ΠΕΝΤΑΛΟΓΙΑ Οι Νταντάδες – Οι Μουσικοί – Οι Εκτελεστές – Οι Ηθοποιοί – Οι Παγιδευτές

Συντάκτης: Γιώργος Σκούρτης
Συγγραφέας: Γιώργος Σκούρτης

Ένα corpus πέντε θεατρικών έργων, το ένα μέσα από το άλλο, το ένα να προχωράει τους χαρακτήρες, τον πολιτικό-ιδεολογικό προβληματισμό και την αισθητική της γραφής του/των προηγουμένων. Το κάθε έργο είναι αυθύπαρκτο, με διαφορετικό θέμα και χαρακτήρες.

Ποια είναι αυτή η σχέση ανάμεσα σ΄αυτά τα πέντε έργα; Οι πολλές, μάλλον, σχέσεις;

Πρώτη και πεντακάθαρη ο πρωταγωνιστικός ρόλος και μετά οι άλλοι δύο – επίσης δυνατοί πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Στο καθένα απ΄αυτά υπάρχει – ας τον ονομάσω ο ΕΝΑΣ – ο οποίος είναι αυτός που καθορίζει τη δράση του έργου, πριν καν ακόμα αρχίσει το έργο. Είναι αυτός που μπαίνοντας στη σκηνή έχει ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο δράσης και καθοδηγεί τους άλλους δυο χαρακτήρες στην πραγμάτωση του σχεδίου του. 

Είναι σαν αυτός ο ΕΝΑΣ να έχει «γράψει» ένα έργο για τους τρεις τους και εν συνεχεία τους «σκηνοθετεί», από ατάκα σε ατάκα, από σκηνή σε σκηνή, από ανατροπή σε ανατροπή, παρακολουθώντας τις απρόοπτες αντιδράσεις τους και «διορθώνοντας» τρόπον τινά την αρχική του σύλληψη, ακόμη και τον δικό του ρόλο, έως ότου φθάσει στο επιθυμητό γι’ αυτόν , προκαθορισμένο συνειδητά ,τέλος.

Στους Nταντάδες αυτός ο ΕΝΑΣ είναι ο Σταύρος, στους Μουσικούς ο Φλογέρας, στους Εκτελεστές ο Κοσμάς, στους Ηθοποιούς ο Άλφα και στους Παγιδευτές (έργο με δύο μόνο –αντρικούς- ρόλους) είναι η αόρατη – αλλά κάθε στιγμή παρούσα κι αισθητή – παρουσία της Εξουσίας, η οποία ασκείται με χίλιους τρόπους πάνω στους δύο, αλλά κάποια στιγμή «προσωποποιείται» επί σκηνής στον ρόλο του Πανδοχέα και εκτός σκηνής με την προκλητική παρουσία ενός ολόγυμνου κοριτσιού (του απόλυτου έρωτα μαζί του, τον εγκλωβισμό τους στην πρόκληση – καταπίεση που τους ασκεί).

Το μυστηριακό για μένα έγκειται στο γεγονός ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να γράψω ΠΕΝΤΕ έργα, έτσι κι έτσι το καθένα. Όλες οι «ομοιότητες» βγήκαν αυθόρμητα και, κυρίως, ασύνειδα. Έτσι κατέληξα σήμερα, μετά 40 χρόνια απ΄τους Νταντάδες, να ανακαλύπτω (και να αποκαλύπτω) σ’ αυτά τα έργα μου, πράγματα και θαύματα, απίστευτα ακόμη και για μένα που τα έχω δημιουργήσει και – με έκπληξη – τα συνειδητοποιώ εκ των υστέρων.

Ποιος ξέρει… Ίσως αυτά τα συγκοινωνούντα «υπόγεια», τα «μαύρα» που συμβαίνουν τις στιγμές της συγγραφής να είναι τελικά αυτό που εννοούμε λέγοντας «έμπνευση». Και να είναι αυτά που δίνουν σ΄ ένα έργο αυτήν τη μυστική δύναμη στο θέμα του, στους χαρακτήρες του, στην πλοκή του.

Επανέρχομαι στα έργα. Στους Νταντάδες, ο Σταύρος έχει σχέδιο να παγιδεύσει τους άλλους δυο και να τους κάνει υποχείριό του, γι’ αυτό και τους παρακολουθεί πριν ακόμη αρχίσει το έργο, κι όταν είναι σίγουρος πως έφτασε η στιγμή τους ρίχνει τα δολώματα. Τον έναν, τον Παύλο, τον πιάνει με το να του τάξει σπίτι, φαΐ, ξεγνοιασιά (το όνειρο – εφιάλτης κάθε φτωχού ή μικροαστού). Τον άλλον, τον Πέτρο, με το να του τάξει ερωτικό παιχνίδι με την μούμια-«γυναίκα του.» Τους κάνει Νταντάδες μιας «μούμιας» – η φασιστική ξεπερασμένη ιδεολογία που επιβάλλεται ακόμη με τους κρατικούς καταπιεστικούς μηχανισμούς ή ακόμη και η κομμουνιστική, αν παιζότανε στις χώρες του Σοβιετικού σοσιαλισμού και επεκτατισμού – εσώκλειστους σ’ ένα ετοιμόρροπο αρχοντικό, όπου τους παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή. Τι κάνουν, τι σκέφτονται, τι θέλουν. Με απλά λόγια: σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο προχωράει η αλλοτρίωση της ψυχής τους, των συναισθημάτων τους, της ελευθερίας βουλήσεώς τους.

Έχω αναφερθεί κάποια φορά στον Big Brother, λέγοντας ότι οι Νταντάδες είναι το πρώτο ελληνικό θεατρικό έργο που εισάγει την έννοια του Μπιγκμπραδερισμού στο θέατρο. (Μέχρι και «έπαθλο» υπάρχει για τον καθένα, μετά από τον αγώνα επιβίωσης μέσα στο σπίτι, στο οποίο το «μεγάλο μάτι» τους κοιτάζει απ΄έξω και μέσα τους. Πειραματόζωα της Εξουσίας του είναι.)

Στους Μουσικούς, ο Φλογέρας είναι αυτός που, αφού έχει γνωρίσει τους άλλους δυο σαν παρέα, αποφασίζει – πάλι πριν αρχίσει το έργο – να τους διαπαιδαγωγήσει πολιτικά, ώστε να γίνουν συνειδητοποιημένοι μπροστάρηδες, ενάντια στην Εξουσία, που τους θέλει αμόρφωτους, «τυφλούς» και με λανθάνουσα συνείδηση. Κι αυτός έχει σχέδιο, κι αυτός παρακολουθεί πώς αντιδρούν οι άλλοι δυο.

Στο τέλος, βέβαια – όπως και στους Νταντάδες– ο ένας, ο Μπάντσο, βρίσκει τον βίαιο και ξαφνικό θάνατο από την Εξουσία που τους παρακολουθεί – με διαφορετικές επιδιώξεις από ό,τι ο Φλογέρας – επειδή αρνείται να δεχτεί αυτά που θέλει να του εμφυτεύσει ως γνώση ο Φλογέρας, ενώ η άλλη, η Κουταλιά, μένει μαζί του με την προοπτική της «διαρκούς» επανάστασης. (Στους Νταντάδες, αντίθετα, ο Πέτρος – ο απείθαρχος, ο άναρχος – σκοτώνεται στον «εμφύλιο» από τον «αδερφό» του, τον Παύλο, ο οποίος είναι ανίσχυρος πια για ανυπακοή ενάντια στην Εξουσία. Η χρόνια εξαθλίωση τον έχει εξουθενώσει. Είναι έτοιμος να παραδώσει τα όπλα, να σκοτώσει κατ΄εντολή, αρκεί να κερδίσει μια θέση στον παράδεισο – κόλαση που του προσφέρει η Εξουσία).

Στους Εκτελεστές οι ήρωες είναι τρία αδέρφια, ο Κοσμάς, ένας πρώην πολιτικός ακτιβιστής σχεδόν «αντάρτης πόλεων», ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι η πράξη να σκοτώνεις κάποιον ισχυρό εκπρόσωπο της Εξουσίας δεν οδηγεί στην ανατροπή του στάτους κβο – Ερυθρές Ταξιαρχίες-Μπάαντερ Μάινχοφ -Μαύροι Πάνθηρες – κι έτσι έχει λουφάξει μέσα στο επαναστατικό του αδιέξοδο. Ο δεύτερος, ο Τάσος, είναι ληστής, μπαινοβγαίνει στις φυλακές ονειρευόμενος να κάνει κάποτε την καλή και να αράξει με γκόμενες σε γκλάμορους αμμουδιές και ο τρίτος, ο Στέλιος, είναι ζωγράφος, αλλά έχει πέσει στην πρέζα. Και οι τρεις είναι ήδη «καταδικασμένοι» σε θάνατο από την Εξουσία.

Εδώ, ο «συγγραφέας» του έργου και ο «σκηνοθέτης» είναι ο «μεγάλος αδερφός», ο Κοσμάς. Έχοντας – πολύ πριν αρχίσει το έργο – φτάσει ο ίδιος, ως υπεύθυνος και συνειδητοποιημένος πολιτικός ακτιβιστής, σε πλήρες ιδεολογικό και πολιτικό αδιέξοδο, και βλέποντας ταυτόχρονα πως και τα δυο του αδέρφια δεν έχουν καμιά ελπίδα να γλιτώσουν τον σίγουρο θάνατο που τους επιφυλάσσει η Εξουσία, τους παγιδεύει με το σχέδιό του, έτσι ώστε να τους φτάσει στην ομαδική αυτοχειρία, αλλά με τη μορφή της τελικής σύγκρουσης με την Εξουσία. Όμως, πρώτα τους οδηγεί βήμα το βήμα στην αυτογνωσία και στην καθαρότητα της σκέψης. Τους θέλει να πεθαίνουν με την ελεύθερη βούλησή τους, επιλέγοντας οι ίδιοι το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο του θανάτου τους.

Στους Ηθοποιούς έχουμε να κάνουμε με επαγγελματία πια σκηνοθέτη, ο οποίος «γράφει» το έργο (κι αυτός το ίδιο, πριν ανοίξει η αυλαία), στο οποίο θα πρωταγωνιστήσει με τους άλλους δυο – επαγγελματίες ηθοποιοί κι αυτοί – αλλά και θα το «σκηνοθετήσει» επί σκηνής. Τους καθοδηγεί ως δάσκαλος, με σοφία και καλοσύνη, με εφιαλτικές για όλους στιγμές εσώψυχων αποκαλύψεων, με κίνδυνο να τιναχτούν όλοι στον αέρα αν δεν προσέξει και τις παραμικρές τους αντιδράσεις, αν δεν κάνει τη σωστή κίνηση στη σκακιέρα κι αν δεν προβλέψει τις επόμενες κινήσεις των άλλων δύο. Το σχέδιό του είναι η τελική λύτρωση και των τριών, μέσα από την σταδιακή και επικίνδυνη αποκάλυψη παλιών μυστικών, τα οποία στοιχειώνουν τις σχέσεις τους.

Οι Ηθοποιοί είναι έργο κατ΄εξοχήν υπαρξιακό. Εδώ, οι άνθρωποι – ως ήρωες πια του εαυτού τους – κατορθώνουν να αντισταθούν στα Εξουσιαστικά εμφυτεύματα φτάνοντας στην αυτογνωσία κι από κει στην καινούργια ζωή, με εμπιστοσύνη και αγάπη ο ένας για τον άλλον. Γι’ αυτό και είναι το μόνο έργο από τα πέντε που έχει (έστω και φαινομενικά ή πρόσκαιρα) «χάπυ εντ». Οι άνθρωποι – ήρωες φτάνουν στην ουσία της ανθρωπιάς: στην ανόθευτη αγάπη, ξεπερνώντας με γνώση, αλλά και πάθος τα «μιάσματα»του εγωισμού και των ψεύτικων κοινωνικών προτύπων της ανταγωνιστικής και υποκριτικής συμπεριφοράς. Οι Ηθοποιοί είναι καθαρό ψυχόδραμα, όπως ορίζεται και ασκείται σε άλλους χώρους, με διαφορετικούς όρους και κανόνες, σε άλλες «σκηνές», του ντιβανιού ή της επιστημονικής συνεδρίας.

Στην εξέλιξη του έργου – παρόλη την αφαιρετική φόρμα του, έχει έντονο το στοιχείο του «εσωτερικού» σασπένς – σίγουρα οι θεατές θα περιμένουν με αγωνία ξεσπάσματα βίας, σκοτωμούς, σφαγές ή δε ξέρω τι άλλο…(Κάτι που συμβαίνει στα άλλα τέσσερα έργα). Όχι. Στους Ηθοποιούς η βία «λιώνει» σιγά σιγά μέσα στην ψυχή και στο πνεύμα τους και οδηγούνται – από δύσκολες και φορτισμένες ατραπούς – στη μεγάλη Συμφιλίωση, στο άνοιγμα της ψυχής, στην αλήθεια τους, στη λύτρωσή τους. Κατανοώ τον άλλον, άρα υπάρχω. Συγχωρώ, άρα υπάρχω για να πάρω ως αντάλλαγμα τη συγχώρεση. Και ελπίζω να υπάρξω καλύτερος, και για μένα και για τους άλλους, που κι αυτοί έφτασαν στο ίδιο στάδιο αυτογνωσίας και αποδοχής με εμένα.

Στους Παγιδευτές φτάνει στην κορύφωσή του το αρχικό θέμα των Νταντάδων. Εδώ η «μούμια» της Εξουσίας, αλλά και το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, είναι το ολόγραμμα ενός ολόγυμνου και πανέμορφου κοριτσιού, το οποίο η Εξουσία προβάλλει σε όλες τις οθόνες-ιδιωτικές και δημόσιες- με στόχο να παγιδέψει μέσω του Έρωτα όποιον «τελευταίο» αντιστεκόμενο πολίτη υπάρχει και, με αυτόν τον τρόπο, να τον ανακαλύψει και να τον αφανίσει. Το σκηνικό είναι ένα βομβαρδισμένο πανδοχείο και «απ΄έξω» έρχονται απελπισμένα μηνύματα πολέμου. Σ΄αυτό το έργο ο Πανδοχέας – ως εντολοδόχος και εκφραστής της απόλυτης Εξουσίας του Κακού – είναι ο «συγγραφέας» και ο «σκηνοθέτης», αυτός καθοδηγεί την εξέλιξη της δράσης, αυτός –ως άλλος Σταύρος – θα είναι ο νικητής της αιώνιας πάλης του Καλού και του Κακού, αλλά, βέβαια, με την τελευταία σκηνή υποδηλώνεται πως «η πάλη συνεχίζεται» επ’ άπειρον.

Οι δύο χαρακτήρες, Πανδοχέας και Επισκέπτης, μπορεί να θεωρηθούν ως οι δύο όψεις-εαυτοί του Ενός, όπως στους Νταντάδες ο Πέτρος και ο Παύλος. Ο ένας εαυτός συμβολίζει την Εξουσία -παρούσα, αλλά και μελλοντική όσο και παρελθούσα – ενώ ο δεύτερος είναι η Αντί-σταση ενάντιά της. Η αιώνια φυσική και ιστορική πάλη – σύγκρουση των αντιθέτων – τόσο υπαρξιακά όσο και κοινωνικοπολιτικά.

 

 Γιώργος Σκούρτης © 2014

 

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο