Σε ένα κείμενό του ο Τόμας Χάρντυ αναφέρει: «Το μεγάλο μυστικό του μυθιστορήματος και του δράματος – όσον αφορά τη δομή τους – έγκειται στο να προσαρμόζει κανείς περιστατικά ασυνήθιστα σε καταστάσεις διαχρονικές και πανανθρώπινες. Ο συγγραφέας που γνωρίζει τις ακριβείς δόσεις ανάμεσα στο ξεχωριστό και το μη ξεχωριστό, κατέχει το κλειδί της τέχνης.» Αυτές οι ακριβείς δόσεις δεν είναι εύκολο να οριστούν. Εναπόκεινται περισσότερο στις ανάγκες της κάθε ιστορίας και στην αίσθηση οικονομίας που διακρίνει κάθε συγγραφέα. Άλλωστε, σχεδόν τα πάντα στο γράψιμο είναι ζήτημα δοσολογιών: η εναλλαγή και η έκταση των αφηγηματικών μέσων, ο αριθμός και η κατανομή των σημείων καμπής της πλοκής, το βάρος του λόγου, οι συναισθηματικές αποχρώσεις, ο βαθμός και ο τρόπος αποκάλυψης του χαρακτήρα κτλ.
Όσον αφορά την πλοκή καίριο ρόλο παίζει η πυκνότητα των σημαντικών αφηγηματικών γεγονότων (plot points). Έργα που δεν βασίζονται στην πλοκή είναι λογικό να εμφανίζουν λιγότερα τέτοια σημεία. Ή, να διαθέτουν αρκετά και σε μεγάλη πυκνότητα, αλλά να είναι πιο αμυδρά, πιο ανεπαίσθητα από ό,τι τα συναντάμε συνήθως. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση ανήκει το θέατρο του Τσέχωφ. Ένας αφηγηματικός κόσμος με πληθώρα μικρών αλλά σημαντικότατων συμβάντων.
Αυτό που πυροδοτεί δραματικά την ιστορία, που βάζει την πλοκή σε κίνηση, είναι ένα ακρογωνιαίο αρχικό συμβάν. Λέγεται «κάλεσμα» ή καταλύτης, αλλά είναι περισσότερο γνωστό με την αγγλική ορολογία inciting incident. Χωρίς αυτό το αφηγηματικό συμβάν, καθώς λένε, δεν έχουμε ιστορία. Αυτό είναι η ίσκα της αφήγησης. Ως όρος προέρχεται από το σενάριο, αλλά έχει διαδοθεί σε κάθε είδος μυθοπλασίας.
Υπάρχει ακόμα και σε ιστορίες που φαίνονται να μην έχουν ιδιαίτερα πλούσια πλοκή, όπως, υποτίθεται, είναι τα έργα του Τσέχωφ· υπάρχει και στον Βυσσινόκηπο. Εμφανίζεται κατά κανόνα στην πρώτη πράξη και είναι ουσιαστικά το σημαντικότερο σημείο καμπής της πλοκής σε όλη αυτήν την αφηγηματική επικράτεια. Κάποιοι συγγραφείς βιάζονται να το τοποθετήσουν πρώτο πρώτο στη σειρά των αφηγηματικών γεγονότων. Για παράδειγμα έτσι κάνει ο Κάφκα στη Δίκη ή στη Μεταμόρφωση. Η βιασύνη δείχνει καμιά φορά και την ανασφάλεια του γράφοντος. Και ο Κάφκα, ως γνωστόν, δεν διακρινόταν για τρομερή συγγραφική αυτοπεποίθηση. Στις ταινίες είθισται να μπαίνει στη δέκατη σελίδα του σεναρίου, ήτοι στο δέκατο λεπτό. Αλλά αυτή είναι μια σύμβαση που αρχίζει να σπάει τελευταία. Το σίγουρο είναι ότι το inciting incident πρέπει να μπει σε κάποιο σημείο της πρώτης πράξης, ακόμα και στο τέλος της. Δεν μπορεί όμως να μπει στη δεύτερη ή στην τρίτη. Αυτός είναι απόλυτος κανόνας.
Αφού λέμε ότι η ιστορία ουσιαστικά ξεκινάει αμά τη εμφανίσει του inciting incident, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα τι έχουμε πριν από αυτό; Τι συμβαίνει στην ιστορία αφού δεν έχει ακόμα ξεκινήσει; Στον Βυσσινόκηπο συμβαίνουν πολλά και σπουδαία.
Πρώτα από όλα απαντώνται τα πέντε βασικά ερωτήματα που οφείλει να αποσαφηνίσει σχεδόν κάθε ιστορία στο ξεκίνημά της για λόγους προσανατολισμού του αναγνώστη/θεατή. Μαθαίνουμε το ποιος, που, πότε, τι, γιατί (τα 5W που λένε οι Αμερικάνοι). Χωρίς αυτά τα δεδομένα ο θεατής/αναγνώστης παραπαίει σε μια αφηγηματική κατάσταση που είναι πλαδαρή, που δεν έχει έρμα και στερείται λογικού πλαισίου. Φυσικά στην «κβαντική» διάσταση ενός μεταδραματικού έργου τέτοιοι κανόνες κάμπτονται, αντιστρέφονται και καταλύονται. Αλλά εδώ μιλάμε για μια ρεαλιστική προσέγγιση και ανάπτυξη της ιστορίας.
Μέχρι να φτάσουμε στο inciting incident γίνεται, συχνά, η εισαγωγή των βασικών ηρώων. Μαθαίνουμε για αυτούς. Και δεν μαθαίνουμε μόνο μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις ή από τον τρόπο που μιλάνε. Ο Τσέχωφ φροντίζει να μας δείξει και το τραύμα δύο τουλάχιστον από τους βασικούς χαρακτήρες: του Λοπάχιν που αντιπροσωπεύει την ανταγωνιστική δύναμη στο έργο και της Λιουμπόφ που είναι η πρωταγωνίστρια. Στην πρώτη περίπτωση το τραύμα φωτίζεται μέσα από έναν μικρό αναδρομικό μονόλογο του χαρακτήρα. Ο Λοπάχιν μας δίνει μια σημαντική σκηνή του παρελθόντος η οποία επιτελεί τριπλό ρόλο.
Α) Δείχνει όπως είπαμε το τραύμα του, που είναι ότι προέρχεται από φτωχή οικογένεια μουζίκων και ότι έχει ζήσει σκληρά παιδικά χρόνια υφιστάμενος βιαιοπραγίες από τον, πιθανόν αλκοολικό, πατέρα του.
Β) Μας δείχνει τι τον συνδέει με την Λιουμπόφ: της χρωστάει ευγνωμοσύνη γιατί υπήρξε καλή μαζί του, άρα δεν μπορεί και δεν θέλει να της κάνει τώρα κακό (αυτό θα μεγεθύνει το προσωπικό του δίλημμα αργότερα στην κλιμάκωση του έργου).
Γ) Μαθαίνουμε ποιο είναι το θέμα της ιστορίας που πρόκειται να παρακολουθήσουμε. Μάλιστα δηλώνεται σχεδόν ευθαρσώς. Κεντρικό θέμα του έργου είναι η σύγκρουση των παλιών και των νέων οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων με τις μεγάλες αλλαγές που φέρνουν σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Έχοντας βάλει λοιπόν στέρεες βάσεις στο έργο του, ο Τσέχωφ προχωράει στο inciting incident· το αφήνει μάλιστα να εκφραστεί με λεπτότητα και καλαισθησία. Στον Βυσσινόκηπο το inciting incident δεν είναι κάποιο χοντροκομμένο σημείο της πλοκής που κάνει πάταγο με την παρουσία του. Δηλώνεται πολύ διακριτικά στην έβδομη σελίδα του κειμένου δια στόματος της Βάριας:
ΑΝΝΙΑ: Λοιπόν, για πες μου – πληρώσατε τίποτα τόκους για την υποθήκη;
ΒΑΡΙΑ: Πού να βρούμε τα χρήματα;
ΑΝΝΙΑ: Ω θεέ μου!… Θεέ μου!…
ΒΑΡΙΑ: Τον Αύγουστο θα πουληθεί το κτήμα.
Το inciting incident λοιπόν είναι η πληροφορία ότι τον Αύγουστο θα πουληθεί το κτήμα. Οι ήρωες έχουν λίγους μήνες στη διάθεσή τους για να αποτρέψουν το αναπόφευκτο.
Η στιχομυθία γίνεται χαμηλόφωνα. Και διακόπτεται με γκροτέσκ τρόπο από παρέμβαση του Λοπάχιν. Μετά η κουβέντα των δύο γυναικών αλλάζει κατεύθυνση και περιστρέφεται γύρω από τα συναισθηματικά της Βάριας. Το inciting incident είναι σαν να μην το ακούσαμε. Σαν να έπεσε στο κενό. Όμως βρίσκεται εκεί. Αρχίζει να σιγοτρώει τα σπλάχνα της ιστορίας και να διαβρώνει το ήδη ασταθές της έδαφος. Φυσικά στις επόμενες σελίδες θα επανέλθει δριμύτερο και θα αναγκάσει τους απρόθυμους ήρωες (τη Λιουμπόφ και τον αδελφό της Γκάγεφ δηλαδή) να έρθουν αντιμέτωποι με τις ψευδαισθήσεις τους και να αντιμετωπίσουν την επείγουσα κατάσταση. Ο τρόπος ανταπόκρισης των ηρώων σε αυτό το δεδομένο θα ορίσει και την τροπή της ιστορίας.
Η τυπολογία του inciting incident ποικίλει. Έχουμε πολλές και διαφορετικές κατηγορίες ανάλογα με το είδος και τις συνταγματικές αρχές της ιστορίας στην οποία βρίσκεται. Το inciting incident στον Βυσσινόκηπο μπαίνει σαν παρένθετο και έμμεσο αφηγηματικό στοιχείο. Παρεισφρέει σχεδόν εμβόλιμα στο διάλογο. Και γρήγορα εξαχνώνεται, ξεχνιέται, χάνεται μέσα στις μικροκουβέντες που ακολουθούν. Παρόλα αυτά, είναι πάντα εκεί. Περικυκλώνει τους πρωταγωνιστές σαν ένα εξωτερικό στοιχείο, μια αόρατη απειλή και ακόμα σαν κλοιός που σφίγγει γύρω τους και τους ωθεί στο να πάρουν αποφάσεις.
Η λέξη «απόφαση» επαναλαμβάνεται συχνά όταν μιλάμε για το inciting incident αλλά το ίδιο το συμβάν αποτελεί συνήθως το ερέθισμα πάνω στο οποίο καλείται να αντιδράσει ο ήρωας. Παραδοσιακά ο ήρωας αμφιταλαντεύεται και δεν μπορεί να αποφασίσει αμέσως (στην περίπτωση της Λιουμπόφ φαίνεται ξεκάθαρα αυτό). Είναι σαν να τον τραβάει ασυνείδητα η αδράνεια της μέχρι τώρα ζωής του. Του είναι δύσκολο να μπει σε μια τόσο έντονη λογική ανατροπής. Γιατί το inciting incident προμηνύει συνταρακτικές αλλαγές στη ζωή του ήρωα. Και οι αφηγηματικοί ήρωες, όπως και οι πραγματικοί άνθρωποι, ασυνείδητα αποστρέφονται και φοβούνται τις αλλαγές. Η αναταραχή που προκαλεί το inciting incident στον χαρακτήρα και κατ’ επέκταση στο στόρι είναι πάντα μεγάλη. Στην ουσία φέρνει τα πάνω κάτω. Καταλύει την κατάσταση φαινομενικής νηνεμίας που υπάρχει πριν την εμφάνισή του και ωθεί με ένα γερό σπρώξιμο την ιστορία μπροστά.
Η Λιουμπόφ και ο αδερφός της πρέπει να αποφασίσουν λοιπόν τι θα κάνουν σε σχέση με το κτήμα τους που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα το χάσουν. Ο Γκάγεφ αντιδρά ενεργητικά – κάνει απεγνωσμένες και ατελέσφορες προσπάθειες να σώσει τον βυσσινόκηπο. Η Λιουμπόφ αντιδρά παθητικά. Δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Βαθιά μέσα της ίσως ξέρει ότι η προσωπική της λύτρωση συνδέεται με την απώλεια του βυσσινόκηπου.
Στο inciting incident λανθάνει πάντα μια αίσθηση βιαιότητας. Για αυτό κάποιοι το παρομοιάζουν με ένα ηχηρό χαστούκι στο μάγουλο του ήρωα. Είναι από τα πιο ενεργητικά στοιχεία μιας αφήγησης και η δυναμική του ενέργεια διαπερνά την ιστορία μέχρι την κλιμάκωση που λαμβάνει χώρα λίγο πριν το τέλος της. Αν το inciting incident θέτει ένα ερώτημα, τότε η κλιμάκωση της τρίτης πράξης δίνει την απάντηση.
Στον Βυσσινόκηπο η κλιμάκωση είναι πάλι συγκεκαλυμμένη. Άλλωστε συχνά inciting incident και κλιμάκωση έχουν κατοπτρική σχέση και μεγάλη συνάφεια μεταξύ τους. Η τρίτη πράξη ξεκινά σε ένα παράταιρο κλίμα διασκέδασης, εθελοτυφλίας και ανεμελιάς. Τα σημαντικά plot points πάνω στα οποία διαρθρώνεται η σεκάνς είναι τα εξής:
1) Όλοι διασκεδάζουν και χορεύουν. Ωστόσο η Λιουμπόφ ανησυχεί. Είναι η μέρα του πλειστηριασμού του βυσσινόκηπου.
2) Ο παλιός εραστής της Λιουμπόφ της στέλνει τηλεγράφημα ότι είναι άρρωστος. Η Λιουμπόφ σκέφτεται να πάει να τον βρει παρά τα όσα της έκανε. Είναι σαν να θέλει να ξεφύγει από την αγωνία της, να μην συναντήσει το αναπόφευκτο.
3) Η Άνια ανακοινώνει ότι ο βυσσινόκηπος πουλήθηκε. Δεν ξέρουν όμως σε ποιον.
4) Μπαίνει στη σκηνή μεθυσμένος ο Λοπάχιν. Ενημερώνει ότι αυτός αγόρασε τον βυσσινόκηπο και ότι θα κόψει τα δέντρα για να φτιάξει οικόπεδα.
Η κλιμάκωση είναι συναισθηματική και το αποτέλεσμα της διελκυστίνδας πάνω στην οποία ισορροπεί αποδεικνύεται φυσικά το χειρότερο δυνατό.
Η συμβολική βιαιότητα που ασκείται στους ήρωες με το inciting incident μορφοποιείται, παίρνει σάρκα και οστά στο τέλος της κλιμάκωσης: ο βυσσινόκηπος θα εκχερσωθεί. Επίσης το ότι ο Λοπάχιν εισέρχεται στη σκηνή μεθυσμένος, μας θυμίζει αχνά εκείνη την πρωταρχική του νεανική ανάμνηση που ο πατέρας του υπό την επήρεια αλκοόλ τον γρονθοκόπησε. Ο Λοπάχιν αν και έχει φυγει μακριά από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που τον διαμόρφωσαν, δεν παύει να είναι σαν τον πατέρα του. Η απόκτηση του βυσσινόκηπου είναι η δικιά του γροθιά απέναντι στους ανθρώπους που τον ευεργέτησαν κάποτε. Δεν μπορεί παρά μια πλευρά του να νιώθει απαίσια για αυτό. Από την άλλη – σύμφωνα με την κοινή λογική χαρακτηρίζει τον Λοπαχιν – αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να σωθεί η Λιουμπόφ και ο Γκάγεφ.
Όλα τα κομμάτια μιας πλοκής μέχρι την κλιμάκωση λέγονται «δέση». Από εκεί και πέρα είναι η λύση. Συνήθως η κλιμάκωση γίνεται προς το τέλος και η λύση δεν πιάνει πολύ χώρο σε μια πλοκή. Εξαίρεση αποτελεί ο Βυσσινόκηπος. Ο Τσέχωφ αφιερώνει μια ολόκληρη πράξη στο resolution του έργου του. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με το τσεχωφικό σύμπαν, μπορεί να εκλάβουν αυτή την έξτρα πράξη ως μια περίεργη coda, μια αχρείαστη ουρά της ιστορίας. Το δράμα έχει συντελεστεί, γιατί χρειαζόμαστε μια ολόκληρη πράξη μετά τη λύση της ιστορίας; Σε τι εξυπηρετεί αυτή η συνέχεια; Δεν είναι μεγάλο το ρίσκο που παίρνει ο συγγραφέας; Με το ερώτημα που έθεσε το inciting incident και απαντήθηκε στην κλιμάκωση οι ήρωες φαίνονται να χάνουν τον σκοπό τους και να περιφέρονται στη σκηνή άσκοπα.
Εντούτοις ο Τσέχωφ δεν αφήνει έκθετους τους χαρακτήρες του. Πράγματι οι αρχικοί στόχοι έχουν χαθεί. Αλλά τώρα προκύπτουν νέοι. Πιο ασθενείς βέβαια, όχι ικανοί να πυροδοτήσουν ένα νέο ξεκίνημα του έργου, αλλά χρήσιμοι για να ενισχύσουν την αληθοφάνεια της ιστορίας και να ενισχύσουν το φιλοσοφικό και ιδεολογικό της υπόβαθρο. Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι στην κλιμάκωση έρχεται και η πολυπόθητη ίαση του ήρωα. Εδώ θα γιατρευτεί (ή όχι) το τραύμα του. Όλη αυτή η υφέρπουσα βιαιότητα που παρατηρείται είναι αναγκαία για την προσωπική λύτρωση της Λιουμπόφ. Ο Λοπάχιν αντίθετα, ενώ κάνει ό,τι κάνει για να γιατρέψει το δικό του τραύμα, στο τέλος δεν τα καταφέρνει. Παρόλο που φαινομενικά κερδίζει ό,τι ήθελε, είναι ακόμα χαμένος και δεν κατακτά καμία λύτρωση.
O Βυσσινόκηπος αρχίζει με αλλαγή και τελειώνει με αλλαγή. Δείχνει μια όψη των πραγμάτων σαν να βρίσκονται σε συνεχή ροή, όπως και στην πραγματική ζωή δηλαδή. Δείχνει ακόμη πώς οι ήρωές του εν τέλει επιβιώνουν ή όχι μετά από την μετωπική τους σύγκρουση με την πλοκή.
Το τραύμα, το inciting incident, το θέμα και η κλιμάκωση του έργου δημιουργούν μια αδιαίρετη ενότητα. Φτιάχνουν ένα πολύ σφιχτό νοηματικό πλέγμα πάνω στο οποίο εντάσσονται και απλώνονται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της αφήγησης. Στον Βυσσινόκηπο αυτό το πλέγμα είναι αριστοτεχνικά δομημένο…