Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΣΙΠΟΥ

Συντάκτης: Γιώργος Σαμπατακάκης
Συγγραφέας: Μανώλης Τσίπος

Η ορμή και η θύελλα της ανάταξης. Ένα σχόλιο στη δραματουργία του Μ. Τσίπου

Το έργο του δραματουργού, εικαστικού και σκηνοθέτη Μανώλη Τσίπου χαρακτηρίζεται από μια ειρωνική μελαγχολία για τα αισθητικά και πνευματικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής παράδοσης χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υιοθετεί άκριτα τη μεταμοντέρνα απογοήτευση για οτιδήποτε τελεσμένο στο πεδίο της παραδοσιακής φόρμας. Ήδη σε ένα από τα πρώτα έργα του με τίτλο Habemus Papam, Walter (2008) διαπιστώνεται μια βασική λειτουργική αρχή που διέπει τη δραματουργία του: ο λόγος δεν στοχεύει στην απόρριψη των παραδοσιακών δομών ή αισθητικών, αλλά σε κάτι εξαιρετικά πιο δύσκολο και ιδεολογικά παραγωγικότερο, την ανάταξή τους. Επιπλέον, ο Τσίπος δεν συνομιλεί με την καθιερωμένη νεοελληνική παράδοση (υποθέτω ότι δεν έχουν τίποτε να πουν οι δυο τους), αλλά αξιοθετείται μόνο μέσω μιας σχέσης διαλεκτικής αναφορικότητας με τη μεγάλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία (όχι απαραίτητα με την επιθυμία της θετικής ατένισής της). Για παράδειγμα, στο έργο του Chrisippus, A Contemporary European Tragedy (Χρύσιππος, Μια Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Τραγωδία, 2012) ο βιασμός προβάλλεται αναγωγικά στην ιστορία της Ευρώπης ως δεδομένο που επανέρχεται τελολογικά[1], για να ερμηνευθεί ο ριζικός αντικλασικισμός του γερμανικού Ρομαντισμού και δηλαδή η εμμονή με την Ελλάδα ακόμη και όταν πρόκειται για την ίδια την ουσιοποίηση του γερμανικού πνεύματος. Ένας Γερμανός τουρίστας επισκεπτόμενος τον λόφο της Ακρόπολης, όπου τώρα ανεγείρεται Μνημείο για τον Ρομαντισμό στη θέση του Παρθενώνα, σχολιάζει:  

Η Γερμανία κάποτε πόθησε την Ελλάδα. Όχι, όχι. Δεν ήταν μόνον πόθος, ήταν εμμονή. Η Γερμανία είχε κάποτε εμμονή με την Ελλάδα. Η Γερμανία υπήρξε κάποτε εραστής της Ελλάδας. Αυτός ο έρωτας, η εμμονή, αυτός ο πόθος δημιούργησε χρέος που οφείλεται σήμερα. […] Ο έρωτας είναι η δύναμη μιας αμφίσημης βίας που απολαμβάνουμε. Όταν χωρίζουμε, πέρα από αναμνήσεις, μοιραζόμαστε τη σκοτεινή αίσθηση ότι κάποτε διεισδύσαμε σε κάποιον άλλο, ενώ ταυτόχρονα εκείνος διείσδυσε σ’ εμάς. Η αμοιβαία διείσδυση αποπληρώνει για λογαριασμό μας την ωραία συνέχεια στη ζωή. Η Ευρώπη είναι κάτι όμορφο που αλλάζει. Η Ευρώπη είναι ιστορία βιασμών.[2]

 

 

2. Συχνά τα σύγχρονα κείμενα για το θέατρο διασχίζουν τα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών, αποδομώντας την ήδη από το Θέατρο του Παραλόγου κλονισμένη έννοια της κλασικής δραματικής φόρμας. Ακολούθως, η υβριδικότητα των κειμένων και η απάρνηση της διαλογικής μορφής σχετίζονται φυσικά με μια σύγχρονη «αποσύνθεση των ιδεολογικών βεβαιοτήτων»[3], που είχε ως αποτέλεσμα για το θέατρο τη ριζική ανασημασιοδότηση της έννοιας του δραματικού προσώπου μέσα σε μια δραματουργία-σύμπτωμα του πραγματικού κόσμου. 

Η Νεκρή φύση, η γαλλική πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν τον Ιούλιο του 2014, είναι το έργο ενός δραματουργού που επεξεργάζεται τις ιστορίες ως τοπία σαν εικαστικός καλλιτέχνης. Το κείμενο είναι γραμμένο εν μέρει με την μεταδραματική αισθητική της ομιλούσας Περιγραφής εικόνας (1984) του Χάινερ Μύλλερ και εν μέρει ως προφητική ραψωδία προ της επικείμενης Αποκαλύψεως της πόλης εν δόξη. Αν και στο έργο δεν υπάρχουν διακριτά δραματικά πρόσωπα, η Νεκρή φύση διαθέτει μια παραδοσιακά κλιμακούμενη (μόνο ανιούσα και καθόλου κατιούσα) «δράση», την οποία πληρούν οι πραγματείες ανώνυμων φωνών/πολιτών/διαδηλωτών, που συνοδεύονται από εσχατολογικές περιγραφές νεκρών φύσεων με τη μορφή χορικών επεισοδίων. Οι περιγραφές, αν και αντιδραματικές τύποις, δεν διαταράσσουν το δραματικό συνεχές, επειδή πρώτον εντείνουν τον ήδη δεσπόζοντα λυρισμό και δεύτερον η κάθε νεκρή φύση είναι ομιλούν πρόσωπο που συμπληρώνει νοηματικά το λεκτικό τοπίο.    

Το έργο εκτυλίσσεται πάνω σε μια αχρονία (και δηλαδή σε μια καθολικότητα) κατά την οποία μια ανώνυμη πόλη (η κάθε πόλη) και οι πολίτες της δέχονται βίαιη στρατιωτική επίθεση από έναν άγνωστο εχθρό. Η τοπογραφία της πόλης βιάζεται, το ίδιο και οι πολίτες της, όμως ο έρωτας για την πόλη και ο εξανδραποδισμός διεγείρουν την αντίπραξη αυτών που τελούν υπό κατοχή. Όσο κι αν είναι εύκολες οι αναγωγές στη σύγχρονη Αθήνα[4], το έργο δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ιστορικό. Η Νεκρή φύση είναι ένα Lehrstück (διδακτικό έργο) για την ανάταξη της εφησυχασμένης κανονικότητας. Είναι ένα προφητικό όραμα για το μέλλον κάθε κατεχόμενης πόλεως, μια υμνωδία για το τέλος του ύπνου της Ευρώπης.  Είναι, περιέργως, ένα νατουραλιστικό ντοκιμαντέρ από το μέλλον.

 

3. Η αφηρημενοποίηση του πραγματικού και των δραματικών προσώπων, όπως και η αχρονία, συνηγορούν διαλεκτικά στην αποκαθήλωση των έργων από το ιστορικό τους περικείμενο, αποδεικνύοντας ότι το δραματικό κείμενο δεν είναι πλέον μια αισθητικά σταθερή κατηγορία, αλλά λειτουργεί ως «κωδικοποίηση της πραγματικότητας»[5]. Στο βραβευμένο έργο Sabine X. (2009) που εκκινεί από την πραγματική ιστορία μιας γερμανίδας παιδοκτόνου, τα αδιόρατα κίνητρα της πραγματικής πράξης σταθεροποιούνται δραματουργικά σε επάλληλους αντι-ύμνους για τη μητρότητα και τη γυναικεία οδύνη σε έναν κόσμο ανοίκειο και εχθρικό για τη γυναίκα. Αυτή η αναταγμένη θυμικά και ιδεολογικά ειρωνεία είναι στοιχειακό πλέον χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής δραματουργίας, με την οποία ο Τσίπος συνομιλεί, μεταμορφώνοντας την ειρωνεία σε ποιητική μελαγχολία για τα διαψευσμένα πνευματικά επιτεύγματα της ουμανιστικής Δύσης. Η Sabine X. δεν είναι μια σύγχρονη Μήδεια, όχι μόνον επειδή σήμερα δεν είναι δυνατό να ισχύουν οι όροι της τραγικότητας της ευριπίδειας ηρωίδας, αλλά επειδή, όπως σημειώνεται με τον τρόπο του Χάινερ Μύλλερ στην τελευταία σκηνική οδηγία, τα αρχαία θαύματα ex machina δεν είναι λειτουργικά έγκυρα:

Πέφτει το καρβουνιασμένο άρμα του Ήλιου και συντρίβεται ακόμα φλεγόμενο πάνω στη σκηνή.

 

ΥΓ. Για πολλές δεκαετίες η νεοελληνική δραματουργία ταλαιπωρήθηκε από μια γραφική ηθογραφία, την οποία υποτίθεται ότι απασχολούσαν τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, ενώ απλώς τα έργα αναπαρήγαγαν λαϊκά στερεότυπα και ιδεολογίες. Ταυτοχρόνως, η κριτική επευφημούσε τα νεοελληνικά επιτεύγματα ενός ρεαλισμού που κατέφασκε τον κόσμο του, θεραπεύοντας έτσι τις ίδιες πνευματικές καθηλώσεις. Ήταν πολλοί αυτοί που πολέμησαν εναντίον του κητώδους οχετού της απόρριψης. Άλλοι δικαιώθηκαν όψιμα και άλλοι πέθαναν χλευασμένοι.

Το μέλλον ας ανήκει στις νέες φωνές.

 


[1] To ιδεολογικό μοτίβο της εφιαλτικής ανακύκλισης της Ιστορίας είναι τυπικό στη δραματουργία του Heiner Müller: βλ., για παράδειγμα,  S. Bahun-Radunović, ‘Ηistory in Postmodern Theater: Heiner Müller, Caryl Churchill, and Suzan-Lori Parks’, Comparative Literature Studies 45 (2008) 446-70, και Κ. Williams, ‘The Ghost in the Machine: Heiner Müller’s Devouring Melancholy’, Modern Drama 49 (2006) 188-205.

[2] Μ. Tsipos, Seisachthea, A Tetralogy: #1. Chrysippus, A Contemporary European Tragedy, DasArts, Amsterdam 2012, χ.σ. (μετάφραση του Μ. Τσίπου).

[3] Η.-Τ. Lehmann: Postdramatic Theatre, μτφ. K. Jürs-Munby, Routledge, London and New York 2006, σ. 54.

[4] Στην γαλλική εφημερίδα Libération (‘Le Festival affiche son profil grec’, 11.7.2014) το έργο συνδέεται με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και την εξέγερση που ακολούθησε (http://www.liberation.fr/theatre/2014/07/11/le-festival-affiche-son-profil-grec_1062342, 5.1.2015).

[5] N. Meisner – D. Mounsef, ‘From the Postdramatic to the Poly-dramatic: The Text/Performance Divide Reconsidered’, Journal of Dramatic Theory and Criticism 26 (2011) 90 (85-102).

Μετάβαση στο περιεχόμενο