Ένας άνδρας, φορτηγατζής, και μια γυναίκα, 50 περίπου ετών, συμβιώνουν στο υπόγειο και στενόχωρο διαμέρισμα που βλέπει στον φωταγωγό μιας πολυκατοικίας. Τους συνδέει ένας παθιασμένος έρωτας που τους επιτρέπει να ονειροπολούν και να σχεδιάζουν μια ζωή καλύτερη από την αθλιότητα στην οποία ζουν τώρα. Δυστυχώς γι’ αυτούς, το όνειρο υπονομεύεται από ένα ένοχο μυστικό που ο άντρας προσπαθεί να κρύψει, ενώ η γυναίκα αγωνίζεται να αποκαλύψει: είναι το μικρό και ανώμαλο παιδί του άντρα, οι κραυγές του οποίου ακούγονται από καιρό σε καιρό, καθώς είναι κλειδωμένο σ’ ένα δωμάτιο του υπόγειου διαμερίσματος. Η γυναίκα έχει την έντονη υποψία ότι το παιδί που δέχτηκε να κρατήσει κοντά της είναι καρπός της σχέσης του άντρα με την κόρη του, την οποία περιμένουν να έρθει απόψε για να μιλήσουν. Πιέζει λοιπόν τον άντρα να το παραδεχτεί κι αυτός υπεκφεύγει με κάθε τρόπο, ώσπου η άφιξη της κόρης περιπλέκει τα πράγματα και στριμώχνει τον άντρα σε μια κατάσταση απόλυτης απόγνωσης. Η κόρη αποκαλύπτει ότι την ανάγκασε να κάνουν έρωτα, τον κατηγορεί, ο άντρας το αρνείται, ενώ η γυναίκα παραδέρνει ανάμεσα στην αγάπη της για τον άντρα και την οργή της για την πράξη του – συναισθήματα που περιπλέκονται και γίνονται ακραία, όταν ανακαλύπτει ότι ο άντρας έχει πνίξει το παιδί, σε μια στιγμή που πήγε στο διπλανό δωμάτιο για να το ησυχάσει. Η κλιμακωτή κάθοδος στην κόλαση της αλήθειας επιτείνει το αδιέξοδο και σύρει τον άντρα και τη γυναίκα στην παράνοια. Όλα έχουν τελειώσει, βρίσκονται και οι τρείς στον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ, σκουπίδια της ζωής που έχουν σαπίσει. « Αχ μωρέ» μοιρολογεί η γυναίκα, αρχίζοντας έναν χορό απελπισμένης λύτρωσης, ενώ ο άντρας παραληρεί και ουρλιάζει ζητώντας βοήθεια. Λίγο πιο εκεί, η κόρη γδέρνεται και ξεσκίζει τα ρούχα της. Η κρίση του θεατή και η ετυμηγορία του αποτελούν το ζέον αίτημα του έργου.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό. Πολιτική απορρήτουΕντάξει