Η κυπριακή δραματουργία μετά την Ανεξαρτησία

Συντάκτης: Άντρη Χ. Κωνσταντίνου

Η παρούσα αναδρομή στην κυπριακή δραματουργία κατά την περίοδο από το 1960 και εξής στόχο έχει να σκιαγραφήσει το περίγραμμα και τις βασικές τάσεις και να αναφερθεί στους σημαντικότερους εκπροσώπους της δραματουργικής παραγωγής, ο όγκος της οποίας είναι μεγαλύτερος απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Ας ξεκινήσουμε με τρεις διευκρινίσεις:

Πρώτον, θα επικεντρωθούμε κυρίως σε έργα που βρήκαν το δρόμο για τη σκηνή: αυτό είναι, με σπάνιες εξαιρέσεις, ένα αρκετά ασφαλές κριτήριο για το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα έργα. Δεύτερον, για μεθοδολογικούς λόγους και λόγους οικονομίας, δεν θα επεκταθούμε στα κείμενα της επιθεώρησης ούτε στην πλούσια παραγωγή έργων για παιδιά ούτε στις παραγωγές θεάτρου επινόησης, που αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Τέλος, εφόσον προσδιορίζουμε ως κυπριακή δραματουργία το corpus των θεατρικών έργων που γράφονται στην Κύπρο, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι ελάχιστα γνωρίζουμε για τα θεατρικά έργα που γράφονται από Τουρκοκύπριους, στην τουρκική γλώσσα ή στην τουρκοκυπριακή διάλεκτο: γνωρίζουμε κυρίως τίτλους και ονόματα συγγραφέων. Έτσι, λόγω της μη πρόσβασης στις σχετικές πηγές, θα περιοριστούμε στα ελληνόγλωσσα έργα που γράφονται από Ελληνοκύπριους στην κοινή ή στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο. Ο όρος κυπριακή διάλεκτος που θα χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια αναφέρεται στη διάλεκτο των Ελλήνων της Κύπρου.

Πριν φτάσουμε στην περίοδο που θα μελετήσουμε, ας προσδιορίσουμε το τι προηγήθηκε. Τις γνώσεις μας για το θέατρο στην Κύπρο πριν το 1960 οφείλουμε κυρίως στον μελετητή Γιάννη Κατσούρη που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας.

Είναι γνωστό ότι τα πρώτα θεατρικά έργα στη νεότερη Κύπρο εντοπίζονται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Πρόκειται κυρίως για ρομαντικά ως προς το ύφος, πατριωτικά ως προς το στόχο και ιστορικά και μυθολογικά ως προς τη θεματολογία δράματα. Τα έργα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένα από τα θεατρικά έργα που γράφονται στην Ελλάδα κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα και από τις αντίστοιχες ιδεολογικές τάσεις. Τα έργα της πρώτης αυτής περιόδου είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα αρχικά και στη νεοελληνική κοινή στη συνέχεια.

Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα γράφονται ποιητικά δράματα αλλά και έργα με ρεαλιστικό διάλογο και με θεματολογία που εστιάζει στην κοινωνική προβληματική ενώ υπάρχουν ενδιαφέροντα δείγματα σάτιρας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Δικηγόρο του Ευγένιου Ζήνωνος, που ο συγγραφέας του χαρακτηρίζει comedie, τη Δημοπρασία του Τεύκρου Ανθία που θίγει το πρόβλημα της τοκογλυφίας και το κοινωνικό δράμα με νατουραλιστικά στοιχεία και ιψενικό απόηχο Ο απόγονος (1951) του Δημητρού Δημητριάδη (ή Ντόριαν). Το έργο πήρε το πρώτο βραβείο στον Καλοκαιρίνειο διαγωνισμό του Συλλόγου Παρνασσός της Αθήνας. Αναφέρουμε επίσης την περίπτωση του Α.Α. Γεωργιάδη-Κυπρολέοντα, που το μονόπρακτό του Μια νύχτα στο χάνι πήρε το δεύτερο βραβείο, σε διαγωνισμό της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων το 1928, και παίχτηκε στην Αθήνα, όπως και το μονόπρακτο του ιδίου Η ζωή εν τάφω. Τέλος, αξίζει να γίνει μνεία στο αξιόλογο έργο του Λουκή Ακρίτα Όμηροι, που αντλεί το θέμα του από την Αντίσταση στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Το έργο, που έχει στραμμένο το βλέμμα στη φόρμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, δημοσιεύτηκε το 1956 και παραστάθηκε από τον ΘΟΚ το 1973. Τα έργα αυτά είναι γραμμένα στη νεοελληνική κοινή.

Η διάλεκτος των ελληνοκυπρίων ακούγεται για πρώτη φορά επί σκηνής, κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, μέσα από νούμερα επιθεώρησης, που κερδίζουν έτσι σε αμεσότητα. Το πρώτο έργο  πρόζας στην κυπριακή διάλεκτο που εντοπίζεται, είναι  το δράμα Η μητρυιά του Αδάμου Γαλανού, έργο του 1925.

Το μεγαλύτερο μέρος της θεατρικής παραγωγής, που γράφεται στο διάστημα 1940 έως 1980 περίπου, αποτελείται από έργα στην κυπριακή διάλεκτο, με θέματα από τη ζωή στην κυπριακή ύπαιθρο, για τα οποία έχει επικρατήσει ο όρος ηθογραφία. Στη διαμόρφωση της κυπριακής ηθογραφίας, συνέβαλαν τα νούμερα των επιθεωρήσεων, το ελληνικό κωμειδύλλιο και η οπερέτα, είδη ιδιαίτερα δημοφιλή στην Κύπρο στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα κυρίως. Ένα από τα πρώτα δείγματα της ηθογραφίας είναι Η αγάπη της Μαρικούς, του 1938, που παίχτηκε πολλές φορές από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους.

Τα θεατρικά έργα αυτής της ομάδας είναι συχνότερα κωμωδίες και σπανιότερα δράματα, πάντα με θέματα από την κυπριακή ζωή, κυρίως στα χωριά. Τα δράματα έχουν κατά κανόνα διδακτική διάθεση και οι κωμωδίες φαρσικό χαρακτήρα. Η κυπριακή ηθογραφία περιέχει συχνά μουσική και τραγούδια, λιγότερο ή περισσότερο οργανικά εντεταγμένα στη δράση και ενίοτε το θέαμα περιέχει παραδοσιακούς χορούς. Το πρώτο δείγμα της μουσικής ηθογραφικής κωμωδίας είναι Το όνειρο του Τζυπρή του Λευκαρίτη, του Κώστα Χαράκη, με τη μουσική και τα τραγούδια του Αχιλλέα Λυμπουρίδη. Με το έργο αυτό, επιλέγει να ξεκινήσει τη διαδρομή του, το 1951, ο επιτυχημένος θίασος Κυπριακό Θέατρο.

Ραγδαίες αλλαγές στην κυπριακή κοινωνία γίνονται αισθητές από τα μέσα του εικοστού αιώνα και εξής: μετακίνηση από τα αγροτικά στα αστικά κέντρα, άνοδος του μορφωτικού επιπέδου, μεταμόρφωση της καθημερινής ζωής με τη βελτίωση των συνθηκών και την εισαγωγής της τεχνολογίας, πολιτικές αλλαγές κλπ. Παρόλ’ αυτά, τα στερεότυπα της ηθογραφίας διατηρήθηκαν αλώβητα. Τα έργα αυτά έχουν θέματα από το παρελθόν, πλέον, της κυπριακής αγροτικής ζωής και εν τέλει, ειδυλλιακό χαρακτήρα και νοσταλγική διάθεση για μια παρελθούσα πραγματικότητα που αποτελεί πλέον γραφικότητα. Η προσήλωση στο είδος συνέβαλε, πιστεύω, στην επιβράδυνση της θεματολογικής και υφολογικής διεύρυνσης των οριζόντων της θεατρικής γραφής.

Η συγγραφή πολλών έργων που κινούνται λίγο-πολύ στο κλίμα της ηθογραφίας συνδέεται και με το γεγονός ότι το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου προκήρυσσε τακτικά διαγωνισμούς θεατρικού έργου και παρείχε τη δυνατότητα παρουσίασης θεατρικών έργων στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Αυτό ευνόησε τα ήδη καθιερωμένα έργα ηθογραφικού περιεχόμενου, γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο. Η πλειοψηφία των ραδιοφωνικών έργων ανήκουν στην κατηγορία που επικράτησε να λέγεται κυπριώτικο σκετς.

Στο διάστημα 1960-1974, μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το δυναμισμό του νέου κράτους αλλά και από πολιτικές περιπέτειες, παρουσιάζεται μια μεγάλη ποσοτικά παραγωγή. Η εποχή αυτή έθρεψε αλλά και υπερέβη την ηθογραφία. Κάποιοι συγγραφείς υπηρετούν το είδος και κινούνται ανάμεσα στην ηθογραφία και την επιθεώρηση και άλλοι αναζητούν μια νέα, πιο σύγχρονη θεατρική γραφή.

Αμέσως μετά την ανεξαρτησία, εμφανίζονται έργα που αναφέρονται στον πρόσφατο αγώνα. Αυτό ενθαρρύνθηκε από την πολιτεία: ο πρώτος διαγωνισμός θεατρικού έργου που προκηρύχθηκε το 1962, από τον επιχορηγούμενο τότε από την πολιτεία θίασο με το φιλόδοξο όνομα Οργανισμός Θεατρικής Ανάπτυξης Κύπρου, ζητούσε έργα με θέμα από τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959. Τον πρώτο αυτό διαγωνισμό κέρδισε ο Ανάξιος της νεαρής τότε και υποσχόμενης Ρήνας Κατσελλή, που παίχτηκε από τον ΟΘΑΚ τον ίδιο χρόνο.

Η Κατσελλή υπήρξε δυναμική και δραστήρια από τα πολύ νεανικά της χρόνια και είναι η πρώτη γυναίκα που εξελέγη βουλευτής, στην κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων το 1981. Το θεατρικό της έργο περιλαμβάνει γύρω στα τριάντα έργα, πολύπρακτα, μονόπρακτα και σύντομα έργα για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Το έργο της Κατσελλή είναι τολμηρό, με διάθεση κριτικής απέναντι στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία. Στα πρώτα της έργα χρησιμοποιεί περισσότερο την κοινή νεοελληνική, ενώ στα μεταγενέστερα προτιμά συχνότερα την κυπριακή διάλεκτο. Αντλεί τα θέματά της από τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό της Κατσελλή είναι ότι οι κεντρικοί ήρωές της, άντρες και γυναίκες, είναι στέρεοι χαρακτήρες, με ισχυρή βούληση, αντισυμβατικοί και δεν υποχωρούν στις κοινωνικές νόρμες.

Μετά τον Ανάξιο, έργο της ανεβαίνει ξανά στο επαγγελματικό θέατρο το 1980, όταν ο ΘΟΚ ανεβάζει την Ενδοσκόπηση. Το όνομα του κεντρικού ήρωα της Ενδοσκόπησης είναι  η ιδιότητά του: Ξεριζωμένος Έλληνας Κύπριος. Το έργο είναι γραμμένο λίγα χρόνια μετά την εισβολή, όταν δηλαδή τα τραύματα από την προσφυγιά είναι ακόμα νωπά. Ο ήρωας αγωνίζεται να επιβιώσει, μαζί με την οικογένειά του, μετά τον εκτοπισμό. Η Ενδοσκόπηση, παρά κάποιες δραματουργικές αδυναμίες, περιέχει και μπορεί να προκαλέσει αληθινή συγκίνηση. Το έργο Γιατί έφυεν η Βαλού παρουσιάζει μια οικογένεια μετά την εισβολή, την προσαρμογή και τον πλουτισμό, ενώ το κεντρικό πρόσωπο, μια αθυρόστομη, ανυπότακτη χωριάτισσα μένει σταθερή στις αξίες μιας πιο αγνής εποχής. Με τον μετά-πολεμικό ευδαιμονισμό ασχολείται και η Τρελή γιαγιά ενώ η Ξενιτεία αναφέρεται σε μια παλαιότερη εποχή και οφείλεται στο ενδιαφέρον της συγγραφέως για τον ορθόδοξο μοναχισμό. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένα αμαρτωλό αλλά ασυμβίβαστο πλάσμα. Στη σάτιρα της σύγχρονης πραγματικότητας στρέφεται με τα πιο πρόσφατα Πάμεν καλά 1994 και Πάνω γειτονιά 2005. Το έργο Άρκαστος (2001), που γράφτηκε στο πλαίσιο ενός θεατρικού εργαστηρίου και ανέβηκε στην Ιταλία, έχει έναν απρόσμενα αρχαϊκό χαρακτήρα και αδρούς ήρωες.

Στη δεκαετία του 1960 συναντάμε επίσης ιστορικά δράματα όπως το έργο του Παύλου Ξιούτα Τζουάνα, με θέμα από τη μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου, που παρουσιάστηκε από το Νέο Θέατρο, το 1961. Εκδίδονται επίσης πολλά έργα του γιατρού, λογοτέχνη και εκδότη του περιοδικού Πνευματική Κύπρος Κύπρου Χρυσάνθη: η Χαρά Μπακονικόλα σε μελέτη της για τη δραματουργία του αγώνα 1955-1959, παρουσιάζει δέκα έργα του Χρυσάνθη με αυτό το θέμα. Κανένα από αυτά δεν παρουσιάστηκε από επαγγελματική σκηνή.

Αξιόλογα δείγματα γραφής έχει δώσει και ο λαϊκός ποιητής Παύλος Λιασίδης (1901-1985). Αναφέρουμε τρία έμμετρα ηθογραφικά έργα μπολιασμένα με το ιδιαίτερο ποιητικό του στίγμα: το Η αγάπη νικητής παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από ερασιτέχνες το 1935 και ήταν το εναρκτήριο έργο του θιάσου που ίδρυσε το 1983 ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης, και πάλι με το όνομα επωνυμία Νέο Θέατρο. Δέκα χρόνια αργότερα το έργο ανέβηκε από το Σατιρικό Θέατρο. Ο Αλαβροστοισιώτης παίχτηκε αρχικά από το ραδιόφωνο του ΡΙΚ και ακολούθως από τον ΘΟΚ, το 2002. Ο μονογιός παρουσιάστηκε από την τηλεόραση του ΡΙΚ.

Εκπρόσωποι του είδους της ηθογραφίας που δίνουν όμως σ’ αυτό το είδος μια νέα ώθηση είναι οι Μιχάλης Πιτσιλλίδης και  Μιχάλης Πασιαρδής.

Ο Πιτσιλλίδης γεννήθηκε το 1920 και πέθανε το 2008. Έγραψε περί τα είκοσι πολύπρακτα θεατρικά έργα και περισσότερα από εκατό μονόπρακτα και ραδιοφωνικά έργα. Τα περισσότερα έργα του είναι γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο. Στο επαγγελματικό θέατρο εμφανίστηκε με το δράμα Για ποιον να βρέξει, που βραβεύτηκε και παίχτηκε από τον ΟΘΑΚ το 1963. Το θέμα του έργου αφορά τη ζωή σε μια αγροτική κοινότητα που πλήττεται από ανομβρία, η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως θεϊκή τιμωρία για τις άδικες και ανάδελφες πράξεις των μελών της κοινότητας. Το έργο ανέβηκε και πρόσφατα, το 2007, από τον ΘΟΚ.

Στον Πιτσιλλίδη οφείλεται το σενάριο της πρώτης τηλεοπτικής σειράς του ΡΙΚ, το Κατωθκιόν της Μαδαρής το 1969. Ο λαϊκός συγγραφέας είναι προικισμένος με το χάρισμα να δημιουργεί ζωντανούς χαρακτήρες και την ευχέρεια να στήνει χυμώδεις κωμικές σκηνές, από τις οποίες δεν λείπουν τα φαρσικά στοιχεία. Αναφέρουμε την κωμωδία Οσπολλάτε αρκοντύναμεν, που έχει παρασταθεί και με τον τίτλο Ο συμπέθερος ο Αθανάσης, προφανώς κατ’ απαίτηση του κωμικού Νίκου Παντελίδη, που ανέλαβε το ρόλο του Αθανάση, στην παράσταση του Θιάσου Γέλιου, το 1969. Το έργο ανέβασε επίσης ο ΘΟΚ το καλοκαίρι του 2006, τιμώντας τον συγγραφέα. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν οι τρεις κωμωδίες που ανέβασε ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης με τον Οργανισμό Μουσικού Θεάτρου το 1969 (Γυρόν-γυρόν της Μαδαρής, Είπεν το ναι η Αντριανού και το Βουράτε ν’ αρμάσουμεν τον Φιρφιρήν). Τα έργα αυτά ακολουθούν μια συνταγή επιτυχίας με τύπους και στερεότυπες καταστάσεις.

Το 1970 ο Πιτσιλλίδης επανέρχεται στο δράμα με το Τούτη η γη είναι δική μας, που αναφέρεται στους κατοίκους ενός χωριού, που υποχρεώνονται να αφήσουν τον τόπο τους, εξαιτίας της αλόγιστης ανάπτυξης. Τρία χρόνια αργότερα, το επίσημο θέατρο της Κύπρου, ο ΘΟΚ ανεβάζει το βραβευμένο έργο του Θεανώ. Το θέμα του έργου είναι ο διχασμός ενός ψαράδικου χωριού απέναντι στη χρήση δυναμίτη για το ψάρεμα, οι αντιπαραθέσεις και τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν. Το 1990 ο ΘΟΚ ανεβάζει τους Κληρονόμους, έργο με μάλλον διδακτική πρόθεση. Τα άλλα δύο έργα του Πιτσιλλίδη που ανεβαίνουν από τον ΘΟΚ έχουν ως αφετηρία την κυπριακή ιστορία: το δράμα Στα έγκατα της γης (1984) βασίζεται στην απεργία των μεταλλωρύχων το 1948 και κινείται στο πεδίο του κοινωνικού, πολιτικού και δικαστικού δράματος ενώ από το ομώνυμο ιστορικό πρόσωπο αντλεί το θέμα του στην Αικατερίνη Κορνάρο (1994). Ο Πιτσιλλίδης έχει τιμηθεί περισσότερο από κάθε άλλο Κύπριο συγγραφέα από τον ΘΟΚ με έξι παραγωγές έργων του. Το Σατιρικό Θέατρο ανέβασε, σε δύο εκδοχές (1990 και 1998), την κωμωδία Τόφαλος ο Κλωναρίτης, μια ανάλαφρη σάτιρα για την κοινωνική και πολιτική ζωή της Κύπρου μετά το 1974.

Το σύνολο σχεδόν του έργου του Πιτσιλλίδη ανήκει στον ευρύτερο χώρο της ηθογραφίας, εμπλουτισμένης με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, ενώ ενίοτε ο τόνος είναι διδακτικός. Ο συγγραφέας, τα έργα του οποία είχαν πάντα απήχηση στο κοινό, μελετά κυρίως όψεις του τόπου που ανήκουν στο άμεσο παρελθόν. 

Ο Μιχάλης Πασιαρδής έχει διακριθεί κυρίως ως ποιητής, με πολλές ποιητικές συλλογές και κρατικά βραβεία. Τα έργα του χαρακτηρίζει ένας ιδιότυπος λυρισμός, η σύλληψη είναι πηγαία, θεατρική και ποιητική ταυτόχρονα. Ως προς τα θέματά του, αντλεί υλικό από την κυπριακή παράδοση και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, με γνώση και ευαισθησία. Μπορούμε να του αποδώσουμε καλή αντίληψη των κωδίκων του θεάτρου και ευχέρεια στη δημιουργία δραματικής έντασης. Ο Πασιαρδής είναι μάστορας στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου, γνώστης του πλούτου της και των στρωμάτων της μέσα στο χρόνο. Ένα μόνο από τα έργα του είναι γραμμένο στην κοινή νεοελληνική, Ο Θησέας στην κοιλιά του Μινώταυρου.

Εμφανίστηκε στο θέατρο με ένα νεανικό του έργο, τη Γιαλλουρού (δηλαδή γαλανομάτα), σε μια παράσταση του Νέου Θεάτρου το 1968. Το έργο είχε ήδη παρουσιαστεί στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ το 1965. Η ιδέα του έργου προέρχεται από το ποίημα «Η Γιαλλούρα» του διαλεκτικού ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη. Πρόκειται για ένα ποιμενικό ειδύλλιο, όπου όμως το χάρισμα του Πασιαρδή μετατρέπει την απλοϊκή γοητεία σε αρετή.

Το νερόν του Δρόπη (δρόπης είναι το δηλητηριώδες φίδι) είναι το δεύτερο κυπριακό έργο που παρουσιάζεται το 1974, από τον ΘΟΚ, με μεγάλη επιτυχία. Η δομή του έργου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κινηματογραφική: πολυπρόσωπες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους, εναλλάσσονται με σύντομες ολιγοπρόσωπες σκηνές δρόμου που λειτουργούν εμβόλιμα, ενισχύοντας τη δυναμική του έργου. Το θέμα του έργου βασίζεται στο μοτίβο της σπανιότητας του νερού, η διαχείριση του οποίου προκαλεί σύγκρουση στο χωριό, με τυχαίο θύμα το πιο αθώο πλάσμα της κοινότητας. Πρόκειται, εν τέλει, για τη σύγκρουση του καλού και του κακού σε μια παραδοσιακή κοινωνία. Ο ΘΟΚ παρουσιάζει επίσης τα έργα του Πασιαρδή Στα χώματα της Μεσαρκάς (1979), Το γατάνιν (1985) και Τ’ αλώνια μας στους πάνω μαχαλλάες (1994). Αρκετά έργα του παρουσιάστηκαν από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο του ΡΙΚ.

Σημαντικότερο είναι το σπονδυλωτό έργο Το γατάνιν, που αποτελεί πιστεύω μια από τις πιο εμπνευσμένες στιγμές της κυπριακής δραματουργίας. Το έργο συντίθεται από εννέα αυτόνομες σκηνές, που παρουσιάζουν όμως εσωτερική συνοχή, ως προς τα θέματα και τα μοτίβα. Το έργο χαρακτηρίζεται από σκηνική οικονομία και οικονομία στο λόγο, στα όρια του μινιμαλισμού. Τα δύο τελευταία στιγμιότυπα του έργου συνδέουν τον παλιό κόσμο της Κύπρου –με τις δοξασίες, την αναπόδραστη φτώχια του και τη δέσμευσή του σε κοινωνικές αγκυλώσεις– με τα απολύτως ανατρεπτικά γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής του 1974. Οι χαρακτήρες είναι μορφές βασανισμένες από τη φτώχια, τα χτυπήματα της ζωής αλλά και από διλήμματα ανάμεσα σε επιθυμίες και κοινωνικές σταθερές.

Τα θεατρικά έργα του Μιχάλη Πασιαρδή αξιοποιούν την ακμαία στην Κύπρο παράδοση της ηθογραφίας, αλλά απέχουν πολύ από τη γραφικότητα. Μέσα από τη βιωμένη γνώση της ντόπιας παράδοσης, την οξυδερκή παρατήρηση των λαϊκών ανθρώπων, το θεατρικό ένστικτο, την αποτελεσματική θεατρική αξιοποίηση του κυπριακού ιδιώματος, το ποιητικό φίλτρο και τη δυνατότητα του Πασιαρδή για αφαίρεση, η κυπριακή δραματουργία διευρύνει τους ορίζοντές της και εμπλουτίζεται με έργα που ξεπερνούν τη ρεαλιστική καταγραφή και εισχωρούν στο πεδίο του ποιητικού.

            Από την ανεξαρτησία μέχρι την ίδρυση του ΘΟΚ το 1971, πολλά ονόματα εμφανίζονται στο χώρο του αμιγώς ψυχαγωγικού θεάματος: ηθογραφική κωμωδία, μουσική κωμωδία, επιθεώρηση και πολιτική σάτιρα. Αναφέρουμε τους Μάρκο Γεωργίου, Αχιλλέα Λυμπουρίδη, Σώτο Ορείτη, Άνθο Ροδίνη, Σάββα Σαββίδη, Μιχάλη Κυριακίδη, Δημήτρη Παπαδημήτρη, Ανδρέα Ποταμίτη. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν ένα αξιοσημείωτο σε όγκο έργο: τουλάχιστον έξι έργα του Μάρκου Γεωργίου παίχτηκαν στη δεκαετία του 1960, ενώ πολλές δεκάδες είναι οι κωμωδίες και οι επιθεωρήσεις που έγραψε ή συνυπέγραψε ο Σώτος Ορείτης.

Δεν παρατηρείται αντίστοιχη ποσοτικά παραγωγή στο έργο με πιο πειραματικό χαρακτήρα, το δράμα με σύγχρονα θέματα και την κωμωδία που ξεπερνά την ηθογραφία ή τολμά τη σάτιρα της σύγχρονης ζωής, χωρίς να δεσμεύεται από τον επικαιρικό χαρακτήρα της επιθεώρησης. Θα αναφερθούμε παρακάτω σε συγγραφείς που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε διαφορετικές φόρμες και θέματα και έχουν πιο ανοιχτούς ορίζοντες.

Στα έργα του Πάνου Ιωαννίδη η ιστορία της Κύπρου, αποτελεί τόσο αντικείμενο παρατήρησης όσο και αφορμή για να μιλήσει έμμεσα για το σήμερα. Ο Ονήσιλος και ο Πέτρος ο Α΄, παίχτηκαν από τον ΘΟΚ το 1981 και το 1990 αντίστοιχα. Το μονόπρακτο Γκρέκορυ είναι ένα καλογραμμένο ρεαλιστικό δράμα με ηθικά διλήμματα για τον αγώνα του 1955-1959, που παρουσίασε το Θέατρο ΡΙΚ το 1970. Από την πιο πρόσφατη κυπριακή ιστορία αντλούν τα θέματά του τα έργα Ντράι Μαρτίνι, Ξαδέλφια και Η βαλίτσα.

Το στοιχείο της ειρωνείας και της σάτιρας, που χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία στα πεζογραφήματά του, αξιοποιείται και σε κάποια από τα θεατρικά του έργα, όπως Το μπάνιο, που παρουσίασε ο ΘΟΚ το 1978, με τις εμμονές του κεντρικού ήρωα, με τη ζηλευτή κοινωνική θέση και τον ασύδοτο βίο από τον οποίο προσπαθεί να ξεπλυθεί. Το Λεόντιος και Σμύρνα του 2005, που δεν έχει βρει ακόμα το δρόμο του για τη σκηνή, είναι άκρως σαρκαστικό, με τη δαιμόνια οικοδέσποινα και τους διεφθαρμένους ήρωες να απελευθερώνουν την έκλυσή τους, ενδυόμενοι τη διαφθορά μιας άλλης εποχής. Ο Ιωαννίδης παρατηρεί τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα, υπό τη στρεβλή οπτική της παραβολής και της αλληγορίας. Πειραματίζεται με τη φόρμα, δεν περιορίζεται στο ρεαλισμό ως προς τη σύλληψη και το διάλογο, αλλά εισάγει ακόμα και στοιχεία από το θέατρο του παραλόγου, τα οποία είναι διακριτά στο νεανικό του έργο Ο άνθρωπος από τη Σαλίνα (1962), στους Εγγαστρίμυθους (Πειραματική Σκηνή, 1974) και λιγότερο στο Μπάνιο, ενώ η κωμωδία Πυγμαλίων και Γαλάτεια (ΕΘΟΣ, 1965) έχει σουρεαλιστικά στοιχεία. Ο Πάνος Ιωαννίδης γράφει κατά κανόνα στην κοινή νεοελληνική. Ιδιόμορφη είναι η γλώσσα των Εγγαστρίμυθων, όπου ο ένας από τους ήρωες είναι Τούρκος και μιλά σπασμένα ελληνικά.

Αναφέρουμε επίσης την πολυγραφότατη Ειρένα Ιωαννίδου-Αδαμίδου, που έχει επίσης γράψει μυθιστορήματα και μεταφράζει συστηματικά θέατρο. Έχει γράψει 60 θεατρικά έργα, από τα οποία 37 έχουν παιχτεί κυρίως στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση αλλά και το θέατρο (στην Κύπρο, την Ελλάδα και άλλες χώρες). Αναφέρω τα έργα της Η συνάντηση, Η ληστεία και Η δεξίωση που παίχτηκαν πρόσφατα από τον ΘΟΚ, το Ανοιχτό Θέατρο και το Σατιρικό Θέατρο αντίστοιχα. Η δε Ληστεία ανέβηκε και στην Αθήνα από τον Λεωνίδα Λοϊζίδη, το 2000. Η Συνάντηση επιχειρεί μια καταβύθιση στον κόσμο του περιθωρίου, η Ληστεία παρουσιάζει το δράμα της μοναξιάς μιας ηλικιωμένης γυναίκας και το συναισθηματικό κενό ενός νεαρού επίδοξου ληστή, χωρίς να λείπει και κάποιο χιούμορ ενώ η Δεξίωση είναι μια παραβολή που θα μπορούσε να συσχετιστεί με τα ελληνικά έργα του παραλόγου.

Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974, γράφονται πολλά έργα που καταπιάνονται με το σοκ, τα τραύματα αλλά και τις διαφοροποιήσεις, άμεσες και έμμεσες, που έφερε στην κυπριακή κοινωνία το ιστορικό αυτό ορόσημο. Σε αυτό την κατηγορία ανήκουν –ο κατάλογος είναι ενδεικτικός– τα έργα του Πάνου Ιωαννίδη Τα ξαδέλφια, Ντράι μαρτίνι και Η βαλίτσα, του Γιώργου Νεοφύτου Ένα κυπριώτικο σκετς, Μανώλη και Φουλ μεζέ και DNA, της Ρήνας Κατσελλή Ενδοσκόπηση Γαλάζια φάλαινα), της Μαρίας Αβρααμίδου Σκληρός άγγελος, του Ανδρέα Κουκκίδη Λήδρας και Ρηγαίνης και, εν μέρει, Το γατάνιν του Μιχάλη Πασιαρδή. Το ύφος αυτής της παραγωγής ακολουθεί τις σταθερές της ρεαλιστικής δομής και διαλόγου, με διάφορες αποχρώσεις: της σάτιρας από τον Νεοφύτου, της διάθεσης για αφαίρεση από τον Πασιαρδή, της έμφασης στον εξομολογητικό μονόλογο και ενίοτε της συμβολικής διάστασης από την Κατσελλή. Επίσης, αναπτύσσεται εκ νέου το ενδιαφέρον για παλαιότερα θέματα της κυπριακής ιστορίας, αρχαίας ή σχετικά πρόσφατης: Πάνου Ιωαννίδη Ονήσιλος και Πέτρος ο πρώτος, Ρήνας Κατσελλή Ξενιτεία, Χριστάκη Γεωργίου Καλόγεροι, Μιχάλη Πιτσιλλίδη Αικατερίνη Κορνάρο, Άντρου Παυλίδη Ιωαννίκιος και Ο Λεοντόκαρδος στην Κύπρο, Γιώργου Νεοφύτου, Στης Κύπρου το βασίλειο. Τα δύο τελευταία, με διάθεση σάτιρας και συσχετισμών με τη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του τόπου.

Η Μαρία Αβρααμίδου είναι κατά κύριο λόγο θεατρική συγγραφέας αλλά έχει διακριθεί και ως συγγραφέας παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Αρκετά από τα έργα της βραβεύτηκαν με πρώτο βραβείο από το ΘΟΚ και παρουσιάστηκαν από την Κεντρική Σκηνή του, ο Σκληρός άγγελος το 1985, Η κραυγή του Αγαμέμνονα το 1987, Τα πράσινα ακρογιάλια το 1993. Από την Παιδική Σκηνή του Οργανισμού παίχτηκε το έργο της Το παραμύθι της Τριανταφυλλένης. Το έργο της Η Στέλλα Βιολάντη δεν μένει πια εδώ, με ηρωίδα μια ώριμη ηθοποιό προσκολλημένη στο παρελθόν, παρουσιάστηκε από το Θέατρο Ένα το 1992. Ο Σκληρός άγγελος παρουσιάστηκε και από την ελληνική τηλεόραση (ΕΡΤ) με γνωστούς Έλληνες ηθοποιούς (Λυκούργος Καλλέργης, Έρση Μαλικένζου κ.ά.). Άλλα θεατρικά της έργα είναι Ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή (Β΄ βραβείο ΘΟΚ), Η μουσική από το διπλανό δωμάτιο, (Β΄ βραβείο ΘΟΚ), Η γριά λέαινα στο ξέφωτο του δάσους. Βασικό θέμα είναι τα τραύματα των ηρώων από τις εμπειρίες της εισβολής και της προσφυγιάς αλλά η συγγραφέας επεκτείνεται στην επίδραση αυτών των τραυμάτων στη ψυχοσύνθεση των ηρώων, με έμφαση στις γυναικείες μορφές. Συχνά το παρελθόν και οι απώλειες προσώπων ή ευκαιριών για καλύτερη ζωή κρατούν δέσμιους τους ήρωες.

Ο Γιώργος Νεοφύτου εμφανίστηκε δυναμικά το 1984 με το μονόπρακτο Ένα κυριακάτικο σκετς που παρουσιάστηκε από την τηλεόραση του ΡΙΚ. Το έργο περιγράφει με πρωτοφανή για την εποχή ειλικρίνεια πτυχές της κυπριακής πραγματικότητας, όπως διαμορφώθηκε μετά το 1974. Η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα γηροκομείο, όπου ακούγονται διαφορετικές απόψεις για τη σημερινή κατάσταση του τόπου, από τις ηλικιωμένες που ζουν εκεί και μια υπηρέτρια αστικού σπιτιού που τις επισκέπτεται. Ο τίτλος σχολιάζει την παρουσίαση των λεγόμενων σκετς από το ραδιόφωνο που καθιερώθηκε από τη δεκαετία του 1950 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, επαναλαμβάνοντας θέματα και κώδικες.

Το επόμενο έργο του Νεοφύτου Μια αεροπειρατεία συνδέεται, ως προς τη θεματολογία αλλά και με ένα με κοινό πρόσωπο, με το Κυριακάτικο σκετς. Το δεύτερο έργο χρησιμοποιεί τους κώδικες της κωμωδίας, πικρής μάλλον, και μέσα από τη γελοιογραφική υπερβολή, παρουσιάζει την αδιαφορία για τον τόπο και τον ελιτισμό μιας τάξης που πλούτισε εξαιτίας της προσφυγιάς. Συγγενές ως προς τον προβληματισμό του είναι το έργο Φουλ μεζέ (ΘΟΚ 1989), όπου τρεις φίλοι, δίπλα στη διαχωριστική γραμμή στη μοιρασμένη Λευκωσία, συζητούν για αγοραπωλησίες ακινήτων αλλά αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, όταν λίγα μέτρα παρακάτω, ένας στρατιώτης πυροβολείται.

Το 1987 παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Λευκωσίας το Στης Κύπρου το βασίλειο, μια σάτιρα της κυπριακής κοινωνίας με ιστορικό ένδυμα. Το έργο παρουσιάστηκε για δεύτερη φορά από τον ΘΟΚ το 1992 και η παράσταση παρουσιάστηκε ακολούθως στην Αθήνα. Ο Γιώργος Νεοφύτου έχει προσφέρει στο κυπριακό θέατρο ένα μικρό διαμάντι, τον μονόλογο Μανώλη…! Το πρόσωπο του έργου είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που εξιστορεί το δράμα της, απευθυνόμενη στη μοναδική συντροφιά της, το γάτο της: ο μοναχογιός της σκοτώθηκε στο πραξικόπημα του 1974 και οι ένοχοι μένουν ατιμώρητοι. Το μονόπρακτο παρουσιάστηκε αρχικά από τη σκηνή της κυπριακής παροικίας του Λονδίνου, το Θέατρο Τέχνης το 1987. Στην Κύπρο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από την τηλεόραση του ΡΙΚ το 1988 και στη συνέχεια από τον ΘΟΚ το 1990. Το μονόπρακτο παρουσιάστηκε επίσης στην Αθήνα όπου τόσο το κείμενο όσο και η ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη απέσπασαν κολακευτικές κριτικές. Ο μονόλογος, διασκευασμένος σε όπερα δωματίου με τη μουσική του Βάσου Αργυρίδη, παρουσιάστηκε σε γερμανικές πόλεις. Το έργο έχει αναδειχθεί ως το πιο πολυπαιγμένο και με εμβέλεια πέρα από τα τοπικά όρια κυπριακό έργο.

Εργαλείο του Νεοφύτου υπήρξε η σάτιρα, αλλά και η παρατήρηση του διαμορφούμενου κοινωνικού τοπίου, των πολιτικών στάσεων και κοινωνικών φαινομένων. Δεν διστάζει δε να μιλήσει για τα πολιτικά ταμπού της κυπριακής κοινωνίας. Το καινούργιο του έργο DNA, έχει ανέβει φέτος από το Σατιρικό Θέατρο και θα παρουσιαστεί μεθαύριο, στο πλαίσιο της εβδομάδας κυπριακού θεατρικού έργου. Κύρια πρόσωπα είναι η γυναίκα και ο γιος ενός αγνοουμένου, τα οστά του οποίου εντοπίζονται.

Μια προσπάθεια για την ανάδειξη του κυπριακού έργου έκανε η ίδια τη εταιρεία των συγγραφέων στο τέλος της δεκαετίας του 1970 με το Θεατρικό Πανόραμα. Πρόκειται για βραδιές με παραστάσεις μονοπράκτων στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λευκωσίας. Στο πλαίσιο αυτής της διοργάνωσης, που επαναλήφθηκε για τέσσερα συνεχή καλοκαίρια παρουσιάστηκαν έργα, μεταξύ άλλων, των Κύρου Ρωσσίδη, Λεωνίδα Μαλένη, Ανδρέα Αντωνιάδη, Λούλας Γεωργιάδου, Μίκη Νικήτα και αρκετών από τους προαναφερθέντες.

Ο ΘΟΚ, στα 39 χρόνια της δραστηριότητάς του, παρουσίασε σαράντα 40 έργα, 22 Κυπρίων συγγραφέων. Κύπριους συγγραφείς ανεβάζουν και οι ανεξάρτητοι, επιδοτούμενοι θίασοι, με μεγαλύτερη πυκνότητα τα τελευταία χρόνια, μετά την εφαρμογή σχεδίου του αναπτυξιακού τομέα του ΘΟΚ που προβλέπει ειδική χορηγία για τις παραγωγές κυπριακών έργων. Το Σατιρικό θέατρο έχει ανεβάσει, μεταξύ άλλων, πέντε έργα του Ανδρέα Κουκκίδη (ένα μείγμα ηθογραφίας και σάτιρας, σε κάποιες περιπτώσεις με διάθεση πολιτικού προβληματισμού) και ένα έργο του η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού. Οχτώ συνολικά έργα του Νέαρχου Ιωάννου έχουν ανεβάσει το Θέατρο Ένα, η ΕΘΑΛ και το Θέατρο Ανεμώνα, ενώ ένα έργο του θα ανέβει αυτό το μήνα από την ΕΘΑΛ, το Hensnight. Τα έργα αυτά επιχειρούν μια τολμηρή σάτιρα της κυπριακής καθημερινότητας και περιέχουν ενίοτε εύστοχο καυστικό χιούμορ αλλά συχνά βασίζουν την επιτυχία τους στο στοιχείο σόκιν και σε μεγεθυμένες, φαρσικές καταστάσεις.

Πολλοί άλλοι συγγραφείς έχουν δει έργα τους στις σκηνές της Κύπρου τα τελευταία χρόνια. Αναφέρουμε την Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου, η οποία έχει δώσει ποιητικά θεατρικά έργα, με υπαρξιακή και μεταφυσική διάσταση. Έργα της έχουν παιχτεί από το Θέατρο Ένα (Φεγγάρι μην κλαις, 1996) και τον ΘΟΚ (Το άλλο μισό του ουρανού, 2003). Το θέατρο Ένα ανέβασε δε το έργο Γολγία της Μαρίας Μαρμαρά, που ανήκει υφολογικά στην προηγούμενη γενιά των έργων και με θεματολογία τις άμεσες συνέπειες του 1974. Το έργο βραβεύτηκε από τον ΘΟΚ το 2009. Αναφέρουμε επίσης τους συγγραφείς Χρίστο Ζάνο, Μπάμπη Αναγιωτό, Κυριάκο Ευθυμίου, Γιάννη Αγησιλάου. Πολλοί άλλοι συγγραφείς έχουν εμφανιστεί στις κυπριακές σκηνές με ένα μόνο έργο του ή έργα τους παίχτηκαν μόνο στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο.

Μπορούμε τέλος –και επιτέλους, θα έλεγα– να μιλήσουμε για μια νέα γενιά συγγραφέων που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στο θέατρο την τελευταία πενταετία. Πρόκειται για συγγραφείς που διαφοροποιούνται από την προηγούμενη γενιά, που παρουσίασε έργα της μετά το 1974 και που είχε ως επίκεντρο την αντίστοιχη θεματολογία. Η νέα προσέγγιση αφορά τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο. Πειραματίζονται με πιο μοντέρνες μορφές, με το αποσπασματικό και το υπαινικτικό στοιχείο, ενώ αναφέρονται σε σύγχρονους προβληματισμούς που δεν συνδέονται απαραίτητα με τη θεματολογία του 1974.

Αναφέρομαι στον Αντώνη Γεωργίου, πεζογράφο επίσης, που εμφανίστηκε με τρεις μονολόγους που συνθέτουν το Αγαπημένο μου πλυντήριο, έργο που βράβευσε ο ΘΟΚ και ανέβασε το 2007, ενώ την τρέχουσα θεατρική σαιζόν παρουσιάστηκε το έργο του Η Νόσος. Πρόκειται για έργα με θέμα τη μοναξιά και την προκατάληψη και με πολιτικές αιχμές για το σύγχρονο κόσμο.

Ο Άδωνις Φλωρίδης, κινηματογραφικός σκηνοθέτης, έδωσε δύο έργα, σάτιρες της σύγχρονης κυπριακής ζωής, με μεγεθυμένους αναγνωρίσιμους τύπους της, με τους τίτλους YAHARI TOUHARI και Πες τα σε μένα. Και τα δύο ανέβηκαν από την Ομάδα Θεάτρου Επί Θέσεως της Λεμεσού, το 2006 και 2009 αντίστοιχα.

Αναφέρω επίσης τον Χαράλαμπο Γιάννου που βραβεύτηκε πρόσφατα από το Εθνικό Θέατρο για το έργο του Πέφτοντας από τις Σκάλες, το οποίο παρουσιάστηκε σε θεατρικό αναλόγιο και το έργο του Πέντε χτυπήματα στη βροχή που πήρε έπαινο στο διαγωνισμό του ΘΟΚ για το 2009. Το πρώτο του έργο που διάβασα πριν λίγα χρόνια, όντας δραματολόγος του ΘΟΚ, με τίτλος Ποιος είναι ο εχθρός είναι ένα μάλλον σκοτεινό  συμβολικό έργο που παραπέμπει στους προβληματισμούς και τα συναισθήματα που κινητοποίησε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στην Κύπρο το 2003.

Ο Παντελής Γεωργίου έγραψε έως σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, μόνο την Ιουλιέτα των σκυβάλων, που ανέβηκε από το θέατρο Versus της Λεμεσού το 2007, αλλά συνεργάζεται ως δραματουργός με ομάδες σύγχρονου χορού.

Συνοψίζοντας αναφέρουμε ότι στην περίοδο από το 1960 και εξής, η παραγωγή είναι μεγάλη ποσοτικά. Αρχικά, το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από ηθογραφικά έργα, κάποια εκ των οποίων αποτελούν σταθμό, έχοντας συμβάλει στον εμπλουτισμό και την εξέλιξη της θεατρικής γραφής. Η κυπριακή δραματουργία προχωρεί με δειλά βήματα και παλινδρομήσεις. Διάσπαρτα σ’ αυτή τη μεγάλη παραγωγή, συναντάμε αξιόλογα έργα που χαρακτηρίζονται από προσωπική γραφή και καταπιάνονται με πιο τολμηρά, σύγχρονα θέματα. Το 1974 αποτέλεσε ορόσημο και για μια εικοσαετία τουλάχιστον η θεματολογία των έργων προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο και τις συνέπειές τους.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουν το φως και έργα με προβληματισμό που αφορά την πραγματικότητα του 21ου αιώνα, υπαρξιακά και διαχρονικά θέματα ενώ επανέρχεται κάποιος πειραματισμός ως προς τη μορφή. Πιστεύω ότι παράλληλα με τους πιο ανήσυχους από τους συγγραφείς της γενιάς τους 1960 και του 1974, υπάρχουν πλέον σήμερα οι νέοι συγγραφείς, της γενιάς του 2000, ας πούμε, που ωριμάζοντας, θα μπορούσαν δώσουν νέα ώθηση στο κυπριακό θεατρικό έργο, ώστε να καταστεί σύγχρονο και ζωντανό. Η θεατρική γραφή της Κύπρου αναζητά το καινούργιο της στίγμα.

________________________

Το κείμενο προέρχεται από τη διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2010, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα στο πλαίσιο της Εβδομάδα Κυπριακού Θεατρικού Έργου που διοργάνωσε το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, σε συνεργασία με το  Ελληνικό Κέντρο και την Κυπριακή Πρεσβεία-Σπίτι της Κύπρου.

Μετάβαση στο περιεχόμενο