α η δ ο ν ι α ή …
« Η κραυγάζουσα σιωπή τού στιλέτου τού «όχι», μέσα στην πληγή τού «ναι».
S. Beckett
Πριν από μερικά χρόνια ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, στο πανσέληνο μπαλκόνι τού δώματος της οδού Αριστίππου, είχε δεσμευτεί με την υπόσχεση συγγραφής μιας θεατρικής τριλογίας, με πυρήνα την οικογένεια. Η υπόσχεση-προσδοκία εκπληρώθηκε: έργο 1ο – εισ το ονομα της μητροσ και του υιου, έργο 2ο – του υιου και του αγιου, έργο 3ο – τα του πνευματοσ τω πνευματι.
Σε 2 μέρη και 29 εικόνες συγκροτείται το 3ο θεατρικό έργο της τριλογίας. Στροβιλώδες, πυκνό όπως και τα δύο άλλα, τεταμένο, εναγώνιο, περιελίσσεται γύρω από το δέντρο της ζωής, το δέντρο της γνώσης, εκζητώντας νόημα, θεραπεία, καταλαγή όλων των διχασμών, των διαιρέσεων, των κατακερματισμών που συμποσούνται στο τραύμα της ύπαρξης, εκζητώντας εν τέλει Αρμονία. Εξ άλλου, στην ελληνική μυθολογία, η Αρμονία είναι παράνομο τέκνο του Άρη και της Αφροδίτης, και αδελφή του Φόβου.
Υπάρχουμε «παγιδευμένοι» στον χρόνο και τον χώρο, συνθηκευμένοι μέσα στα – ασφυκτικά πολλές φορές- όρια μια οικογένειας, μέσα στο πεπερασμένο πράξεων, προθέσεων, σκέψεων και συναισθημάτων που συμφύρονται θολά και ομιχλώδη από τον αυτοματισμό της μίμησης του βίου μας. Και μερικές στιγμές μόνον, μία ρωγμή: ασθένεια, ανημπόρια, απώλεια, προδοσία, πένθος, μας αποκαλύπτουν το πόσο πραγματικά εκτεθειμένοι και τρωτοί είμαστε.
Οι χαρακτήρες του 3ου έργου τα του πνευματοσ τω πνευματι – γνώριμοι και από τα δύο προηγούμενα – είναι: Ο Θωμάς, ώριμος άντρας και καλλιτέχνης, ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, ο Θωμάς μικρός: το εσωτερικό του παιδί, η μητέρα Αδαμαντία και η αδελφή του Θωμά, Δάφνη.
Το έργο κινείται πέραν των χωροχρονικών συμβάσεων. Ο χρόνος του είναι ο διαστελλόμενος, ο υπαρξιακός, του ονείρου, του εφιάλτη ή ο χρόνος του εσωτερικού περάσματος της μεταστοιχείωσης του τραύματος σε θαύμα.
Ο χώρος, είναι η συμβολική διάσταση που εκκολάπτεται η μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Παραλία, σελήνη-κάτοπτρο-πύλη, καμαρίνι-σκηνή, οικία-οικογενειακό γυάλινο θηροτροφείο με «σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες / που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς… εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου / πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή…» Τόποι του βυθού και της κραυγής.
Τα πρόσωπα των έργων του Κωνσταντόπουλου (σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά του μετανεωτερικού ανθρώπου, που παρουσιάζουν το παράδοξο: η πραγματοποίηση του εαυτού να συμπίπτει με την αποθέωση και ταυτόχρονα με την κονιορτοποίησή του) διακρίνονται από πυρέσσουσα ανάγκη ανοίγματος προς τον άλλον, γι’ αυτό δεν φείδονται σε οιμωγές τρόμου, οργής και οδύνης. Παραληρούν και συνταράσσονται, ανήμερα, γεμάτα πάθη, εξανίστανται απέναντι στο παράλογο: Γιατί πρέπει να πάσχει ο άνθρωπος; Γιατί δεν τερματίζεται, επιτέλους, ο έσω και ο έξω πόλεμος;
Το 1ο μέρος του έργου εκκινεί με το λαχάνιασμα ενός ανθρώπου που σκάβει, ξεχορταριάζει γύρω από ένα μοναχικό δέντρο. Σκάβει τον τάφο, την μήτρα, την γη, το αρχέγονο αιδοίο. Πρόκειται για έναν εφιάλτη που κλείνει με την επίκληση του θωμα στον Πατέρα, αλλά είναι και η υπόμνηση ότι η γη είναι το στερνό μας λίκνο.
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Πατέρα -από πνιγμό- και τρία χρόνια από τον θάνατο της Μητέρας, δέκα λευκά τριαντάφυλλα (φυτεμένα από την μητέρα στο χωράφι του πατέρα) θα σκορπιστούν τελετουργικά στο νερό, έτσι ώστε οι ήρωες να εξακοντιστούν μέσα στη νύχτα, στην αρένα-σκηνή της ζωής, στην αρένα-σκηνή του θεάτρου, επειδή ο άνθρωπος για τον συγγραφέα πρωτίστως είναι ηθοποιός, που οφείλει τόσο στον εαυτόν του όσο και στους άλλους να καταστεί «πρόσωπο», να κατανικίσει τα συμπλέγματα, τα πάθη και την φθορά για να φωτιστεί με την χάρη μιας εναργούς συνείδησης, αναστάσιμης.
Μ’ άλλα λόγια: το υπάρχειν στον κόσμο για τον συγγραφέα μας είναι δοκιμή και παράσταση μαζί, και η τέχνη του ζην συνώνυμη του καλλιτεχνικώς ζην – δηλαδή, εντέχνως και ως εκ τούτου δεν έχει χρεία συγκαλύψεων αλλά αποκαλύψεων, διαλύει για να ανασυνθέσει. Είναι η αντίθετη κίνηση, από το να επαναφέρει κανείς τα πάντα στο μικρό ναρκισσιστικό εγώ του, το να στρέφεται προς το όλον, προς τον άλλον, προς την δυσεύρετη ενότητα.
Η σχέση με την ερειπωμένη πια από την αρρώστια αδελφή (την Δάφνη, με την ερεβώδη φωνή) οι αναδρομές στην χώρα της παιδικής ηλικίας τους, τα παιδικά παιχνίδια τους θα εκδιπλώσουν μέρος του αβυσσαλέου σεξουαλικού ενστίκτου, τον τρόμο του ευνουχισμού, του αφανισμού. Η αδελφή που βγάζει τα μάτια του αγοριού-κούκλας, η αδελφή και το μαχαίρι· «με παντρεύεστε να κάνουμε παιδιά; Τότε ελάτε πιο κοντά, πιο κοντά, εδώ πιο κοντά, βλέπετε, φέρ’τε το κεφάλι σας κοντά να δείτε καλύτερα, βλέπετε; Εδώ, πρέπει να μπείτε» και το εδώ είναι «ο βάλτος της γυναίκας», το αιδοίο που καταβροχθίζει, η τρομερή σχισμή. Ο εφιάλτης, «το παρελθόν που κλαίει.»
Ο Chiozza ισχυρίζεται ότι αρρωσταίνει κανείς επειδή κρύβει από τον εαυτό του μια ιστορία, η σημασία της οποίας του είναι αβάσταχτη. Η ασθένεια, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι μια συμβολική απάντηση, μια ασύνειδη απόπειρα να αλλάξει την σημασία της ιστορίας ή του επιλόγου της, που είναι το ίδιο πράγμα.
Δεν υπάρχει λοιπόν έξοδος απ’ αυτή την κόλαση;
Η συγχώρεση.
Είναι δυνατή;
Η συγχώρεση είναι ένα κατόρθωμα, ίσως επειδή πρέπει να ιχνεύσεις προηγουμένως το δεινόν του ανθρώπου μέσα σου, για να περιχωρήσεις το ανοίκειο, το ξένο, το άκοσμο, το απωθητικό.
Στο 2ο μέρος του έργου το εσωτερικό παιδί του Θωμά, ο Θωμάς-μικρός, θα οδηγηθεί δια της μαιευτικής του θεάτρου, από τον ενήλικο Θωμά, στη λειτουργία της ιερουργίας του θεάτρου, στην μύηση, εκ του μύω. Μύω = έχω κλειστά τα μάτια και τα χείλη, κατά συνεκδοχή και τα αυτιά, και ξανοίγομαι στον χώρο του αόρατου και του ανάκουστου. Μ’ άλλα λόγια θραύω τα μισερά προσωπεία, και οδηγούμαι στην 3η γέννηση του εαυτού, αφού για τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό έχουμε τρεις γεννήσεις: … η δε τρίτη δακρύων τε κ’ άλγεος ημετέροιο / εικόν’ αποξύουσα μελαινομένη κακότητι: η δε τρίτη γέννηση μάς γεννά από τα δάκρυα και τους πόνους μας, που καθαρίζουν την εικόνα μας από τους σπίλους της φαυλότητας, καθώς γινόμαστε οι ίδιοι γεννήτορες του εαυτού μας, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη. Επειδή: «το άθλημα είναι πνευματικό. Για να αποδοθούν επιτέλους τα του πνεύματος τω πνεύματι.»
Έτσι, η τριλογία του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου μ’ έναν απολύτως προσωπικό τρόπο, καταθέτει αξιοθαύμαστα μετουσιωμένο αυτοβιογραφικό υλικό σε μια δραματουργία μεστή και τολμηρή, γενναιόδωρη και κατάφυτη ερωτημάτων, καταλήγοντας στην «αηδονία» (όρος που αποδίδεται στον φιλόσοφο Αρίστιππο τον Κυρηναίο) και σημαίνει: μία κατάσταση μεταξύ ηδονής και αλγηδόνας – επειδή «αυτό που μπορεί να αγαπήσει κανείς στον άνθρωπο είναι ότι αυτός είναι ένα πέρασμα και μία δύση.»