Οι Καιόμενοι. Τίτλος δραματικός και προφητικός συνάμα, συμπυκνώνει όλη την απελπισμένη αγωνία της ανθρώπινης κοινωνίας μετά το γύρισμα της νέας χιλιετίας, όπου η τρομοκρατία, οι πολιτικοκοινωνικές αναταραχές, νέες πολεμικές απειλές και συρράξεις, η εντεινόμενη κλιματική αλλαγή, η παρατεινόμενη οικονομική κρίση, το θέμα της μετανάστευσης των λαών έχουν δημιουργήσει νέα δυσεπίλυτα προβλήματα αβεβαιότητας και αστάθειας, δυσοίωνα για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Με γνώριμους απόηχους από την πρόσφατη ελληνική ιστορία (τη φορτισμένη κληρονομιά του εμφυλίου, της δικτατορίας και πιο πρόσφατων κοινωνικών αναταραχών), το έργο καταφέρνει να ξεπεράσει την ιστορικότητα και την εντοπιότητά του και να δημιουργήσει μια γενικότερη ατμόσφαιρα που κινείται στα όρια ενός μυθικού, δυστοπικού οράματος. Είτε το συνδέσει κανείς με την ποιητικότητα της ‘Ερημης Χώρας του ‘Ελιοτ, είτε με την μετα-μπρεχτική πολιτική γραφή του ‘Εντουαρντ Μποντ, το έργο πάλλεται από την ίδια ενορατική αγωνία και στο υπαρξιακό και στο κοινωνικό επίπεδο. Οι χαρακτήρες λειτουργούν ανάμικτα και ως ανθρώπινα αρχέτυπα και ως κοινωνικά στερεότυπα. Η ρευστότητα αυτή τους βοηθάει να ξεπεράσουν την ιστορική και πολιτισμική τους χωρικότητα, η οποία, όπως σημειώνει η συγγραφέας στην αρχή του έργου, προσδιορίζεται ως «κάποια Ελληνική πόλη» αλλά παράλληλα και ως «Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα» – στοιχείο που εντοπίζεται κυρίως στις σκηνικές οδηγίες για τα κοστούμια και το μακιγιάζ των προσώπων.
Η διπλή αυτή τοποθέτηση προϊδεάζει για την διασύνδεση του έργου με τη γαλλική κουλτούρα και ιστορία, με πιο έντονη την παρουσία του Ζενέ, στον οποίο παραπέμπουν είτε συγκεκριμένοι χαρακτήρες (η Μαντάμ, η δούλα, οι στρατιωτικοί, ο παπάς) είτε θεματικά μοτίβα (αντικατοπτρισμοί ρόλων και σχέσεων). Αλλά και η αγγλόφωνη παράδοση κάνει εξίσου αισθητή την διακειμενική παρουσία της. Πέρα από τους παλιότερους ‘Ελιοτ και Μποντ, στοιχεία όπως η σεξουαλική βία, ο εφιάλτης του πολέμου, ο κυνισμός στις ανθρώπινες σχέσεις θυμίζουν έντονα τα πιο πρόσφατα δραματικά τοπία της Σάρα Κέην, ενώ η λιτή γλώσσα με τις επαναλήψεις της και την κυκλικότητα των νοημάτων της παραπέμπουν και πάλι στην παλιότερη γενιά: στον Μπέκετ αλλά και στον Πίντερ – ιδιαίτερα από την άποψη της αμφισημίας και του μαύρου χιούμορ.
Γραμμένο ως μία σειρά εικόνων, το κείμενο κάνει μια εντελώς ελεύθερη χρήση του χωροχρόνου, παίζοντας συνέχεια με μετατοπίσεις του εδώ και του εκεί, του τότε και του τώρα, δημιουργώντας μια ονειρική αοριστία που επιτρέπει στους χαρακτήρες να ξαναπαίζουν τους εαυτούς τους, ανακατεύοντας μνήμη, επιθυμία και φαντασία μέσα σε μια απίστευτη θεατρικότητα. Η συνθήκη αυτή δημιουργεί και την κατάλληλη προϋπόθεση για άλλα θεατρικά τεχνάσματα όπως ο ζωομορφισμός του προσώπων (π. χ. ο στρατιώτης ως σκύλος) και η εμψύχωση άψυχων αντικειμένων (π. χ. η κούκλα ως κορίτσι). Όλα αυτά τα στοιχεία απαρτίζουν την ιδιαιτερότητα του έργου, το οποίο, πέρα από οποιαδήποτε δάνεια, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, φέρει το δικό του στίγμα, ζυμωμένο μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και τις πολιτισμικές διαδρομές της γράφουσας, όπως μαρτυρεί αφενός το επίγραμμα στην αρχή του έργου (αναφορά στο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος») και αφετέρου μια πιο κρυπτή αναφορά σε ένα πραγματικό γεγονός αυτοπυρπόλησης (βασισμένο σε παιδική μνήμη της συγγραφέως από τη γενέτειρά της).
Παρά τις σκοτεινές, εφιαλτικές αναφορές που καθορίζουν και τον τίτλο και την ατμόσφαιρα του έργου, η ποιητική μυθοπλασία που επιχειρεί η Δέσποινα Καλαϊτζίδου καταλήγει σε ένα πιο αισιόδοξο, ευχολογικό γύρισμα της ματιάς της, όπου οι κερασιές θα ξανακαρπίσουν στην έρημη γη, ίσως σαν τις πασχαλιές που οραματίζεται ο ‘Ελιοτ ή σαν τα λουλούδια που επιμένουν να ξεφυτρώνουν αυθαίρετα (μαζί με την αγάπη) στα ρημαγμένα τοπία της Κέην.
Η δομική στερεότητα, η στοχαστική και ποιητική ματιά και η γλωσσική ευκαμψία και λιτότητα των Καιόμενων δικαιώνουν πλήρως τη βράβευση του κειμένου με το 2ο κρατικό βραβείο συγγραφής νέου θεατρικού έργου 2010. Η επικαιρότητά του σήμερα αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση ποιότητας και στη σύλληψη και στην τεχνική της θεατρικής του γραφής.