Ραίη Μπράντμπερυ, «Φαρενάιτ 451». Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος – Θέατρο Πόρτα.

Ο Ραίη Μπράντμπερυ (1920-2012) γράφει σε ανύποπτο χρόνο (1953) το «Φαρενάιτ 451», ένα έργο με αντικείμενο το κάψιμο των βιβλίων γενικά. Φυσικά, από την Ιερά Εξέταση έως τον ναζισμό και κάθε μορφής απολυταρχικά καθεστώτα, η καταστροφή συγκεκριμένων κατηγοριών βιβλίων υπήρξε προσφιλής δραστηριότητα. Ο συγγραφέας, ωστόσο, τοποθετεί σε μια άλλη λογική το κάψιμο των βιβλίων του έργου του που το κάνει από μια άποψη προφητικό: τα βιβλία απαιτούν σκέψη αλλά και δημιουργούν ένα είδος σύγκρουσης ιδεών σε μια κοινωνία, όπως αυτή που φαντάζεται, όπου ισχύει η πλήρης συνταγματική ισότητα, η τηλεοπτική ελαφρά ψυχαγωγία και, τελικά, η μαζική κουλτούρα. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο προβληματισμός, η ανάγκη βαθύτερων αναζητήσεων μέσω των βιβλίων μπορεί να δημιουργήσει «ανισότητες», να θίξει μειονότητες, να διαφοροποιήσει τα άτομα, γεγονός μη επιθυμητό. Η ολική καταστροφή των βιβλίων συνιστά τη λύση.                    Τα παραπάνω επιχειρήματα ακούγονται σε μακροσκελείς, είναι αλήθεια, μονολόγους των εκπροσώπων των πυροτεχνουργών, αυτού του ειδικού Σώματος Κρατικής Ασφάλειας της δυστοπικής κοινωνίας του έργου που ωστόσο δεν διαφέρει από αυτήν που ζούμε σήμερα με την απόλυτη επικράτηση της τεχνολογίας, την υποβάθμιση κάθε έντυπου μέσου, την κυριαρχία του διαδικτύου.                                                          
Ο Μπράντμπερυ επανεπεξεργάστηκε το μυθιστόρημα δίνοντάς του θεατρική μορφή κάποια χρόνια αργότερα (το 1979) αλλάζοντάς το σημαντικά, δηλαδή πολύ αργότερα από την ομώνυμη εντυπωσιακή στην εποχή της (1966) ταινία του Φρανσουά Τρυφώ με τους Όσκαρ Βέρνερ (Μόνταγκ), Τζούλυ Κρίστι (Κλαρίς) και Σύριλ Κιούζακ (Μπήτυ). 
Ο Μόνταγκ, όπως και ο Μπήτυ ανήκουν στην ομάδα των πυροτεχνουργών οι οποίοι αναλαμβάνουν, μόλις εντοπιστούν βιβλία, το κάψιμό τους. Ο πρώτος θα διολισθήσει ασυνείδητα στην κατάσταση αναγνώστη ενώ η γνωριμία του με την Κλαρίς θα τον οδηγήσει στη σταδιακή ανακάλυψη ενός άλλου κόσμου, εκείνου που διασώζει βιβλία και γι’ αυτό καταδιώκεται. Ο δεύτερος θα αποκαλυφθεί παλαιός λάτρης βιβλίων ο οποίος τα αποποιήθηκε λόγω προσωπικών του συμβάντων αλλά, παρόλα αυτά, διατηρεί πάντοτε «βιβλιοθήκη». Ο πρώτος θα βρεθεί τελικά διωκόμενος για να οδηγηθεί στο δάσος όπου μια άλλη κοινωνία ανθρώπων έχει δημιουργηθεί και στην οποία ο καθένας από αυτούς φέρει ως όνομα τον τίτλο του βιβλίου που έχει αποστηθίσει διασώζοντάς το. Ομολογουμένως, στην ταινία του Τρυφώ η σκηνή του δάσους με τους ανθρώπους-βιβλία αποκτούσε συγκλονιστικές διαστάσεις. 
Δεν μου έδωσε την ίδια αίσθηση το ανάλογο τέλος στην παράσταση που σκηνοθέτησε στο Θέατρο Πόρτα ο Θωμάς Μοσχόπουλος όπου όλα καταλήγουν εκεί χαμηλότονα. Ίσως φταίει το μη πειστικό σκηνικό της συγκεκριμένης εικόνας, ίσως φταίει η υποτονική ερμηνεία του Αλέξανδρου Λογοθέτη στον ρόλο του Μόνταγκ ο οποίος τόσο ως φανατισμένος πυροτεχνουργός όσο και ως μεταλλαχθείς λάτρης βιβλίων παραμένει το ίδιο απαθής, μπερδεμένος εξ αρχής, άβουλος, σχεδιάζοντας έναν αδιάφορο χαρακτήρα.                                                                                             
Δεν ξέρω πώς λειτούργησε το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού στο Φεστιβάλ Αθηνών όπου έκανε την πρεμιέρα της η παράσταση αλλά ο σίγουρα πιο περιορισμένος χώρος του Θεάτρου Πόρτα δεν ευνόησε τον καθοριστικό ρόλο των βιντεοπροβολών, τηλεοράσεων και διαδραστικών παιχνιδιών τα οποία φανατικά παρακολουθούν οι πολίτες, μεταξύ των οποίων και η Μίλτρεντ, η σύζυγος του Μόνταγκ. Στον ρόλο, με κίνηση σχεδόν ανδρείκελου που δείχνει τα ετεροκαθοριζόμενα από το σύστημα άτομα, έδωσε απολαυστικές σκηνές η Ευδοκία Ρουμελιώτη. Μαζί με τις φίλες της,  την Έλεν (Κίττυ Παϊταζόγλου) και Άλις (Θάνος Λέκκας) που συμμετέχουν στο τηλεπαιχνίδι έδωσαν μια από τις καλύτερες εικόνες του έργου. Η Παϊταζόγλου, άλλωστε, κρατάει με ευαισθησία και λεπτή ισορροπία και τον ρόλο της Κλαρίς, της παράξενης κοπέλας που θα αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό για να οδηγηθεί ο Μόνταγκ στις αναθεωρήσεις του και η οποία θα χαθεί πρόωρα. 
Τον ρόλο του Μπήτυ θα αναλάβει εδώ η Άννα Μάσχα δίνοντας μια καθηλωτική ερμηνεία. Κυρίαρχη στη σκηνή, στιβαρή στην ερμηνεία της, παρόλο που επωμίζεται τους μακρύτερους και μάλλον ασαφούς επιχειρηματολογίας μονολόγους περί προσωπικής της εμπλοκής στο κάψιμο των βιβλίων, αναδεικνύεται το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης δίνοντας το προσωπικό της ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Ένα ρεσιτάλ που δεν βρήκε αντιστοιχία στον βασικό του αποδέκτη, τον Μόνταγκ του εδώ μαγκωμένου Αλ. Λογοθέτη.                                                                                           
 Στον σύντομο ρόλο του απογοητευμένου αλλά με καθοριστική επέμβαση καθηγητή Φέημπερ ο πειστικός Χάρης Τσιτσάκης ενώ ως πυροτεχνουργοί αλλά και τηλεοπτικοί παρουσιαστές οι σωστού ρυθμού Μάνος Γαλανής και Θάνος Λέκκας. 
Η εντυπωσιακότερη σκηνογραφική σκηνή ανήκει όμως στην εμφάνιση στο βάθος της σκηνής μιας «ιπτάμενης» βιβλιοθήκης που ανήκει στην κυρία Χάντσον με την συγκινητική κατάθεση της Ξένιας Καλογεροπούλου στον ρόλο της γηραιάς κυρίας που επιλέγει να καεί μαζί με τα βιβλία της όταν εισβάλλουν στο σπίτι της οι πυροτεχνουργοί. 
Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ παρέπεμπαν σε μια μελλοντική εποχή με έντονη τη χαρακτηρολογία των προσώπων και αρκούντως κωμικές νότες σε εκείνα των αφελών κυριών ενώ καθοριστικό ρόλο έπαιζε η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή. Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου προσπάθησαν να διαχωρίσουν σκηνικούς χώρους σε ένα αναγκαστικά ασφυκτικό σκηνικό ενώ η κίνηση που βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης και πάλι στη σκηνή των τριών κυριών αλλά και ειδικά σε εκείνη της Ρουμελιώτη ήταν της Σοφίας Πάσχου. 
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανέλαβε και τη μετάφραση ενός έργου που αποδεικνύεται επίκαιρο περισσότερο ίσως και από την εποχή που γράφτηκε-διασκευάστηκε για το θέατρο καθώς η αναμέτρηση με τον απαιτητικό γραπτό λόγο φθίνει μπροστά στις ατάκες των ιντερνετικών τουίτερ και τις άκριτες αμπελοφιλοσοφίες του facebook.  

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο