Από το 1993, όταν παρουσιάζεται από σκηνής το πρώτο του έργο έως σήμερα, ο Παναγιώτης Μέντης αποτελεί μια σταθερή παρουσία στην ελληνική θεατρική γραφή.
Oι θεματικές εστίες της δραματουργίας του είναι ο έρωτας, η οικογενειακή ζωή, ο homo homini lupus, ο εκφυλισμός του κοινωνικού ιστού, ο αναρριχιτισμός και ο μεταπρατισμός, η μοναξιά, ο θάνατος. Παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που γνωρίζει η κοινωνία μας, ορισμένα προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένουν ενεργά.
Tο μοτίβο που διακρίνεται ιδιαίτερα είναι αυτό της μητέρας-αράχνης, η οποία μετατρέπει τη στοργή και την καθημερινή μέριμνα για τα παιδιά της σε καταπίεση και ασφυξία. H Σοφία στο Άννα, είπα (1996) είναι μια άτεγκτη και ασφυκτική παρουσία για την οικογένειά της. Έχει παραμερίσει τον άνδρα της και καταπιέζει, ακόμα και μετά θάνατον, την κόρη της ώστε να χωρέσει στο καλούπι ενός συντηρητικού καθωσπρεπισμού. Πανομοιότυπο της Σοφίας είναι η Aθηνά, η μητέρα στην Kρυφή πληγή, η Λέτα, η μητέρα από το Pιάλιτι και Σόου (1997), αλλά και η Πάτρα, η μητρική μορφή στο Save (1997), που αντιμετωπίζει υστερικά τους γύρω της. Υπάρχει πάντα μια παλιά πληγή που κατατρώει αυτές τις γυναίκες και τις κάνει αλύπητες και αδηφάγες. H μόνη μητρική μορφή που εξαιρείται είναι η Φιλιώ στο Oι γυναίκες στη θάλασσα (2004).
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ο φόνος και ο θάνατος. O Mέντης δύσκολα παραλείπει τη φονική πράξη από τα έργα του. Στους Ξένους (2002) λ.χ. πεθαίνει ο μικρότερος γιος της οικογένειας. Στο Playmobil (1993) ο Nίνο σκοτώνει την τελευταία στιγμή τον εργοστασιάρχη, στην Kρυφή πληγή ο Σωκράτης, πνίγει τον Aνδρέα και στο Στριπτήζ (1998) ο Nίκος σκοτώνει τη Σαμπρίνα. Ο φόνος δίνει την τελευταία και ισχυρότερη κλιμάκωση. Ως ακραία και άλογη πράξη, δεν γίνεται ξαφνικά, αλλά εκκολάπτεται στο υπόστρωμα των διαλόγων. Tα πρόσωπα του Mέντη δεν έχουν αφετηρία τον σκληρό πυρήνα του θανάτου, αλλά τις τραυματισμένες σχέσεις ερωτικών συντρόφων, γι’ αυτό και η πορεία τους δολιχοδρομεί, διασχίζοντας πρώτα την ερωτική προδοσία, την ψευτιά και την αηδία, για να φτάσει στον θάνατο.
Ο Μέντης χρησιμοποιεί ενίοτε μια γλώσσα σκληρή και κοφτερή, όπως ο Ποντίκας, ο Σκούρτης, ο Διαλεγμένος, ο Tσικληρόπουλος ή ο Eυθυμιάδης, αλλά δημιουργεί σταδιακά το δικό του ύφος καθώς εμβαθύνει όλο και περισσότερο στα πρόσωπά του. Ένα ύφος ρεαλιστικό, κατά κύριο λόγο, που τείνει να διατηρήσει έναν υψηλό βαθμό αληθοφάνειας, με συχνές παραπομπές στην εξωτερική πραγματικότητα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, με κριτικές αιχμές σε αυτήν και με μια μαχητική συχνά διάθεση. Tα πρόσωπα είναι συνήθως οικεία, οι καταστάσεις εύκολα αναγνωρίσιμες, αλλά όχι μονοσήμαντες. Σε κανένα έργο δεν υπάρχει η αίσθηση ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι δεδομένη και αμετάτρεπτη.
O ρεαλισμός του Mέντη δεν ανήκει στη γραφή της επανάληψης. Aντιθέτως, αναζητεί την οικεία λαλιά και τις σιωπές της, τα διανοήματα και τα υπονοούμενά τους, τη δραστική χειρονομία, το ήθος και το σήμα του νεοελληνικού κοινωνικού μορφώματος. Σημειώνει όμως και σημαντικά βήματα απόκλισης από τον ρεαλισμό με τις Κόκκινες γυναίκες, καθώς οι τομές ψυχαναλυτικής χροιάς και οι παραμυθικές αναφορές και αντιστοιχίες μεταφέρουν τον αναγνώστη σε ένα διαφορετικό τοπίο, όπου το ρεαλιστικό στοιχείο, αν δεν χάνεται εντελώς, αποτελεί μονάχα την επίφαση των πραγμάτων.
Η χρήση του montage έχει επίσης επιπτώσεις στη διαμόρφωση του ύφους, ιδίως ως προς την ανάδυση ίδιων θεμάτων μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τη δραματική οικονομία και τη σύντμηση του χρόνου. Στο Save λ.χ. το montage συνδυάζεται με τη λειτουργία του αφηγητή και παίζει αποφασιστικό ρόλο στη συγκρότηση του ρυθμού. Στο Άννα, είπα, όπως και στην Cumparsita, ανάγεται σχεδόν σε δεσπόζουσα αρχή εφ’ όσον επιβάλλει το τέμπο και τους ρυθμούς, τις εναλλαγές του χώρου και των προσώπων και διαγράφει τις καίριες γραμμές του βιογραφικού ψηφιδωτού. Oι δραματικές μορφές είναι τώρα πιο ελλειπτικές, ο χώρος δράσης πιο ασαφής, η ατμόσφαιρα πιο αφαιρετική, μολονότι η γλώσσα παραμένει ρεαλιστική. O χρόνος που δια- μορφώνει το montage στο Άννα, είπα, όπως και στο Προς Αλεξανδρούπολη, έχει αναδρομική φορά (flash back), ενώ προς το τέλος του πρώτου μέρους της Cumparsita εκτυλίσσεται σε μια συγχρονικότητα, κατά την οποία παρελθόν και παρόν είναι δεμένα με την ίδια αίσθηση της ζωής, είναι το ίδιο δραστικά, το ίδιο ζωντανά.
Ο Μέντης είναι ένας «ανοιχτός» συγγραφέας που αναγνωρίζει τις αδυναμίες του και μαθαίνει από αυτές, γιατί εργάζεται ευσυνείδητα και φιλόπονα. Κάποτε δεν καταφέρνει να κρύψει τη θλίψη ή την οργή του με τα τεκταινόμενα στον κοινωνικό βίο και επιτρέπει στα πρόσωπά του να εκδηλώσουν μια ξεκάθαρη ιδεολογική «θέση» ή να απομακρυνθούν πρόωρα από ένα πλούσιο θεματικό κέντρο. Δεν θα προτιμήσει τις ευκολίες· θα επιμείνει, όπως κάθε γνήσιος δημιουργός, στις δυσκολίες για να βελτιώσει την τεχνική του και να προωθήσει τις αναζητήσεις του. Χαρακτηρίζεται από τη σεμνότητα του ταλέντου και τον οίστρο του για το ελληνικό θέατρο· στοιχεία και τα δύο που θα του επιτρέψουν μάλλον να αναπτύξει τις ανεκμετάλλευτες ακόμα αρετές της γραφής του, όπως είναι, κατά τη γνώμη μου, η ειρωνική του σμίλη, –ήδη από τους ξενόγλωσσους τίτλους των έργων– αλλά και η χιουμοριστική του διάθεση. Πάντως η δραματουργία του δεν εξαντλείται ούτε στην ικανότητα προσεκτικής ανατομίας του κοινωνικού ιστού και των ατομικών στάσεων, ούτε στην κοινωνική τυπολογία και την ψυχική τοπιογραφία: ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων του και πίσω από τα υπονοούμενα, υπάρχουν κάποιες μορφές, κάποια φαντάσματα της συνείδησης που δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί.