Ο Τσιμάρας Τζανάτος ανήκει στους συγγραφείς με πολυεδρικό προφίλ: έχει σπουδές στην υποκριτική, τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου και την ιστορία της τέχνης και πολυετή εμπειρία ως ηθοποιός της σκηνής και της μικρής και μεγάλης οθόνης. Η θήτευσή του σε ποικίλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες περιλαμβάνει ακόμη ραδιοφωνικές μουσικές εκπομπές, σεναριογραφία για την τηλεόραση, στιχουργία, ποίηση και δημοσιογραφία. Η πολύπλευρη αυτή εντρύφηση στις τέχνες και στον λόγο αποτέλεσε πολύτιμη σκευή για την εν συνεχεία εμφάνισή του ως θεατρικού συγγραφέα και σε σχέση με τη θεματογραφία του και ως προς την τεχνική της γραφής.
Ως δραματουργός ο Τζανάτος ανήκει στη γενιά των δημιουργών της νέας χιλιετίας, που κληρονόμησε όλο το βάρος των παγκοσμίων αναταράξεων των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα (πολεμικών συρράξεων, μετακινήσεων πληθυσμών, βίας, ανεργίας και τρομοκρατίας, οικολογικών καταστροφών και νέων μολυσματικών ασθενειών) για να επωμισθεί στη συνέχεια τις νέες αγωνίες και τα άλγη του 21ου αιώνα, που συνδέονται με την κορύφωση της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας, την παράταση της οικονομικής κρίσης και την άνοδο της ανεργίας και την αύξηση πίεσης από ένα νέο ανεξέλεγκτο κύμα μεταναστών κάτω από ένα σύστημα υπό κατάρρευση σε βασικά θέματα υγείας, παιδείας και εύνομης δημόσιας διοίκησης. Μέσα στο απέραντο αυτό τοπίο ατομικής και συλλογικής κακοδαιμονίας, παράλυσης και αίσθησης του επείγοντος, που οι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς προτιμούν να το αποδώσουν με την επικρατούσα αισθητική του σκληρού και άμεσου ρεαλισμού του ντοκουμέντου, ο Τζανάτος, από την αρχή της συγγραφικής του πορείας, ακολούθησε μια λιτή, ποιητική, αποστασιοποιημένη ματιά, που φαινομενικά πρόσκειται περισσότερο στην φιλοσοφημένη και μινιμαλιστική μπεκετική αισθητική του παραλόγου παρά στα σύγχρονα πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα. Ένα αναλυτικότερο όμως κοίταγμα των έργων του αποδεικνύει μια βαθιά γνώση και ευαισθησία για τα συγκεκριμένα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στην απελπισία, την παράνοια και την αυτοκαταστροφικότητα τους πάσχοντες και διαλυμένους χαρακτήρες του.
Η θεατρική του διαδρομή ξεκινά το 2004 με ένα δισέλιδο σκετσάκι με τίτλο Έξοδος στο σπονδυλωτό έργο Ονείρου Οδύσσεια, που επιμελήθηκε και σκηνοθέτησε για τη σκηνή του ΚΘΒΕ η Χρύσα Καψούλη. Πρόκειται για ένα σύντομο κείμενο αλλά με ευδιάκριτα θεματικά και μορφολογικά στοιχεία, που επανέρχονται ξαναδουλεμένα και εμπλουτισμένα στα επόμενα έργα του: μια κλειστή πόρτα, δυο χαρακτήρες που δεν επικοινωνούν. Μια νεαρή κοπέλα μονολογεί με λόγια πικρά, απευθυνόμενη σε μια γυναίκα που δεν βγάζει μιλιά από το στόμα της. Είναι σα να μιλάει σε τοίχο: συναισθηματικό αδιέξοδο, απόγνωση, η απελπισία της μοναξιάς, του δέρματος που χωρίζει.
Ο «τοίχος» είναι το κύριο σκηνικό αντικείμενο που κυριαρχεί στη σύλληψη του επόμενου έργου του Μαζί ποτέ (βασισμένου στην ομότιτλη ταινία του Φατίχ Ακίν, 2009) και που, πέρα από τη σηματοδότηση πραγματικών χώρων της πλοκής, συμβολίζει και τις δύσκολες, μέχρι τραγικές, σχέσεις των ηρώων της ιστορίας. Ήδη στη σύλληψη του έργου αυτού διαφαίνεται η τάση του Τζανάτου για μια πολύμορφη διακειμενικότητα, έντεχνα υφασμένη, η οποία σταδιακά αναπτύσσεται ως ένα από τα κύρια γνωρίσματα της αισθητικής της γραφής του. Η δομή όσο και το θέμα του θυμίζουν έντονα την υφή αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αλλά τα δάνεια στο πλάσιμο των χαρακτήρων και της πλοκής προέρχονται κυρίως από τον χώρο του κινηματογράφου, με μια πρόσθετη αναφορά στο έργο και τη σκέψη του Μιχαήλ Αγγέλου. Ο χορός, το τραγούδι, ο λιτός διάλογος, το γκρέμισμα του εαυτού, η αυτοκαταστροφικότητα, ο αφιλόξενος και εχθρικός κοινωνικός χώρος και διάφοροι φιλοσοφικοί συμβολισμοί αναδύονται ως κύρια δομικά και αφηγηματικά στοιχεία, που επανέρχονται σε πιο ώριμη, ξαναδουλεμένη εκδοχή στον ιστό των επόμενων έργων του. Για παράδειγμα, σε ένα σημείωμα επάνω στο μεταγενέστερο έργο του Δεσποινίς δυστυχία και τη θεατρική μεταγραφή του ο συγγραφέας κάνει την εξής σαφή αναφορά, μιλώντας για τη λειτουργία των προσώπων: «Σαν Χορός που μπαίνει στο κοίλον. Αλλά και σαν Αγγελιοφόροι τραγωδίας». Επίσης το ποντίκι που εμφανίζεται στο Μαζί ποτέ ως λάιτ μοτίφ τρόμου και θανάτου, αποτελεί το πρώτο ζωομορφικό σύμβολο μέσα στο έργο του Τζανάτου, που ανοίγεται στα επόμενα έργα του για να περιλάβει σκυλιά (Εκκρεμότητα, Κ), ψάρια και κήτη (Δεσποινίς δυστυχία), γάτες και κατσαρίδες (Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος;), με ποικίλη συμβολική δράση από την απειλή ως την ανταρσία και την απελευθέρωση.
Η Εκκρεμότητα (2010) αποτελεί το πρώτο ολοκληρωμένο πρωτότυπο έργο του Τζανάτου. Μολονότι ουσιαστικά πρόκειται για θεατρικό μονόλογο (όπως και το πρωτόλειό του Έξοδος), η μορφολογική του ευρηματικότητα παρέχει τη δραματική πληρότητα ενός ολοκληρωμένου θεατρικού έργου με διαλογική φόρμα, που εξασφαλίζει εσωτερική κίνηση, σύγκρουση και ένταση. Το βασικό δραματικό εύρημα είναι η επινόηση του αινιγματικού χαρακτήρα μιας γυναίκας-νάνου, η οποία δρα πότε ως αφηγητής ή προφήτης, πότε ως υποβολέας ή ως το alter ego του εξίσου αινιγματικού πρωταγωνιστή. Ο διάλογος γίνεται ελλειπτικός αλλά και επαναληπτικός, υπαρξιακές ανησυχίες κορυφώνονται και παίρνουν σουρεαλιστική μορφή, ενώ το ρολόι και ο καθρέφτης εισάγονται ως επίμονοι συμβολισμοί που επανεμφανίζονται και στα μετέπειτα έργα του.
Με το αφήγημα Δεσποινίς δυστυχία (2011) εντείνεται στο έπακρο η σουρεαλιστική οπτική του συγγραφέα μαζί με τη λιτότητα του λόγου, είτε είναι προφητικός και κατακλυσμικός είτε ανακλητικός και νοσταλγικός, είτε παραδομένος στην αγωνία και το άλγος του πραγματικού. Μολονότι αφήγημα, το έργο έχει δραματική δομή και εικονογραφία, κίνηση και οικονομία και ως εκ τούτου ήταν πολύ φυσικό να διασκευαστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα για μια πρώτη σκηνική ανάγνωση. Τα υπαρξιακά αδιέξοδα, που στην Εκκρεμότητα ξεδιπλώθηκαν σε αντιποιητικά αστικά τοπία οικιστικών τετραγώνων, μπαλκονιών, κλιμακοστασίων και φωταγωγών πολυκατοικιών και στους αναπόφευκτους τόπους αποβλήτων που κατά τόνους παράγονται από τον στοιβαγμένο αστικό πληθυσμό, εδώ παίρνουν τις τρομακτικές διαστάσεις ενός ανεξέλεγκτου υδάτινου τοπίου, που εκφοβίζει με πλημμύρες και κατακλυσμούς και με τον μυστηριώδη και όζοντα ζωικό κόσμο που περικλείει. Η γεύση του θανάτου, η αγωνία του ολέθρου και της καταστροφής, κινούνται παλινδρομικά, όπως και στην Εκκρεμότητα, ανάμεσα στον μικρόκοσμο του ατόμου και την μακροκοσμική τους διάσταση, είτε υπό τη μορφή της συλλογικής, κοινωνικής αποδιάρθρωσης είτε μιας ολικής οικολογικής καταστροφής. Το επίγραμμα του Ηράκλειτου σχετικά με την τυχαιότητα, την ανευθυνότητα του χωροχρόνου, που αποτελεί την προμετωπίδα της Εκκρεμότητας, εδώ αντικαθίσταται από ένα αναλόγου ύφους προμετωπικό παράθεμα από το βιβλικό κείμενο περί κατακλυσμού. Το τελεσίδικο έχει πια εδραιωθεί στο έργο του Τζανάτου ακόμα και αν η εμφάνισή του δεν αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός αλλά ως εφιάλτης ή παράκρουση του ακυρωμένου εγώ του ήρωα που δεν επαληθεύεται.
Η αγάπη του Τζανάτου για τον σουρεαλισμό κορυφώνεται στο επόμενο έργο του, Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος; (2012), όπου η σουρεαλιστική ματιά εκδηλώνεται με άμεσες αναφορές στο έργο – εικαστικό κυρίως αλλά και δοκιμιακό – του Ρενέ Μαγκρίτ, ενώ το περικείμενο που σημαδεύει την πλοκή του έργου είναι η ανάγνωση από τον πρωταγωνιστή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Ο συνδυασμός αυτός διακειμενικών αναφορών στην τέχνη και τη λογοτεχνία λειτουργεί ως μεταγλώσσα που δικαιολογεί ανετότατα τον ζωομορφισμό δύο άλλων από τους κύριους χαρακτήρες. Μέσα σ΄ αυτή την ουτοπική κατάσταση θριαμβεύει μια άναρχη σεξουαλικότητα, απενοχοποιημένη και από τις δεσμεύσεις του κοινωνικού φύλου και από τον καθαγιασμό του έρωτα. Πέρα όμως από την ατμόσφαιρα του παραλόγου που εκχέεται από τις σαφείς αναφορές σε Κάφκα και Μαγκρίτ, το έργο εμφορείται, σε ένα πιο υποδόριο επίπεδο, από μια διάχυτη, αριστοφανική σατιρική διάθεση και από συνεχή ευφυολογικά γλωσσικά παίγνια τύπου Όσκαρ Ουάιλντ, σε μια σειρά αφοριστικών ρήσεων και των συνεχών ανατροπών τους. Έτσι η άναρχη σκέψη των ζωόμορφων πρωταγωνιστών εδραιώνεται με τη χρήση της ανάλογης τεχνικής του αφοριστικού και παράδοξου λόγου, της θέσης και της ειρωνικής της αντίθεσης, σε ένα ντελίριο ντεριντιανής αποδόμησης. Χορός και τραγούδι πλαισιώνουν τη ξέφρενη πανσεξουαλική πανδαισία, με την αριστοφανική Λυσιστράτη, ενδεχομένως, ως μακρινό ευχολογικό απόηχο, αλλά και με μια αιφνίδια τελική στροφή σε μια πιο σκοτεινή περίσκεψη, μελαγχολία και αναστολή: στην ανάγκη επανόρθωσης του τακτικού, μετρήσιμου χρόνου του ρολογιού. Η πεσιμιστική σκέψη του εγκλωβισμού στην τάξη και ασφάλεια του κατεστημένου ή του μοναχικού δέρματος επανέρχεται κυκλικά, όπως και στα προηγούμενα έργα του.
Το Κ (2013), ένα έργο δουλεμένο με οροθετικούς τοξικομανείς μέσα στις φυλακές του Κορυδαλλού με προορισμό να παιχτεί από τους ίδιους τους κρατουμένους, είναι – παραδόξως ίσως – το πιο αισιόδοξο από τα έργα του Τζανάτου, αφού μέσα από τον γκρίζο φόντο της φυλακής και τις ατομικές τραυματικές αφηγήσεις των κρατουμένων, προσπαθεί ο συγγραφέας να αποδώσει, πέρα από τη συλλογική απόγνωση του κόσμου της φυλακής, μια χαραμάδα ελπίδας και θετικής σκέψης μέσω της δημιουργικής διαδικασίας της τέχνης. Η θεματική της απομόνωσης του ατόμου και του υπαρξιακού κενού παραπέμπει στα προηγούμενα έργα του αλλά εδώ προσανατολίζεται στις προσωπικές ιστορίες των κρατουμένων και ο «τοίχος» συγκεκριμενοποιείται στα ντουβάρια εγκλεισμού και απομόνωσης της φυλακής αλλά και στην προσωπική απομόνωση εντός του δέρματος του ατόμου. Το έργο φέρει πάλι βασικά γνωρίσματα χορικών και αφηγήσεων της τραγωδίας αλλά σε πιο χαλαρή και γειωμένη μορφή ώστε να εμπλέξει συναισθηματικά και να εξασφαλίσει τη θεατρική συνεργασία ατόμων χωρίς καμιά προηγούμενη θεατρική παιδεία ή εμπειρία. Εδώ, όπως και στα προηγούμενα έργα του, διαφαίνεται η άνεση με την οποία κινείται ο συγγραφέας στο χώρο της μουσικής και της στιχουργίας.
Αν επιχειρούσε κανείς να κατατάξει θεματικά τα μέχρι τώρα έργα του Τζανάτου, θα μπορούσε άνετα να προτείνει ένα νοηματικό νήμα από τη γενική υπαρξιακή κραυγή της Εξόδου, στην κρίση ταυτότητας, απειλής και υπαρξιακής ενοχής, μέσα σ’ ένα σύμπαν απονεκρωμένο συναισθηματικά και κατεστραμμένο οικολογικά, που απεικονίζει η Εκκρεμότητα. Αυτή η εικόνα εξελίσσεται παραπέρα με νέα συμβολικά εργαλεία και εικόνες στο Δεσποινίς δυστυχία, για να εξελιχθεί πιο δυναμικά και επαναστατικά με την έντονη παρεμβολή της ειρωνικής ανατροπής στο Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπός; και να καταλήξει, στο Κ, σε μια επίκληση για θετική επανεκκίνηση παρά τον καταποντισμό και τα αβάσταχτα τραύματα του παρελθόντος.
Θα ήταν εντελώς άστοχο να προχωρήσει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι πεισιθάνατες σκέψεις και η αυτοχειρία, που πλανιούνται πάνω από τα πέντε μέχρι τώρα έργα του Τζανάτου, με αποκορύφωμα τις άγριες και αιματηρές σκηνές φόνου/αυτοκτονίας του Μαζί ποτέ, ξαφνικά δίνουν τη θέση τους, στο πιο πρόσφατο έργο του, το Κ, σε μια γραφή ενδυνάμωσης και εμψύχωσης του ατόμου προς ένα όραμα ανοδικής πορείας και βελτίωσης. Ο Τζανάτος παραμένει ένας βαθύς στοχαστής του γκρίζου και του μαύρου της ανθρώπινης ύπαρξης, που απαλύνεται μόνο παρηγορητικά από τα διακειμενικά παιχνίδια της τέχνης και της διανόησης και μια επικλητική χειρονομία προς τον άλλο/εαυτό για να αντέξει την οδυνηρή παράταση του παράλογου πόνου της.
Αυτό που ξεχωρίζει την γραφή του από την ανάλογη θεματική άλλων σύγχρονων ή παλαιότερων συγγραφέων είναι η λειτουργία του λόγου του σε διπλό πλάνο, γλωσσικό και μεταγλωσσικό, σε μια μόνιμη διαλεκτική σχέση της ρήσης και της αντίρρησης, ένα παιχνίδι του αφοριστικού με την αμφισβήτησή του, της λογικής αναφοράς με την απόρριψή της, της σοβαροφάνειας με τον σαρκασμό και την ειρωνεία. Έτσι τα ίδια τα εργαλεία του παλίνδρομου, στοχαστικού αλλά και παιγνιώδους λόγου του επιτείνουν τον αυτοβασανισμό των χαρακτήρων μέσα στον μυθικό κόσμο της πλοκής. Ο Τζανάτος έχει βρει το ιδιόλεκτό του, μια προσωπική φόρμα που δανειοδοτείται προκλητικά απ’ όλες τις κατευθύνσεις, σπάζοντας τα όρια των ειδών, και αφομοιώνει όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία σε μια μεταμοντέρνα θεατρική έκφραση λόγου, αντίλογου και σιωπής, ρίμας, μουσικότητας, σωματικής κίνησης, ερωτικής επίκλησης και ρυθμού.