στο ελληνικό θέατρο;
Την ανοιχτοσύνη του.
Μετά την περίοδο του εγκλεισμού, ξεκίνησε να αλλάζει συνολικά το θεατρικό τοπίο. Πολλαπλασιάστηκαν οι παραστάσεις, συγκροτήθηκαν νέες ομάδες, αυξήθηκε η πρωτογενής θεατρική παραγωγή, ενώ το πλαίσιο αναδιαμορφώθηκε σημαντικά συνεπεία και του θεατρικού #metοο αλλά και της ανάγκης για μία περισσότερο συγκροτημένη και ενιαία θεσμική προσέγγιση του ρόλου του ηθοποιού. Επομένως, το «χωράφι» που μοιραζόμαστε με τους συναδέλφους μας ανασκάφτηκε και οργώθηκε εκ νέου, οπότε στην μεταπανδημική εποχή βρισκόμαστε στη φάση της αρχόμενης σποράς, διεκδικώντας το δικαίωμα του «υπάρχειν» στο θέατρο, σε μια προσπάθεια να απομακρυνθούμε από τις αγκυλώσεις του χτες.
Θεωρώ πως ο δρόμος είναι μακρύς. Και σίγουρα δεν θα εκτραπεί εύκολα από την νοσηρή εν πολλοίς πορεία που ως σήμερα έχει ακολουθήσει (αναφορικά με την προσβασιμότητα των νέων ηθοποιών στην θεατρική παραγωγή), εάν εμείς οι ίδιοι δεν διυλίσουμε την εμπειρία των προηγούμενων ετών και δεν στρέψουμε την προσοχή μας στις αρτιοσκληρωτικές πρακτικές αποκλεισμού και επιλεκτικής «συνοδοιπορίας» με τους γνωστούς και οικείους μας, που αποτρέπουν τις νέες δημιουργικές δυνάμεις του θεάτρου από το να υπάρχουν ως ανανεωτικές συνιστώσες μίας νέας εποχής που έχουμε πραγματικά ανάγκη να βιώσουμε.
Το νόημα της αλλαγής δεν είναι μόνο να ευαγγελιζόμαστε την ανοιχτοσύνη του θεάτρου και συνολικότερα της Τέχνης στο νέο αίμα, αλλά ταυτόχρονα να μην στραγγαλίζουμε εν τη γενέσει της κάθε προσπάθεια, μην στηρίζοντας, μην δίνοντας ευκαιρίες, αποκλείοντας και περιθωριοποιώντας δημιουργούς και ερμηνευτές επειδή δεν ανήκουν απαραίτητα στον κύκλο των αναγνωρίσιμων θεατρικών προσώπων. Οι νέοι δημιουργοί και ερμηνευτές είναι ανάγκη να έχουν βήμα. Το Greek Play Project είναι αφοσιωμένος συνοδοιπόρος τους στη διαδικασία αυτή, στο πλαίσιο μιας ανανεωτικής συνδρομής στο μετασχηματισμό του θεατρικού τοπίου και όχι μίας προσκολλημένης σε δυσλειτουργικά θέσφατα αναπαραγωγής παλιών μοτίβων. Έχει ανοιχτοσύνη, έχει μάτια και αυτιά για το Νέο, δίνει χώρο και βήμα σε αυτό, με συγκρότηση αλλά και με εμπιστοσύνη στη δυναμική του. Δυστυχώς αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Και αν κάτι πρέπει να αλλάξει -και σίγουρα το GPP το ευαγγελίζεται-, είναι η προσκόλληση σε σκοτεινές πρακτικές στραγγαλισμού του Νέου. Είναι αδιανόητο να χρειάζεται ακόμα να δημιουργούνται «αυλές» και να μετέρχεται κανείς αμφισβητούμενα μέσα προκειμένου να διεκδικήσει μία ευκαιρία να δώσει «δείγματα γραφής» στο θέατρο. Να επιτελέσει, εν τέλει, το σκοπό του. Και αν έχει κάτι να πει, ας αφήσουμε την θεατρική εμπειρία να το κρίνει και κυρίως το καλώς εννοούμενο «αμίληκτο» θεατρικό κοινό που θα αποφασίσει με ειλικρίνεια στο τέλος της διαδρομής αν κανείς μπορεί να υπηρετήσει τίμια το θέατρο και έχει λόγο ύπαρξης σε αυτό. Προφανώς είναι ανάγκη να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι, αλλά ας έχουμε πάντα κατά νου ότι μαζί με τα ξερά καίγονται δυστυχώς συχνά και τα χλωρά, που θα μπορούσαν να γίνουν αιωνόβια πλατάνια.
Η προσπάθεια των ηθοποιών να υπάρχουν, ως πράξη αντίστασης στον αφανισμό τους, τους ωθεί συχνά στην θεατρική ανεξαρτησία και τη συγκρότηση ομάδων, ώστε να αδράξουν τουλάχιστον την ευκαιρία να δώσουν το στίγμα μας και να μην παραδώσουν αμαχητί τα όπλα σε ένα σύστημα που στραγγαλίζει το Νέο και το αποστερεί από ευκαιρίες. Είναι γεγονός ότι ο αριθμός των ηθοποιών έχει εκτοξευτεί δραματικά. Και η κατάργηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος επιδεινώνει την εργασιακή λαίλαπα. Όμως, είναι δυστυχώς πικρή αλήθεια ότι παρά την πληθώρα των τηλεοπτικών παραγωγών και θεατρικών παραστάσεων ειδικά μετά την έξαρση της πανδημίας, οι πόρτες συνήθως παραμένουν κλειστές για τους νέους ηθοποιούς και δεν υφίστανται παρά ελάχιστα πεδία δημιουργίας δίπλα σε εγνωσμένα πρόσωπα του χώρου που επιθυμούν να λειτουργήσουν ως πόλοι προσέλκυσης και νέων ερμηνευτών. Ακόμη -ίσως περισσότερο από ποτέ – εμπορευματοποιούνται ακόμη και εργαλεία αναζήτησης νέων συντελεστών όπως οι ακροάσεις, αποθαρρύνοντας το παλλόμενο δημιουργικό σκέλος του θεάτρου.
Αυτό θα έκανα λοιπόν με το μαγικό μου ραβδί. Θα άνοιγα τα μάτια και τα αυτιά των θεατρανθρώπων (κάθε ιδιότητας) στους νέους δημιουργούς και ερμηνευτές, για να μην καταδικάζονται άλλο στην αδράνεια (ή στο ξεπούλημα των αρχών τους). Αυτό θα ήθελα να φωνάζει το «ραβδί της αλλαγής»: «Επισκεφτείτε τους θήλακες αντίστασης που φτιάχνουν οι ανεξάρτητοι παραγωγοί και τα μεσαία και μικρά θέατρα, παρακολουθήστε φερέλπιδα φιντάνια, αγκαλιάστε τα, ποτίστε τα με την εμπειρία σας και αφήστε τα να περπατήσουν τους θεατρικούς δρόμους σε μία όμορφη σκυταλοδρομία μελλοντικής διαδοχής. Θα αφήσετε ένα υπέροχο φυτώριο πίσω σας, που θα παράγει αιώνια οξυγόνο για κάθε θεατή.»
Πείτε μας γιατί να σας δούμε.
Αφήνω εδώ…λίγες σκέψεις και εσείς, αφού μας δείτε, θα διαδώσετε τα νέα!
- Πρωτότυπο και σύγχρονο έργο
- Νέα δημιουργός – νέοι ηθοποιοί (που επιβίωσαν από την πανδημία)
- Πρωτότυπα τραγούδια & μουσικές συνθέσεις – Live ερμηνεία των τραγουδιών (τα τραγούδια θα έχουν ζωή και πέραν της παράστασης, να μου το θυμηθείτε)
- Εμπνευσμένη κινησιολογία και υποβλητικοί φωτισμοί
- Χειροποίητη παράσταση με αγάπη, μεράκι, αφοσίωση, αντοχή στο χρόνο (και σε τουλάχιστον 3 καραντίνες και πάμπολλους αποκλεισμούς σε ντουλάπες)
- Κέφι, μπρίο, αυτοσαρκασμός και χιούμορ πικρόγλυκο
- Ενδοσκόπηση (με το γάντι και χωρίς)
- Επί σκηνής παρελαύνουν σπουδαίες φυσιογνωμίες εκτός της Ψουψούλας και του Ψ., όπως ενδεικτικά (και όχι περιοριστικά):
Ο Χάρης ο Χάρμας,
Η Λιλίκα Καλημέρη
Ο Μάκης Κουβάς
Οι πρωταθλητές κουτσού
Η μαμά (Αντιγόνη Μπλαμπλά)
Κάποιος δημοσιογράφος
Ο Ιταλός που παραφυλάει
Μια ντουλάπα
Ένας Όρι
Ο μπαμπάς (Γιαννάκης Ντάρντανος)
Μια Μαντλέν
Ο Παταπούφας
Ο επιστάτης και η μισή Πέμπτη Δημοτικού
Μια πεθερά που την έλεγαν Σουλτάνα Μπουφέ
Η στρουθοκάμηλος που νιώθει παπαγάλος
Ο Δήμαρχος Δημοσθένης Τενεκές
Οι μη Λιλίκες
Ένας ελέφαντας
Τα μήλα και ένα σμούθι
Δώρο ένας οδικός χάρτη εξόδου από τις «Ντουλάπες»!
Spread the #Psoupsoula Word!
Το πρωτότυπο έργο της Άλκηστης Ηλιάδη με τίτλο «Ψ.» παρουσιάζεται από 9 Nοέμβρη στο Studio Μαυρομιχάλη κάθε Τετάρτη και Πέμπτη για 10 παραστάσεις.
Το «Ψ.» είναι μία γλυκόπικρη εξομολόγηση με καυστικό χιούμορ. Μία βουτιά προς τα μέσα,
αναζητώντας την προσωπική ευθύνη ως καταλύτη για την απελευθέρωση από τους δαίμονές
μας. Οι ήρωες αναμετρώνται με τους φόβους, τις εξουσιαστικές φιγούρες και τις καταπιεστικές
συμβάσεις που μας κλειδώνουν στη «ντουλάπα». Ανατρέχουν στο παρελθόν, αναπολούν αστείες μέρες και αντιμετωπίζουν τα τραύματα, σηκώνοντας τα «χαλιά».
Μέσα από τη σχέση τους, το έργο ερευνά επίσης τα όρια της δυαδικότητας.
Πόσα πρόσωπα έχουν οι σχέσεις;
Πόσο βίαιο είναι το παιχνίδι με τον εαυτό μας;
Μπορούν τελικά να μας απελευθερώσουν οι αλήθειες που φοβόμαστε να αντικρίσουμε;
Ντυμένο με πρωτότυπα τραγούδια των Οδυσσέα Αποστολόπουλου
και Άλκηστης Ηλιάδη, το «Ψ.» δεν ψιθυρίζει.
Μιλάει φωναχτά στις ψυχές μας.
Μια ιστορία για τα στόματα
που (μας) κλείνουν και (μας)
κλείνουμε.
Και για τη ζωή που γλιστρά από
τα χέρια μας, χωρίς μιλιά.
Ως πότε;
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Άλκηστη Ηλιάδη
Σκηνογραφική|Ενδυματολογική επιμέλεια: Πηνελόπη Μωρούτ
Σχεδιασμός φωτισμού: Madamoni Project
Κινησιολογία – Χορός: Πηνελόπη Μωρούτ
Πρωτότυπη μουσική & ενορχήστρωση: Οδυσσέας Αποστολόπουλος
Στίχοι: Άλκηστη Ηλιάδη
Σχεδιασμός υλικών|γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Εικοσιπεντάκης
Artwork: Δήμητρα Αποστολοπούλου
Ειδικές κατασκευές: Χρήστος Αποστολόπουλος | Αναστασία Κουρή
Φωτογραφία – Video: Δώρα Δημητρίου | Ελισάβετ Shahakimova-Παπαγιαννίδη
Μακιγιάζ: Ελευθερία Αρχοντάκη
Ηχογραφήσεις|Μastering: PROVA MUSIC STUDIOS – Λουκάς Λυμπέρης | Χρήστος Βεντουράς
Κιθάρες: Νίκος Αρβανίτης | Μιχάλης Καραγιάννης
Οργάνωση παραγωγής: Madamoni Project
Παίζουν: Άλκηστη Ηλιάδη | Άρις Λεοντόπουλος
Video παράστασης: https://www.youtube.com/watch?v=vGtwbnBBJJQ
Συνεντεύξεις