Η δήλωση «θέλω μια χώρα» είναι σιβυλλική: οι αναφορές και οι περιγραφές που η φράση περικλείει για την επιθυμητή χώρα μπορούν να αφορούν είτε τη χώρα που βρίσκομαι είτε τη χώρα που θέλω να πάω. Με άλλα λόγια, στο «θέλω μια χώρα» μπορούμε να διαβάσουμε είτε το «θέλω μια καινούργια χώρα για να καταφύγω» ή το «θέλω να αλλάξω τη χώρα μου και να την κάνω όπως επιθυμώ». Χρησιμοποιώντας αυτή την απλή πρόταση επιθυμίας για τίτλο, ο Ανδρέας Φλουράκης έγραψε ένα θεατρικό έργο που χωράει και τις δύο ερμηνείες και οι δύο ως τώρα παραστάσεις του, στην Αθήνα και το Λονδίνο, το επιβεβαιώνουν.
Ήμουν ανάμεσα στους 100 περίπου θεατές της παράστασης που δόθηκε στο Jerwood Theatre Upstairs του Royal Court Theatre στο Λονδίνο, την Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013. Στα πλαίσια της θεματικής ενότητας The Big Idea: PIIGS και για πέντε συνεχόμενες βραδιές (25-29 Ιουνίου) παρουσιάστηκαν στον παραπάνω χώρο δύο έργα κάθε φορά, το ένα γραμμένο από έναν θεατρικό συγγραφέα από τις χώρες Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία (τα αρχικά των λατινικών ονομάτων των οποίων σχηματίζουν το αρκτικόλεξο PIIGS) και το άλλο γραμμένο από έναν βρετανό θεατρικό συγγραφέα ως άμεση απάντηση στο προηγούμενο. Όπως είναι φανερό από την επιλογή των χωρών, το βασικό θέμα του The Big Idea: PIIGS ήταν η οικονομική κρίση στην Ευρώπη και πώς αυτή βιώνεται από τους λαούς των παραπάνω χωρών. Η οπτική κάθε βράδυ ήταν διπλή: ο/η συγγραφέας τής κάθε χώρας κατέθετε τη δική του/της άποψη για το θέμα και οι βρετανοί συγγραφείς εξέφραζαν την (ας πούμε) εξωτερική ματιά στις συνέπειες της οικονομική κρίσης για την κάθε χώρα. Το υλικό στο οποίο βασίζονταν οι δύο συγγραφείς ήταν πραγματικές συνεντεύξεις με ανθρώπους των υπό συζήτηση χωρών που μιλούσαν για το πώς η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τις ζωές τους. Οι συνεντεύξεις αυτές αποτελούσαν την πρώτη ύλη για μια γρήγορη και αυθόρμητη αντίδραση των συγγραφέων στο τι συμβαίνει εδώ και τώρα στην κάθε περίπτωση. Κάθε βράδυ, εκτός από τα θεατρικά έργα παρουσιάζονταν στη σκηνή και τμήματα των παραπάνω συνεντεύξεων παιγμένα από τους ηθοποιούς. Ο στόχος του The Big Idea: PIIGS ήταν η παρουσίαση με ένταση και αυθεντικότητα των συνεπειών που έχει η οικονομική κρίση στη ζωή και την καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά και το πώς αυτοί αντιδρούν ενάντια στους υπευθύνους της κρίσης (πολιτικούς, τράπεζες κτλ), ενώ η συμμετοχή των βρετανών συγγραφέων ήθελε να επισημάνει ότι όσα συμβαίνουν στην ηπειρωτική Ευρώπη αφορούν και το Ηνωμένο Βασίλειο που θα πρέπει να ενδιαφερθεί, να αντιδράσει και να ενεργήσει. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος ήταν ότι όλα τα έργα σκηνοθετήθηκαν από τον ίδιο άνθρωπο, τον Richard Twyman, και υποστηρίχτηκαν από την ίδια δημιουργική ομάδα και ομάδα παραγωγής. Επίσης χαρακτηριστικό της παραγωγής ήταν το γεγονός ότι η κοινή ομάδα ηθοποιιών που δούλεψε για όλα τα έργα είχε στη διάθεσή της μόνο 24 ώρες για το στήσιμο της παράστασης για κάθε χώρα. Η εμπειρία για τους θεατές ήταν σε μεγάλο βαθμό εκείνη του θεάτρου-ντοκιμαντέρ κυρίως όσον αφορούσε τις συνεντεύξεις, και τουλάχιστον για την ελληνική βραδιά, το κοινό συμμετείχε ενεργά με τις αντιδράσεις του και την προσοχή του καθώς αποτελούνταν κατά πρώτο λόγο από Έλληνες που ζουν στο Λονδίνο και δευτερευόντως από Άγγλους θεατές.
Το Θέλω μια χώρα του Ανδρέα Φλουράκη παρουσιάστηκε σε συντετμημένη μορφή σε μετάφραση του Alexi Kaye Campbell (θεατρικός συγγραφέας που γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά ζει στο εξωτερικό από τότε που τελείωσε το σχολείο) με τον τίτλο I Want A Country. Ο τελευταίος ήταν και ο βρετανός συγγραφέας που έγραψε την απάντηση στο έργο του Φλουράκη που είχε τίτλο Mr Brown, Mrs Paparigopoulos & the Interpreter και παίχτηκε αμέσως μετά το ελληνικό έργο. Τέσσερις ηθοποιοί (Paul Chalidi, Mariah Gale, Dimitra Kreps και Meera Syal) ερμήνευσαν τους ρόλους στα δύο έργα και παρουσίασαν τις συνεντεύξεις.
Το Θέλω μια χώρα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, στην ολοκληρωμένη του μορφή και στα ελληνικά, την Πέμπτη 30 και την Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015 στο χώρο Δ της Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, σε συμπαραγωγή του Φεστιβάλ με το Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν και σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Ένας θίασος 40 ηθοποιών, που ήταν απόφοιτοι ή σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, μαζί με τη Ρένη Πιττακή σε ειδική συμμετοχή γέμισαν την τεράστια σκηνή του Χώρου Δ και έδωσαν δύο sold out παραστάσεις για περίπου 700 θεατές κάθε βραδιά. Την Πέμπτη, στην πρεμιέρα του έργου, ένας από τους θεατές αυτούς ήμουν κι εγώ.
Η λεπτομερής αναφορά των χώρων και των αριθμών δεν γίνεται τυχαία: αποτελεί ένα απτό σημείο σύγκρισης των δύο παραστάσεων του Θέλω μια χώρα στο Λονδίνο και την Αθήνα, δίνει μια γενική ιδέα για την ατμόσφαιρα της καθεμιάς και ως ένα βαθμό υποστηρίζει την αρχική μου θέση για τις δύο ερμηνείες του έργου. Καθώς το έργο είναι γραμμένο χωρίς διανομή ρόλων και αριθμό προσώπων που παίζουν, οι ερμηνείες του κειμένου που έκαναν οι δύο σκηνοθέτες και που υπαγορεύτηκαν εν μέρει από τις συνθήκες και τις δυνατότητες των ανεβασμάτων, αναδεικνύουν τις πολλές και διαφορετικές οπτικές που το έργο συμπεριλαμβάνει και επιβεβαιώνουν την καλειδοσκοπική του μορφή.
Η παράσταση του Λονδίνου είχε τα βασικά χαρακτηριστικά του βρετανικού θεάτρου: την αγάπη για την πραγματικότητα και το κοίταγμα του κειμένου μέσα από το πρίσμα της κυριολεξίας. Χωρίς να αλλάξει το κείμενο που είχε στα χέρια του, ο σκηνοθέτης τού έδωσε τη μορφή ενός αληθινού διαλόγου μεταξύ των τεσσάρων προσώπων που ζούσαν και μιλούσαν μέσα σε έναν υπαρκτό σκηνικό χώρο. Η μόνη παραφωνία στην επί σκηνής αλήθεια ήταν τα χαρτιά που κρατούσαν στα χέρια τους οι ηθοποιοί για να διαβάζουν το κείμενο (που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να έχουν μάθει), αν και οι προσπάθειες να μετατραπούν αυτά σε σκηνικά αντικείμενα της παράστασης ήταν αρκετές και επιτυχημένες. Στην παράσταση της Αθήνας κυριαρχούσε το μεγάλο μέγεθος, από τις διαστάσεις της σκηνής και τον αριθμό των ηθοποιών μέχρι τη μεγεθυσμένη υποκριτική και κατ’ επέκταση την προβολή προς το κοινό. Σ’ ένα σκηνικό περιβάλλον με αναφορές σε πλαζ διακοπών και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ο θεατρικός λόγος ακουγόταν δυνατός, επείγων και απομακρυσμένος από την φυσικότητα-πραγματικότητα. Μια ίσως όχι ασήμαντη λεπτομέρεια ήταν και οι διαφορετικές ηλικίες των επί σκηνής προσώπων: η ομάδα των ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης ήταν τουλάχιστον δύο δεκαετίες νεότερη από εκείνη του Royal Court.
Οι δύο τόσο διαφορετικές σκηνικές εικόνες και αντιμετωπίσεις του ίδιου κειμένου με οδήγησαν στην ουσία των δύο διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων των δύο παραστάσεων: η βρετανική με μέτρο και ψυχραιμία προσπαθούσε να αναλύσει και να παρουσιάσει τι συμβαίνει στη χώρα, ενώ η ελληνική με ηχηρό τρόπο και αποφασιστικότητα να καταγγείλει το σάπιο οικονομικό σύστημα και να δώσει μια ρεαλιστική ελπίδα. Κατά τη δική μου αντίληψη η πρώτη πρέσβευε μια συνδιαλλαγή και η δεύτερη κήρυττε μια επανάσταση, η πρώτη βασιζόταν στην προσωπική οπτική και προοπτική ενώ η δεύτερη απευθυνόταν στο συλλογικό «εμείς» και τη συμπεριφορά του συνόλου. Το Λονδίνο μας καλούσε να βρούμε τρόπους να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα μέσα στη χώρα μας και η Αθήνα μας ερέθιζε να ονειρευτούμε και να αναζητήσουμε μια χώρα άλλη που θα είναι εξ αρχής απαλλαγμένη απ’ αυτά.
Διαβάζοντας το έργο του Ανδρέα Φλουράκη καλούμαστε κάθε φορά να αναρωτηθούμε αν η χώρα που θέλουμε, είναι δυνατό να αναγεννηθεί μέσα από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα ή θα πρέπει να τη βρούμε εκτός Ελλάδας, σε τόπους υπαρκτούς αλλά και άλλους που ίσως υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Παρακολουθώντας τις δύο παραστάσεις του Θέλω μια χώρα οι δύο επιλογές παρουσιάζονται ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια μας και μένει να αποφασίσουμε αν θα κλίνουμε προς κάποια από τις δύο ανάλογα με τις πεποιθήσεις και την προσωπικότητά μας. Ευχής έργο είναι, να γίνουν περισσότερα νέα ανεβάσματα του έργου από διαφορετικούς σκηνοθέτες, ώστε να φανούν οι ποικίλες εναλλακτικές ερμηνείες που το έργο κρύβει και που θα συμπληρώνουν σταδιακά την εικόνα της χώρας που όλοι θέλουμε.