Το κορίτσι που επιμένει του Τηλέμαχου Τσαρδάκα στο Θέατρο Άβατον

Η έκδοση ενός νέου θεατρικού κειμένου, γραμμένου αποκλειστικά για παιδιά, αποτελεί μια πολύ καλή είδηση στο χώρο του παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα που τα τελευταία χρόνια βασίζεται κυρίως σε διασκευές παραμυθιών ή και θεατρικών έργων αρχικά γραμμένων για ενήλικες. Διασκευές οι οποίες λειτουργούν μεν παραστασιακά, καθώς γίνονται με σκοπό μία συγκεκριμένη παράσταση αλλά σπάνια καταφέρνουν να αποτελέσουν παρακαταθήκη για το μέλλον. Η δραματουργική εξέλιξη του θεάτρου για παιδιά έχει ανάγκη από τέτοιες εκδοτικές πρωτοβουλίες που θα βάλουν στο χαρτί τα δραματικά κείμενα και θα τους δώσουν την ευκαιρία να δοκιμαστούν από διαφορετικούς καλλιτέχνες σε διαφορετικές συνθήκες. Είναι βήματα απαραίτητα για τη συνολική ανάπτυξη ενός είδους θεάτρου που διεκδικεί τον σεβασμό του θεατή και επιθυμεί να λειτουργήσει πέρα από τα όρια ενός χαρούμενου κυριακάτικου πρωινού που θα γεμίσει τον χρόνο παιδιών και γονέων.

 Η είδηση αυτή γίνεται ακόμα καλύτερη όταν το θεατρικό έργο που εκδόθηκε έχει βρει και τον δρόμο του για τη σκηνή και αναμετριέται με τους καλλιτέχνες και με το κοινό. Το κορίτσι που επιμένει (ή πως φτιάχτηκε ο άσπρος πλανήτης της αγάπης), του Τηλέμαχου Τσαρδάκα, παράλληλα με την έκδοσή του φέτος παρουσιάζεται σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον συγγραφέα στην Αθήνα στο Θέατρο Άβατον. Ο πυρήνας του έργου είναι απλός: ένα κορίτσι αγαπάει ένα αγόρι, ζουν μαζί την ιδανική ευτυχία όμως την μέρα του γάμου τους, ο θεός Πλούτωνας ζηλεύει την αγάπη τους και κλέβει το αγόρι οδηγώντας το στον Κάτω Κόσμο. Και το κορίτσι ξεκινάει ένα ταξίδι, γεμάτο περιπέτειες και δυσκολίες, αποφασισμένο να φέρει πίσω τον αγαπημένο του.

Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης λειτουργεί ως πολύ χαλαρή βάση για το νέο θεατρικό κείμενο, που παίρνει κομμάτι κομμάτι την γοητευτική αυτή ιστορία της ελληνικής μυθολογίας και την αναδημιουργεί, σε μία προσπάθεια να την φέρει πιο κοντά στο σήμερα ώστε να αφορά τον σύγχρονο νεαρό θεατή. Εδώ βέβαια, έχουμε ένα κορίτσι που επιμένει να φέρει πίσω τον αγαπημένο της – σε μία ανατροπή των κλισέ που θέτει στο επίκεντρο μία νεαρή γυναίκα αντί για τον νεαρό άνδρα που έχουμε συνηθίσει. Είναι μια ευχάριστη έκπληξη πολλώ δε μάλλον που το κορίτσι δεν χρησιμοποιεί μόνο τη δύναμη της μουσικής και της γοητείας, όπως ο Ορφέας, αλλά και το χιούμορ, την επιμονή και την ευστροφία της προκειμένου να εκπληρώσει τον στόχο της. Και σε αντίθεση με τον Ορφέα, όταν χάνει τον αγαπημένο της για δεύτερη φορά, καθώς παραβιάζει τον όρο που της έθεσε ο Πλούτωνας, δεν καταθέτει τα όπλα – αντίθετα παραδίδει ένα μάθημα αποφασιστικότητας που προσφέρει και το πολυπόθητο happy end σε μια παράσταση για νεανικό κοινό.

Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το Κορίτσι που επιμένει ως «έργο αφηγηματικού μουσικού θεάτρου» και εδώ κρύβεται ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του κειμένου: καθώς οι ηθοποιοί διηγούνται την ιστορία παράλληλα σχεδόν…την αποδομούν. Οι εύστοχες διακοπές της δραματικής ροής έρχονται να κλείσουν το μάτι στους μικρούς θεατές- τους ψιθυρίζουν στο αυτί: ξέρουμε ότι σας λέμε ένα παραμύθι και ναι, ξέρουμε ότι είναι σχεδόν παιδιάστικο, όλοι ξέρουμε ότι πάει κάπως έτσι «οι καλοί, οι κακοί, ένα πρόβλημα, η μάχη και η ευτυχισμένη λύση…» όμως, κοιτάχτε, είναι η πορεία που μετράει, όχι η αρχή και το τέλος αλλά η μέση, δώστε σημασία στην πορεία, στην προσπάθεια και όχι στο αποτέλεσμα, μην βιάζεστε. Αλλά εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η μεγαλύτερη αδυναμία του καθώς καταλήγει φορές φορές να υπερεξηγεί τα μηνύματα επιχειρώντας -ίσως;- να μαλακώσει και ένα κομμάτι ενός τρυφερού και συνάμα λυπητερού μύθου. Δεν είναι απαραίτητο όμως. Τα παιδιά είναι πιο ανθεκτικά από όσο φανταζόμαστε και όταν πραγματεύεσαι ένα δύσκολο μύθο που μιλάει για την αρχέγονη αξία της αγάπης αξίζει να πάρεις το ρίσκο να τον αφήσεις να κυλίσει. Γιατί, οι ιστορίες, όπως τα παιδιά ξέρουν ενστικτωδώς πολύ καλά, μιλούν και από μόνες τους.

Στο θέατρο Άβατον, σε μια δύσκολη σκηνή, πολύ κοντά στους θεατές, η σκηνοθεσία του Τηλέμαχου Τσαρδάκα χρησιμοποιεί όπως και ο ίδιος προτείνει στο επίμετρο του βιβλίου ποικίλες θεατρικές τεχνικές, λίγο περισσότερες και από αυτές που έχει πραγματικά ανάγκη, όμως με τέτοιο ρυθμό και άνεση που εν τέλει δεν ενοχλούν . Η μουσική του Διονύση Μπάστα, πέμπτος ρόλος στην πραγματικότητα, δυναμική και μαζί τρυφερή, είναι κομμάτι άρρηκτο του κειμένου και βασικό χαρακτηριστικό της γοητείας της παράστασης. Η κίνηση του Σπύρου Κουβαρά εξαιρετικά μελετημένη και τα κοστούμια της Μαρίας Βασιλάκη χαρούμενα και με σωστή αισθητική γεμίζουν τον άδειο μαύρο χώρο της σκηνής.

Ο Τηλέμαχος Τσαρδάκας ευτύχησε όμως, και στην επιλογή και των τεσσάρων νεαρών ηθοποιών: η Μαρία Δελετζέ, ο Θοδωρής Ζωγόπουλος,  η Πάολα Καλλιγά και ο Μάριος Κρητικόπουλος υποστηρίζουν με αστείρευτη ενέργεια κάθε βήμα του σκηνοθέτη. Πολυτάλαντοι, ερμηνεύουν – οι τρεις από τους τέσσερις – πολλαπλούς ρόλους, τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν ακόμα και κουκλοθέατρο χωρίς ούτε λεπτό να χάνουν το πολύτιμο μέτρο που σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο θα μπορούσε εύκολα να κάνει την παράσταση κουραστική. Δουλεμένοι σε φωνή, κίνηση και ερμηνείες, απόλυτα συντονισμένοι θυμίζουν καλοκουρδισμένη ορχήστρα που ακολουθεί έναν αόρατο μαέστρο χωρίς ούτε στιγμή να αμφισβητεί τις επιλογές του. Εν ολίγοις, μια παράσταση που αξίζει να δείτε τόσο για το κείμενο όσο και για το μάθημα ομαδικής υποκριτικής που παραδίδεται από ηθοποιούς και σκηνοθέτη.  

Καρανάνου

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο