Ο Σαίξπηρ ως Σχεδιαστής Φωτισμών: Μια ανάγνωση του Μακμπέθ

Συντάκτης: Χριστίνα Θανάσουλα

Ο Σαίξπηρ ως Σχεδιαστής Φωτισμών:  Μια ανάγνωση του Μακμπέθ με πυξίδα τις φωτιστικές οδηγίες του συγγραφέα.

 

«Στην διαδρομή των αιώνων, το φως συνδέεται πάντοτε με την σοφία και την αλήθεια, το σκοτάδι εκπροσωπεί το Κακό[1] Η σύνδεση αυτή είναι βαθιά χαραγμένη στο DNA του ανθρώπου.

 

Το δίπολο φως – σκοτάδι πρωταγωνιστεί στον Μακμπέθ: ο Σαίξπηρ αναφέρεται σε αυτό σχεδόν εμμονικά, ανάγει τον συμβολισμό και την αντίθεσή τους σε πρωταρχικό ερμηνευτικό κώδικα του έργου: η στοχευμένη χρήση της φωτοσκίασης, -η αξιοποίηση της κατανομής του φωτός και του σκοταδιού επί σκηνής-, ξεκλειδώνει την δραματουργία του έργου, δημιουργεί χώρους του υπαρκτού και του μη υπαρκτού (μαγικού) κόσμου. Ταυτόχρονα δίνει πληροφορίες για τους ήρωες, σκιαγραφεί σαφείς συνδέσεις των χαρακτήρων με το Καλό ή το Κακό και το οδοιπορικό της μετακίνησής τους από το ένα στο άλλο.  Ο Μακμπέθ και η Λαίδη Μακμπέθ προσκαλούν και δημιουργούν το σκοτάδι. Τα φωτιστικά τοπία που συνθέτει ο Σαίξπηρ μεταφράζονται σε συμπαγείς σκηνικούς κώδικες. Το φως αποτελεί εργαλείο αφήγησης, σφυρηλατεί νοήματα στο σκοτάδι.

«Ο Συμβολισμός του φωτός είναι τόσο παλιός όσο και η ιστορία του ανθρώπου»[2].

 

 

Πράξη 1η

1η σκηνή: Το έργο ξεκινάει μια σκοτεινή νύχτα με κεραυνούς. Από το πηχτό μαύρο σκοτάδι της σκηνής – το οποίο έχει ρίζες στο μαύρο φόντο του τενεμπρισμού (tenebrism) του Caravaggio – ξεπροβάλουν 3 μάγισσες. Το σκληρό contrast του τενεμπρισμού, συγκεντρώνει το φως μόνο πάνω στο θέμα, προβάλλοντάς  το απομονωμένο στο έλεος του σκοταδιού. Δραματουργικά, ο τενεμπρισμός οριοθετεί ξεκάθαρα τους χώρους ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, διασφαλίζοντας έτσι ότι η μετακίνηση από το ένα στο άλλο αποτελεί συνειδητή απόφαση του δραματικού ήρωα. Δεν υπάρχουν υποφωτισμένες περιοχές, δεν υπάρχει ημίφως, ο ήρωας βρίσκεται είτε στο φως ή στο σκοτάδι.

«Χαθείτε στην ομίχλη, στον καπνό»,

αναφωνεί η μάγισσα, προσδιορίζοντας την ομίχλη ως εργαλείο του Κακού,  ενώ  νομιμοποιείται ταυτόχρονα η σκηνική αξιοποίηση της τεχνικής του sfumato του Leonardo Da Vinci.

Από την πρώτη εικόνα ορίζονται οι πρώτες ύλες της φωτιστικής παλέτας της παράστασης: το φως, το σκοτάδι και η ομίχλη.

            2η  σκηνή: Ο Βασιλιάς έρχεται από το βάθος της σκηνής, φέρνοντας το φως μαζί του, η σκηνή πλημμυρίζει σταδιακά με φως. Οι 2 αντιθετικές δυνάμεις Φως-Σκοτάδι παρουσιάζουν τους συμμάχους τους: το Φως έχει στο πλευρό του τον Καλό Βασιλιά, το Σκοτάδι τις Μάγισσες. Το Καλό(Φως) και το Κακό (Σκοτάδι) θα κινήσουν τα νήματα όλου του έργου και θα συγκρουστούν σφόδρα στην αρένα της ψυχής του Μακμπέθ παλεύοντας για την κυριαρχία.

            Ο Μακμπέθ εμφανίζεται πρώτη φορά στο έργο στην 3η σκηνή, έχοντας ως αφετηρία του το Φως. Μαζί με τον Μπάνκουο, στέκονται στο βάθος της σκηνής μέσα σε μια θερμή δέσμη φωτός ενώ οι μάγισσες, με τις οποίες συνομιλούν, διακρίνονται αχνά στο σκοτάδι. Πρόκειται για 2 παράλληλους κόσμους, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν διασταυρωθεί.

4η σκηνή: Ο Βασιλιάς Ντάνκαν ανακοινώνει τον Μάλκομ ως διάδοχο του θρόνου λέγοντας:

« Και αυτή η τιμή,

Δεν θα λαμπρύνει μόνο αυτόν, αλλά θα συνοδεύεται,

Από διακρίσεις και βαθμούς, που σαν αστέρια,

Όλους τους άξιους θα καταυγάζουν»

Ο Μακμπέθ νιώθει τις πρώτες δονήσεις του υπόκοσμου μέσα του να σκιάζουν τα άστρα:

«Άστρα από εκεί ψηλά, την φλόγα σας να κρύψετε,

Στους μύχιους μαύρους πόθους μου φως να μην ρίξετε.»

  ψιθυρίζει για πρώτη φορά.

5η σκηνή: Η Λαίδη αναδύεται από τον κάτω κόσμο, μέσα σε ένα θαμπό φως.  Επικαλείται τις δυνάμεις του σκότους:

«Έλα νύχτα μαύρη,

Τυλίξου στους πιο ζοφερούς καπνούς της κόλασης,

Για να μην δει το ακονισμένο μου μαχαίρι την πληγή,

Που ανοίγει, ούτε να κρυφοκοιτάξει ο ουρανός

Μέσα από τα πυκνά πέπλα του ερέβους»

Η εικόνα με τους καπνούς της κόλασης και το εντόνως ομιχλώδες τοπίο που περιγράφει, μας είναι ήδη γνωστή από την 1η εμφάνιση των μαγισσών.

6η σκηνή: Ο Βασιλιάς και η συνοδεία του στέκονται έξω από το κάστρο των Μακμπέθ, στα θεωρεία του κοινού, κάνοντας σαφή την διάκριση των ορίων: το φως «κατοικεί» στην πλατεία του θεάτρου ενώ το σκοτάδι επί σκηνής. Η χωροταξική αυτή διχοτόμηση θα επαναληφθεί και αργότερα στο έργο. Έξω (στην πλατεία) είναι το καλό, μέσα (στην σκηνή) κατοικεί το κακό. Η κόκκινη -σαν από αίμα βαμμένη- αυλαία χωρίζει τους 2 κόσμους.

Στο τέλος της 1ης πράξης το σκοτάδι -κυριολεκτικά και μεταφορικά-, η νύχτα, έχει απλώσει το πέπλο της, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για πράξεις κακές. Η αυλαία ανοίγει και η 7η σκηνή βρίσκει τον Μακμπέθ να παλεύει με το εσωτερικό του σκοτάδι, το οποίο θεριεύει ώρα με την ώρα.

«η απατηλή μας όψη ας κρύβει της καρδιάς μας την απάτη», ψιθυρίζει.

 

Πράξη 2η

Η 2η πράξη βρίσκει τον Μπάνκουο και τον γιο του Φλέιανς να συνομιλούν νύχτα έξω από το κάστρο του Μακμπέθ, σε μια σχετικά ρεαλιστική συνθήκη, την οποία όμως ο Σαίξπηρ νοθεύει ύπουλα με υλικά του απόκοσμου (supernatural):

Μπάνκουο: «Πώς προχωράει η νύχτα αγόρι μου;»

Φλέϊανς: «Έδυσε το φεγγάρι, το ρολόι δεν το άκουσα.»

….

Μπάνκουο: «Στον ουρανό κάνουν οικονομία, σβήσαν όλα τα κεριά τους

Ο Σαίξπηρ προοικονομεί τον θάνατο του Μπάνκουο; Το καλό στον ουρανό, φαίνεται να στρέφει αλλού το βλέμμα του, έσβησαν τα κεριά. Δεν παρακολουθούν τις κακές πράξεις που συμβαίνουν «στην ξέρα αυτή του χρόνου». Λίγους στίχους πιο κάτω, κάνει την εμφάνισή του το πρώτο όραμα του Μακμπέθ, κλονίζοντας την ισορροπία μεταξύ πραγματικού/ορατού και μη πραγματικού κόσμου: πρώτη φορά τίθεται το ερώτημα της αντικειμενικότητας της όρασης, τι είναι αληθινό και τι όχι;

«Είναι μαχαίρι αυτό που βλέπω εμπρός μου;

….

Γιατί να μην σε νιώθει και η αφή όπως η όραση;

Ή μήπως είσαι μόνο ένα λεπίδι του μυαλού;»

Μέσα στον ίδιο μονόλογο υπάρχουν ασφυκτικά συσσωρευμένες αναφορές στο φως:

«Αυτή την ώρα σε όλο το ημισφαίριο,

η φύση έχει όψη νεκρού, και ύπουλα όνειρα

τρυπώνουν στου ήσυχου ύπνου τα παραπετάσματα»

Ο Μακμπέθ μιλάει για την δολοφονία του Ντάνκαν, την οποία θα τελέσει αυτήν την σκοτεινή ώρα,

 -κυριολεκτικά και μεταφορικά-, που κυριαρχεί το κακό –η φύση έχει όψη νεκρού-. Φιγούρες ψυχρά φωτισμένες σε μαύρο φόντο: το μαύρο της σκηνογραφίας της Εύας Νάθενα.  Λίγο αργότερα, ενώ έχει ήδη διαπράξει το έγκλημα, θεωρεί αποκρουστικό να το αντικρύσει:

«Ό,τι έκανα φοβάμαι και να το σκεφτώ,

Να το αντικρύσω πάλι δεν τολμώ»

Η Λαίδη του απαντάει ωμά και κυριολεκτικά:

«Νεκροί και κοιμισμένοι τι είναι; Ζωγραφιές»

Οι ακίνητες εικόνες δεν είναι ζωντανές, όμως εκείνος έχει αρχίσει να βλέπει εικόνες που τροφοδοτούνται και από τους 2 κόσμους, η όρασή του τον προδίδει.

Καθώς ο Λένοξ αναγγέλλει την καινούρια μέρα της Σκωτίας, διακρίνουμε ήδη ρωγμές στο φως, ανεξήγητα πράματα συμβαίνουν. Η νέα μέρα του Μακμπέθ ξεκινά, υπό την βαριά σκιά της προηγούμενης νύχτας:

Λένοξ: «Κύριε, καλή σου μέρα»

….

 «Όλη νύχτα ακούγονταν οι διαπεραστικές κραυγές της γλαύκας»

Η απόκοσμη εικόνα, δίνει σαφές προμήνυμα θανάτου, σκιαγραφώντας με αδρές γραμμές την επικινδυνότητα του τοπίου. Όταν ο Μακντάφ ανακαλύπτει τον νεκρό Ντάνκαν φωνάζει:

«ξυπνήστε όλοι!»

Και η σκηνή πλημμυρίζει στιγμιαία με αφύσικα έντονο φως. Σε μια πρώτη νατουραλιστική ανάγνωση φωνάζει στον κόσμο να ξυπνήσει από τον βραδινό του ύπνο. Όμως σε ένα δεύτερο επίπεδο, καλεί τον κόσμο να μάθει την αλήθεια.

«Η μοίρα μας κρυμμένη σε τρυπίτσα σκοτεινή,

Μπορεί να ορμήσει και να μας γραπώσει»

λέει ο Ντόναλμπεϊν εικονοποιώντας το σκοτάδι ως ορμητήριο του κακού.

 Στην 4η σκηνή, ο Ρος παρατηρεί:

«Ακόμα τα ρολόγια δείχνουν μέρα, κι όμως,

Νύχτα θεοσκότεινη στραγγάλισε τη λάμψη του ήλιου»

Ο θάνατος του καλού Βασιλιά Ντάνκαν άνοιξε μια ρωγμή στο κέλυφος του κόσμου, το σκοτάδι διέρρευσε, «έσταξε» έξω από τον κόσμο της νύχτας, δηλητηρίασε και την ημέρα. Η επιλογή των λέξεων από τον μεταφραστή του έργου Νίκο Χατζόπουλο τιμά απόλυτα τον συμβολισμό του φωτός: το σκοτάδι στραγγάλισε την ημέρα (ενεργητικό ρήμα με σαφή πρόθεση και αγριότητα). Δεν λέει το σκοτάδι εξαφάνισε/έσβησε/έδιωξε την λάμψη. Την στραγγάλισε.

«Να ‘ναι άραγε από τον θρίαμβο της νύχτας,

ή απ’ την ντροπή της μέρας, που το πρόσωπο της γης

το σκέπασε σκοτάδι τάφου, ενώ θα έπρεπε

να το φιλά το ζωογόνο φως;»

Η πάλη των 2 στοιχείων, του καλού και του κακού, της ζωής και του θανάτου ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας. Ο θάνατος του Ντάνκαν ήταν τόσο αφύσικος, που τάραξε την ισορροπία της φύσης, το σκοτάδι «ξέφυγε» από τα όρια της νύχτας. Μετά την νύχτα του θανάτου του βασιλιά Ντάνκαν, όλοι οι χαρακτήρες του έργου νιώθουν την έντονη παρουσία του σκοταδιού, την επικράτησή του επί του φωτός.

 

Πράξη 3η

Στο τέλος της 2ης σκηνής της 3ης πράξης ο Μακμπέθ επικαλείται πλέον άμεσα το σκοτάδι, πιστεύοντας ότι θα βρει σε αυτό την δύναμη να απεκδυθεί ενδοιασμούς και τύψεις:

«Έλα νύχτα, ρίξε το πέπλο σου στα σπλαχνικά μάτια της μέρας».

Η εικόνα τύφλωσης της ημέρας είναι πολύ ισχυρή. Συνειδητά προσχωρεί στις δυνάμεις του σκότους, το φως αργοσβήνει μέσα του:

«Το φως θαμπώνει…

τα πλάσματα της ημέρας, τα άκακα,

αρχίζουν να βαραίνουν να νυστάζουν,

ενώ της μαύρης νύχτας οι πιστοί

ξυπνάνε και την λεία τους αρπάζουν»

Η αναφορά στο σκοτάδι είναι τόσο κυριολεκτική, όσο και μεταφορική.

 

Το 2ο μέρος της παράστασης ξεκινάει με την 3η σκηνή της 3ης πράξης: ο φόνος του Μπάνκουο συμβαίνει στο απόλυτο σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα αναδύονται οι 3 μάγισσες από το pit, το κακό «αναβλύζει» από τον Κάτω Κόσμο, κυριαρχεί.

«Φέρτε μας ένα φως εδώ!

….

Ποιος έσβησε το φως;»

Ποιος έσβησε την ζωή, το καλό;

3η πράξη, 4η σκηνή: ο Μακμπέθ διερωτάται για το αποτέλεσμα του αγώνα μεταξύ Καλού και Κακού:

Μακμπέθ: «Η νύχτα που έχει φτάσει;

Λαίδη: «Παλεύει με τη μέρα,

                                         Ποια από τις 2 θα έχει το πρόσταγμα»

Οι 2 τους κάθονται πάνω στο τραπέζι του δείπνου, σε μια στενή φωτιστική κόγχη, στο πιο ψυχρό φως του έργου. Με φόντο το πηχτό μαύρο σκοτάδι συνομιλούν πάνω σε αυτή την τελευταία «ξέρα φωτός».

 

Πράξη 4η  

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της σπηλιάς των μαγισσών εκτυλίσσεται η σκηνή των οραμάτων. Εκθαμβωτικό θερμό κατευθυντικό φως, όμοιο με του ήλιου, έρχεται από τον έξω κόσμο και τυφλώνει τα πλάσματα της νύχτας που κατοικούν μέσα στην σπηλιά του κακού. Μια πανίσχυρη αχτίδα φωτός κατακλύζει στιγμιαία την σκηνή, προοικονομώντας την επικράτηση του Καλού.

Τα οράματα κρύβονται στις σκιές, αποφεύγουν το φως. Ο Μακμπέθ τυφλώνεται, δεν μπορεί να αντικρίσει τα οράματα. Συμβολικά, δεν «βλέπει» την αλήθεια που κρύβουν τα λόγια τους.

«Φανείτε!»

Φωνάζει όλο απόγνωση και εμφανίζεται η Λαίδη με το υπερμέγεθες κόκκινο φόρεμα της, το οποίο σαν αίμα κατακλύζει την σκηνή. Η Λαίδη ασθμαίνει υπό το βάρος του Τίτλου, η ενδυμασία της βαραίνει από τις τύψεις και τον φόβο.

 

Πράξη 5η

5η πράξη, 1η σκηνή: Η Λαίδη Μακμπέθ υπνοβατεί και κατεβαίνει στην πλατεία, εκεί που από την αρχή του έργου κατοικούσε το φως. Η Λαίδη απελευθερώνεται από τα δεσμά του σκοταδιού. Οι φόνοι ξεκινούν στο σκοτάδι, η ορμή τους όμως πλημμυρίζει και την ημέρα, μετά τον φόνο του Μπάνκουο.  

Στην τελευταία σκηνή του έργου, ο Μακμπέθ του Δημήτρη Λιγνάδη, αντιλαμβανόμενος το σημείο που έχει φτάσει, προτιμάει να αφαιρέσει ο ίδιος την ζωή του, παρά να μείνει δέσμιος του σκότους. Σαν τον πολεμιστή της Ιλιάδας του Ομήρου, προτιμάει να πεθάνει στο φως παρά στο σκοτάδι,

«Και μέσα στο φως τότε χάλα μας, αφού το θέλεις τόσο»,[3]

αναγνωρίζοντας την τραγική του μοίρα και την αδυναμία του να ξεφύγει από το πεπρωμένο που τον καταδιώκει. Με φόρα καρφώνεται πάνω στο υψωμένο ξίφος του Μακντάφ, μετανιωμένος για τις επαίσχυντες πράξεις του. Η τελευταία φωτιστική εικόνα του έργου ευθυγραμμίζεται με την σκηνοθετική επιλογή του ενανθρωπισμού του ήρωα[4]: ο Βασιλιάς Μακμπέθ -ο οποίος μέσα σε μια νύχτα μεταμορφώθηκε στης «Σκωτίας τον δαίμονα»- την ύστατη στιγμή διεκδικεί την ανθρώπινή του φύση. Το έντονο θερμό κόντρα φως που ανάβει στιγμιαία πάνω του -καθώς καρφώνεται στο ξίφος του Μακντάφ- τον λυτρώνει και τον ενανθρωπίζει  -κατά Σεφέρη-  στα μάτια μας. Ο θάνατός του συγκινεί.                          «Σβήσε, κερί, σβήσε τη λιγοστή σου φλόγα!»

 Ο Σεφέρης στο ποίημα Μια χειμωνιάτικη ακτίνα[5] γράφει:

 Είπες εδώ και χρόνια:

«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». 

 …..

ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο

έχει τριφτεί και δεν αντέχει

αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη

την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου

για να την ανοίξει στο φως.

 

Ο Μακμπέθ καρφώνει στο ξίφος του Μακντάφ την καρδιά του, να την ανοίξει πάλι στο φως.

Η πορεία του υπήρξε ένα «ταξίδι» από το Φως στο Σκοτάδι και πίσω στο Φως.

 

Σκοτάδι. Αυλαία.

 

 

 

 


[1] Γιώργος Γραμματικάκης, «Η Αυτοβιογραφία του Φωτός».

[2] Rudolf Arnheim «Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, Η ψυχολογία της δημιουργικής όρασης»

[3] Ομήρου Ιλιάδα Ρ, στίχος 645-647 Δέηση Αίαντα.

[4] Ο Σεφέρης χαρακτηριστικά ανέφερε «υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως».

[5] από την συλλογή Τρία κρυφά ποιήματα, 1966.

Μετάβαση στο περιεχόμενο