Γλυκερία Μπασδέκη, Οι 7 θάνατοι της Αντώνας

Γλυκερία Μπασδέκη, Οι 7 θάνατοι της Αντώνας. Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης – Bijoux de Kant. Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Κριτική του Δημήτρη Τσατσούλη

 

Η Αντώνα, ως δραματικό πρόσωπο, θα πρωτοεμφανιστεί στη σκηνή με την παράσταση των Bijoux de Kant Αμάραντα (2017), ερμηνευμένη από τη Μπέττυ Βακαλίδου. Για την ίδια ηθοποιό, πρωθιέρεια των αγώνων για τα δικαιώματα της τρανς κοινότητας και γενικότερα των ΛΟΑΤΚΙ+, θα γραφεί από τη Γλυκερία Μπασδέκη και το μονολογικό έργο Οι 7 θάνατοι της Αντώνας.

Έργο το οποίο, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη του Γιάννη Σκουρλέτη, χαρακτηρίζεται ως μία «in-between παράσταση», αποτέλεσμα της εποχής των αυστηρών λοκντάουν. Με άλλα λόγια, μια κινηματογραφημένη παράσταση, με έντονη τη θεατρικότητα, καθώς η διάταξη θυμίζει μια θεατρική σκηνή εντός της οποίας η ηθοποιός και ο μουσικός-ακορντεονίστας Βασίλης Ζιάκας στέκουν σχεδόν ακίνητοι, με μικρές μόνο μετατοπίσεις εντός του χώρου. Από την άλλη, η κινηματογράφηση επιτρέπει τα γκρο-πλάνα πάνω στην ηθοποιό, κάποιες εξαφανίσεις ή επανεμφανίσεις της ή, ακόμα, κάποιες μεταμορφώσεις του προσώπου της. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για θέατρο, αυτό που ως προϋπόθεση έχει τη ζωντανή συνύπαρξη θεατή και ηθοποιού, αλλά για μια υβριδική τέχνη, γεγονός που επιβεβαιώνει και η εικαστική εγκατάσταση που υποδέχεται τον θεατή.

 

 

Πράγματι, η  είσοδος του θεατή στη σκοτεινή αίθουσα 5+ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, με τις λίγες πολυθρόνες και τα πουφ ριγμένα ανάκατα μπροστά στη φωτεινή  οθόνη (όπου προβάλλεται η φράση «Love is the Key»), του επιφυλάσσει μια μικρή έκπληξη: μπροστά του βρίσκεται μια εικαστική σύνθεση με μια ξύλινη καρέκλα καφενείου που έχει πάνω της ριγμένο ένα φόρεμα και μια μικρή τσάντα, ενώ ένα άλλο φόρεμα και ένα κεφαλομάντηλο από τη Βενετία βρίσκονται ριγμένα κατά γης, μαζί με σκόρπια ροζ, μωβ, κόκκινα και άσπρα γαρύφαλλα, χαρακτηριστικό σκηνογραφικό στοιχείο της Ομάδας Bijoux de Kant. Μετά την προβολή, ο θεατής θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για κάποια από τα φορέματα, μαντήλι, τσάντα, τα οποία θα έχει φορέσει η Αντώνα σε κάποιες από τις ζωές της, κατά τη διάρκεια της διήγησής της, ενώ η καρέκλα είναι η ίδια σαν κι αυτή που καθόταν ο ακορντεονίστας. Πρόκειται για μια μετατόπιση από το εκεί της κινηματογραφικής εικόνας στο εδώ και τώρα του θεατή, ένα απομεινάρι και ενθύμιο από την Αντώνα, που πέθανε πια οριστικά την έβδομη φορά.

 

 

Η προβολή παρουσιάζει έναν κλειστό χώρο δωματίου με μια πόρτα στο κέντρο του, που δίνει σε ένα παράξενα φωτισμένο χώρο. Σταθερό σκηνικό, εκατέρωθεν της πόρτας, δύο καρέκλες καφενείου, στη μία εκ των οποίων κάθεται ο ακορντεονίστας. Από την πόρτα θα προβάλει η Αντώνα, με τη δωρική μορφή της Μπέττυς Βακαλίδου, και με συχνά γκρο-πλαν στο πρόσωπό της θα διηγηθεί την ιστορία της, από μικρό παιδί ως το τέλος της. Κάθε φορά που θα επέρχεται και ένας της θάνατος, μέσα από εξωφρενικές, αν όχι υπερεαλιστικές συνθήκες, ανάλογες με αυτές που ζει η χώρα, η Αντώνα αποσύρεται στο βάθος της πόρτας για να επανεμφανιστεί με τη νέα  της ζωή, συχνά με ένα νέο φόρεμα που την παρακολουθούμε πλάτη να αλλάζει, για να περιγράψει τον νέο της απρόσμενο θάνατο. Πάντοτε βίαιο, πάντοτε εξ αιτίας κάποιου άλλου που τη σκοτώνει. Ακόμη κι αν πρόκειται για τα γράμματα που δια της βίας θα βάλουν οι δάσκαλοι στο κεφάλι της με αποτέλεσμα αυτό να εκραγεί.

Όμως, την έβδομη φορά η Αντώνα θα επιλέξει να βάλει η ίδια τέλος στη ζωή της, παίρνοντας, για πρώτη φορά,  στα χέρια της την τύχη της. Ούτε η βία εραστών, ούτε «εργατικά ατυχήματα», ούτε τίποτα από όσα βασάνισαν τη ζωή της από μικρό παιδί στο χωριό ως τις δουλειές της στην πόλη, δεν θα επιτρέψει πια να την καθορίσει. Η Αντώνα ελεύθερη, κυρία του εαυτού της, θα αποφασίσει η ίδια για τον θάνατό της, αυτόν που θα είναι ο οριστικός. Καθώς, δεν αντέχει πλέον να είναι υποχείριο άλλων που θα ορίζουν όχι μόνον τη ζωή της αλλά και τον θάνατό της.

 

 

Η Γλυκερία Μπασδέκη, με σύντομα ελλειπτικά κείμενα που διηγούνται την εκάστοτε νεκρανάσταση της Αντώνας και τον νέο της θάνατο καταφεύγει, ίσως για πρώτη φορά σε τόσο έντονο βαθμό,  σε μια βαθιά ειρωνεία, προσδίδοντας στις λέξεις μια ανατρεπτική χροιά  που παραπέμπει στη σαρκαστική δύναμη της γλώσσας του Παύλου Μάτεσι. Αυτές οι λέξεις αποκτούν μια ακόμη εντονότερη δύναμη, καθώς εκφέρονται από τον καθαρό, αποστασιοποιημένο λόγο της Μπέττυς Βακαλίδου, με το παγωμένο, χωρίς συναισθηματικές διακυμάνσεις, πρόσωπο με το ευθύβολο βλέμμα καρφωμένο στον αποδέκτη της αφήγησης. Ένα πρόσωπο στόμα, όργανο του λόγου, ένα στόμα μπεκετικό του Pas moi (Όχι εγώ).  Ένα στόμα ά-χρονο, ά-τοπο, που μεταδίδει, εις μάτην, το επαναλαμβανόμενο τραύμα του, το τραύμα όλων των ομοίων του.

Η κάθε ζωή της Αντώνας συνοδεύεται και από ένα παλιό λαϊκό τραγούδι με τους ήχους του ακορντεόν του Βασίλη Ζιάκα, ο οποίος συνέθεσε και το τσιφτετέλι της Αντώνας «Πόσα λαμπιόνια», σε στίχους Γλυκερίας Μπασδέκη.

Η σκηνογραφία, η κινηματογράφηση,  όπως και η εικαστική εγκατάσταση ήταν του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη. Τον ήχο επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Σκουρλέτης.

Οι φωτογραφίες από το βίντεο είναι του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη.

Τσατσούλης

Απόψεις

Μετάβαση στο περιεχόμενο