Η δραματουργία του Γιώργου Μανιώτη είναι πάντοτε σκεπτική και ανήσυχη για τη θέση του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο και για τα προβλήματα ύπαρξης που αντιμετωπίζει. Μέσα από το έργο του (θεατρικό και λογοτεχνικό) ο συγγραφέας έχει εντατικά ασχοληθεί με τις κοινωνικές δομές που παγιδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε συστήματα «κοινής λογικής», «επιτυχίας», «ευημερίας», υποτιθέμενης «αξιοπρέπειας» και μετατρέπουν τη ζωή σε ένα διαρκή αγώνα με αντίπαλο τον ίδιο μας τον εαυτό. Η διεισδυτική και οξυδερκής ματιά του του επιτρέπει να εισχωρεί μέσα σε οικίες, σε οικογένειες, σε κάθε είδους κλειστά συστήματα και να χρησιμοποιεί θεατρικά αυτό το «ειδικό» υλικό για να μιλήσει με τη δική του καυστική, ειρωνική αλλά και εξαιρετικά σύγχρονη και ακονισμένη γλώσσα για το «γενικό» και τα κοινωνικά ζητήματα μιας χώρας σε συνεχή κρίση και επαναπροσδιορισμό αξιών.
Συχνά ανατρέχει, σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει ξεπεραστεί μέσα στην ταχύτητα και την εξέλιξη της ζωής, μια Ελλάδα νωπή ακόμη μέσα από τις μνήμες και τις διηγήσεις. Η εντοπιότητα και η ταυτότητα που διαθέτουν τα έργα του τα κάνει περισσότερο δραστικά και δυναμώνει την ένταση της φωνής τους. Η επιστροφή στο παρελθόν χρησιμοποιείται χωρίς διάθεση ηθογραφίας, χωρίς προσπάθεια εξιδανίκευσης. Το χθες χρησιμοποιείται ως παραμορφωτικός καθρέπτης του σήμερα.
Νέοι Ορίζοντες, Μικρό Έπος, Παθήματα, Αγία Κυριακή, Ονειρώξεις, Η μάχη της ειρήνης, Εμβοές. Εφτά έργα του Γιώργου Μανιώτη αφιερωμένα στη Ζωή. Ζωή που ο άνθρωπος τη γεύεται, την αισθάνεται, τη βιώνει συνειδητά σε αντιδιαστολή με την αγχωτική, ματαιόδοξη και μηχανική ζωή της καθημερινότητας, που αποξενωμένη και σχηματοποιημένη αφήνεται στην «κατάκτησή» της από τον σύγχρονο άνθρωπο. Οι τίτλοι αρκούν για να περιγράψουν τον κόσμο τους. Το κάθε ένα από αυτά τα έργα μια εμβοή μέσα στη σιωπή της υποταγής του σύγχρονου ανθρώπου στην σχηματοποίηση, στην ομοιογενοποίηση, στους όρους και στους κανόνες αυτού που αποκαλείται ευτυχία, επιτυχία και καταξίωση. Το κάθε έργο αυθύπαρκτο και ολοκληρωμένο αποτελεί ταυτόχρονα κομμάτι μιας ισχυρής αφυπνιστικής ακολουθίας στη ζάλη του παραλογισμού και της μηχανοποίησης.
Το βλέμμα του συγγραφέα επικεντρώνεται αυτή τη φορά στην καταστροφική μανία του ανθρώπου. Σε μια σφοδρή μανία που ακολουθεί την αγωνία του να επιζήσει, να επικρατήσει, να αναδειχθεί. Τόσο στη Μάχη της ειρήνης όσο και στους Νέους Ορίζοντες προβάλλονται σκηνές φρίκης και πολέμου από τον αιώνα που μας πέρασε. Η εικόνα, είτε στην οθόνη είτε στη σκηνή, έρχεται να λειτουργήσει ως αδιάψευστος μάρτυρας της αλλοφροσύνης και της παράνοιας του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου. Ο πόλεμος επεκτείνεται πέρα από τα πεδία των μαχών. Καθημερινός και ανελέητος, επεκτείνεται σε κάθε ανθρώπινη έκφραση και δράση, αντανακλώντας αυτή την ακατάληπτη μανία καταστροφής. Σε πεδίο μάχης έχει μετατραπεί ολόκληρη η ζωή. Ο αγώνας επικράτησης εξαπλώνεται στο εργασιακό περιβάλλον, στην οικογενειακή ζωή, στις κοινωνικές συναναστροφές. Χαμένος είναι πάντα ο άνθρωπος. Προκειμένου να νιώσει ασφαλής στην αέναη αυτή μάχη αποποιείται τον ίδιο του τον εαυτό και παλεύει αδυσώπητα ενάντια σε όλους. Απόλυτος θριαμβευτής αναδεικνύεται ο θάνατος. Γιατί πέρα από τον φυσικό θάνατο, θάνατος είναι και η απώλεια, η ξενιτιά, η αποξένωση, η απομάκρυνσή του ανθρώπου από την ίδια τη ζωή. Μικροί οδυνηροί θάνατοι.
Η Λένη στα Παθήματα έχει αγωνιστεί σε όλη της τη ζωή για να επιβιώσει αυτή και τα παιδιά της, έχει ζήσει πολέμους, έχει χάσει τους δικούς της ανθρώπους και έχει απομείνει απόλυτα μόνη, στερημένη από κάθε τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη επιτυχίας. Ο μοναδικός της εν ζωή γιος, ο Σεραφείμ την έχει εγκαταλείψει αρνούμενος να αναλάβει την ευθύνη και τη φροντίδα της, και είναι φυλακισμένος όπως λέει η ίδια στην πολιτεία. Και όταν ο Δραγάτης της λέει πως δεν είναι φυλακή εκείνη απαντάει: «Φυλακή… Φυλακή, έχει ένα μπουντρούμι κάτω από τη γη και κάθεται, τον κρατούν φυλακισμένο η γυναίκα και τα παιδιά του!». Στο φινάλε του έργου το πτώμα της απομένει επάνω στη σκηνή μαζί με τα σκουπίδια και τα αποφάγια των εκδρομέων, το ίδιο άχρηστο και απόβλητο.
Η ανεξέλεγκτη κατανάλωση, η συνεχής προσπάθεια να αποκτήσουμε όλο και περισσότερα, η ομοιογενοποίηση των ανθρώπων σε κοινά πρότυπα και η απώλεια της προσωπικότητας, η απομόνωση και η απομάκρυνση είναι μοτίβα αρεστά στον συγγραφέα, που επανέρχονται. Μορφές δοσμένες με υπερρεαλιστικό και υπερβατικό χαρακτήρα, – ανθρωπάκια, κλόουν και τσιγγάνοι-, υπενθυμίζουν άλλοτε το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, άλλοτε τους «άμορφους» δυνάστες και την απειλή και άλλοτε τη σύνδεση του ανθρώπου με τις ρίζες του, το συναίσθημα και τη ζωή. Πλήθη επάνω στη σκηνή λειτουργούν ως σύγχρονος Χορός, εκφραστής των προσδοκιών, της αλήθειας αλλά και όχλος που υποτάσσεται απερίσκεπτα στις κοινωνικές επιταγές.
Στους Νέους Ορίζοντες παρακολουθούμε τα ζευγάρια να μπαίνουν στη διαδικασία συνεχών αγορών και γραμματίων παρακινημένα από τον κλόουν. Υλικά αντικείμενα που δεν τους είναι απαραίτητα τους επιβάλλονται εμμέσως ως απτές αποδείξεις ευημερίας, επιτυχίας και ευτυχίας. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου δεν απαντιέται στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τα προς το ζειν αλλά στις συνεχώς αυξανόμενες «ανάγκες» του. Αντίστοιχα, το χοντρό παιδί στο Μικρό Έπος γίνεται ο δυνάστης που τους επιβάλλει να αγοράζουν δίχως τέλος. Το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει ο δυνάστης αυτός μένει στο φινάλε στην κρίση των θεατών.
Η αγωνία του ανθρώπου να ξεχωρίσει στον δρόμο προς την «καταξίωση» εκφράζεται και μέσα από την ανάγκη για σπουδές τέτοιες που θα τον ωθήσουν στην κορυφή τις επιτυχίας. Ο ανταγωνισμός όμως είναι μεγάλος και η πίεση τόση που ο υπερφυσικός μπεμπές στους Νέους Ορίζοντες ουρλιάζει θαμμένος μέσα στα βιβλία. Στο Μικρό Έπος ο Επιστάτης ανοίγει το έργο φωνάζοντας «Τα γράμματα, τα γράμματα περνάνε σήμερα…». Η χορωδία των Νεκρών φωνάζει «Ζήστε» και οι μαθητές «Εκδρομή» ενώ οι χορωδία των γονέων παρακινεί τα παιδιά να διαβάσουν απαριθμώντας τα υλικά αγαθά που προϋποθέτει μια άνετη ζωή ενώ τα καταπιεσμένα παιδιά στις Ονειρώξεις προσπαθούν σηκώσουν το «βάρος» της μόρφωσης έχοντας γιγάντια τετράδια και τεράστια πολύχρωμα μολύβια.
Η Αγία Κυριακή είναι η συμπυκνωμένη ενέργεια του κόσμου. Στον ιερό χώρο της εκκλησίας συγκεντρώνεται ολόκληρος ο μικρόκοσμος ενός χωριού, άνθρωποι που περνάνε και αφήνουν το αποτύπωμά τους στη διάρκεια λίγων ωρών, όσο διαρκεί δηλαδή μια κυριακάτικη λειτουργία. Διχόνοιες, ζήλιες, πάθη, έρωτες, αδικίες και λάθη, κοινωνικές ανισότητες, ζητήματα εξουσίας και διοίκησης, -ένας μικρός κόσμος-, αποκαλύπτονται, συσσωρεύονται και κορυφώνονται χάρη σε ένα καταλυτικό γεγονός: την κήρυξη του πολέμου. Και το ξέσπασμα χαράς που ακολουθεί την κήρυξη δεν έχει άλλη αιτία παρά το ότι ο κόσμος πνίγεται μέσα στη φόρμα της ζωής που βίαια του φόρεσαν.
Οι Ονειρώξεις με τον υπότιτλο Θέαμα για μουσείο είναι ένα έργο δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε οι θεατές παρακολουθώντας το θέαμα να περνάνε από την μία αίθουσα στην άλλη. Ξεναγός τους ένας μασκοφόρος ντυμένος στα γαλάζια. Οι εικόνες που παρακολουθούμε είναι εικόνες αλληλοσπαραγμού, υποταγής στη δουλειά, στη μάθηση, στο σχήμα της ζωής. Το μοτίβο του χρόνου-δυνάστη του σύγχρονου ανθρώπου είναι κυρίαρχο. Οι ήρωες πίνουν στα γρήγορα το γάλα τους και στο πάτο της κούπας υπάρχει ένα τεράστιο ρολόι που τους πιέζει. Τους πιέζει να προλάβουν. Το μοτίβο του χρόνου υπάρχει έντονα και στη Μάχη της Ειρήνης και στους Νέους Ορίζοντες, όπου το πρώτο πράγμα που βλέπουν τα εφτά ζευγάρια μόλις φτάνουν στη Μεγαλούπολη είναι ένα τεράστιο ρολόι.
Ο λόγος στις Ονειρώξεις, στη Μάχη της Ειρήνης όπως και στις Εμβοές έχει συρρικνωθεί, έχει περιοριστεί στο απολύτως απαραίτητο. Στον κόσμο της ταχύτητας τα πάντα έχουν ειπωθεί παρόλο που ο άνθρωπος σχεδόν δεν προλαβαίνει πια να αρθρώσει τον λόγο του. Θεωρίες και σκέψεις αναπαράγονται και οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα και τη σημασία τους. Οι εικόνες ήταν πάντοτε ζητούμενο του συγγραφέα. Εδώ γίνονται ακόμα πιο δραστικές με την έλλειψη του λόγου. Γίνονται εμβοές: Εμβοές είναι το βουητό που ακούνε οι άνθρωποι στα αυτιά τους ή μέσα στο κεφάλι τους. Δεν είναι νόσος αλλά σύμπτωμα και ανάμεσα στις αιτίες που το προκαλούν είναι το στρες και ο θόρυβος. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτό αδυνατούν να ηρεμήσουν και να χαλαρώσουν. Κάπως έτσι λειτουργεί ο κόσμος που ζούμε. Και πρόθεση είναι οι αυτόνομες σκηνές, κυρίως στις Εμβοές, να λειτουργήσουν σαν εμβοές για τους θεατές. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι σκηνές στη Μάχη της Ειρήνης. Σκηνές από την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου που αποδίδονται διογκωμένες και σχηματικά για να προκαλέσουν την αφύπνιση, τη συνειδητοποίηση του κινδύνου.
Η φιλοσοφία και η πρακτική του σύγχρονου κόσμου αποκρυσταλλώνεται ιδανικά στη τελική σημείωση των Ονειρώξεων: «Το να υπάρχεις πάνω από τους άλλους είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχεις με τη νέα τάξη των πραγμάτων. Αυτό έχει σημασία μονάχα τα πρώτα χρόνια. Ύστερα με τον καιρό ξεχνιέσαι και ξεχνάς, σπρώχνεις μονάχα και βιάζεις κι αυτό είναι όλο».
Τρία έργα του Γιώργου Μανιώτη – η Καθιστική ζωή, η Κοινή λογική και Το Ματς – αποτελούν μία ιδιότυπη τριλογία. Ο Μανιώτης μιλάει για έργα στα οποία προσπάθησε να χωρέσει τη θεματολογία του μέσα στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής εστίας. Μια προσεκτική, παράλληλη ανάγνωση αποκαλύπτει ωστόσο πως πρόκειται για τη «δοκιμή» του ίδιου θέματος σε διαφορετικά, αλλά παρόμοια περιβάλλοντα και σε αντίστοιχες καταστάσεις. Είναι η ίδια τραγωδία που εκτυλίσσεται στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, μια οικογενειακή τραγωδία, όπου άνθρωποι δεμένοι με τα δεσμά της οικογένειας και της «αγάπης» δίνουν έναν αγώνα επιβίωσης και επικράτησης μέχρι τελικής πτώσης καθώς οι γενιές, τα θέλω και τα ιδανικά τους συγκρούονται με αμείλικτο τρόπο. Στα τρία αυτά έργα, ξετυλίγεται μπροστά μας, μέσα από τρεις διαφορετικές εικόνες, η τραγωδία της πάλης μεταξύ της επιθυμίας και του πρέπει, της ψυχής και της ψυχρής λογικής, του λαχταρώ και του συμβιβάζομαι. Όμως, στον πυρήνα τους τα έργα είναι ένας παφλασμός ψυχής, μια έκρηξη που συναντάται στην πάλη μεταξύ της αληθινής ζωής και μιας ψευδοζωής, μιας επίφασης ζωής.
Ο συγγραφέας επικεντρώνει την πάλη αυτή μεταξύ του θηλυκού και του αρσενικού στοιχείου και τη συγκεκριμενοποιεί κυρίως στη σχέση Μητέρας και Γιου. Το θηλυκό παρουσιάζεται σαν άκαμπτος εκπρόσωπος της σταθερότητας, της κοινής λογικής, σαν θεματοφύλακας του μέλλοντος. Το παράδοξο είναι πως Μητέρα που κουνάει σαν παντιέρα το «καλό» των δικών της είναι αυτή που τους οδηγεί στον αφανισμό. Η Μητέρα – Δυνάστης κρατάει ένα μέλλον–σκιάχτρο που το κραδαίνει πάνω από τα εγκλωβισμένα, τα τρομαγμένα της παιδιά ενώ αντίστοιχα πάνω από τον σύζυγό της κραδαίνει την αποτυχία του παρελθόντος του καθώς αυτός είναι πάντοτε η μορφή του ηττημένου, το παράδειγμα προς αποφυγή αφού στην προσπάθειά του να αντισταθεί τσακίστηκε. Αυτή η μοίρα περιμένει όποιον προσπαθήσει να «αποδράσει». Την ίδια όμως αμείλικτη στάση επιφυλάσσει ο συγγραφέας και για τις νεαρές γυναίκες που μπαίνουν στη ζωή των υιών. Ενώ στην αρχή φαντάζουν σαν μία διέξοδος, σαν μια υποστηρικτική δύναμη, αμέσως μόλις πρόκειται να γίνουν οι ίδιες μητέρες αλλάζουν και τάσσονται στο πλευρό της Μητέρας. Μόνον η Κόρη στην Καθιστική ζωή καταφέρνει να ξεφύγει και επιχειρεί να ζήσει τη ζωή της. Και αυτό γιατί έχει χάσει τον φυσικό της «ρόλο», – δεν μπορεί να κάνει παιδιά.
Το αρσενικό, ο νεαρός άνδρας είναι επιφορτισμένος με το βάρος της επιτυχίας. Δεν του δίνεται κανένα περιθώριο αποτυχίας. Η Μητέρα είναι εκεί για να του θυμίζει συνεχώς το σωστό, το πρέπον, το συμφέρον και το σωτήριο. Ξενυχτάει μαζί του όταν διαβάζει, φέρνει με την ίδια ευκολία στο σπίτι της ένα πικ-απ ή μια γυναίκα προκειμένου να μην τον αφήσει να της φύγει και δε διστάζει να παίξει ακόμη και με την ψυχή του προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της. Η Μητέρα του Γιώργου Μανιώτη είναι μια επικίνδυνη αράχνη που μεθοδικά και τακτικά υφαίνει διαρκώς τον ιστό της μέσα στο σπίτι της μην αφήνοντας κανένα περιθώριο διαφυγής όχι μόνο στον γιο της αλλά και σε κανέναν άλλο. Έναν ιστό τόσο ασφυκτικό που δεν αφήνει ανάσα ούτε στην ίδια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, τότε που γράφονται και παρουσιάζονται τα έργα αυτά, (το 1978 το Ματς και η Κοινή λογική και το 1983 η Καθιστική ζωή), αντανακλούν μια εικόνα της πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει μια γενιά γονέων που έχει βγει μέσα από τον πόλεμο, που έχει αγωνισθεί και λαβωθεί, που έχει στερηθεί και θυσιάσει πολλά. Η στέρηση αυτή θα οδηγήσει στην καθιέρωση ενός μοντέλου που θα λειτουργεί εφ’ εξής ως απόδειξη της επιτυχίας: η σταθερή δουλειά, το παιδί, το σπίτι, το εξοχικό, το αυτοκίνητο, τα ταξίδια, οι διακοπές. Οι νέοι έπρεπε να έρθουν παλέψουν για αυτό το όνειρο και να το εκπληρώσουν όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και για τους γονείς τους που είχαν υποφέρει πολέμους, φτώχεια και δικτατορίες και έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποζημιωθούν για τις θυσίες τους. Από τη μία ένα μοντέλο ζωής που επιχειρείται να επιβληθεί ως μοντέλο του επιτυχημένου ανθρώπου και από την άλλη ο νέος άνθρωπος που επιθυμεί να φτιάξει μόνος του τα πρέπει του, να φύγει από το κλουβί που τον έχουν κλείσει και από το μέλλον που του επιβάλλουν ως μονόδρομο. Οι προσωπικές επιλογές δεν είναι ελεύθερες. Τα πρόσωπα δεν είναι ελεύθερα. Δεν έχουν καν το δικαίωμα να έχουν ελεύθερο χρόνο, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούν να σκεφτούν, να επιλέξουν, να χαράξουν την προσωπική τους πορεία. Στο ασφυκτικό αυτό περιβάλλον ο συγγραφέας δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Η «λογική» με τη φωνή της Μητέρας πάντα βρίσκει τους κατάλληλους τρόπους να συγκρατεί τα πράγματα, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις. Η Μητέρα πάντα βρίσκει το σωστό σχέδιο για να κρατήσει τα παιδιά της (και κυρίως τον γιο της) στο σωστό δρόμο. Παγιδευμένη και η ίδια μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού, έχοντας χάσει την πρόσβαση στον έξω κόσμο, προσπαθεί να προετοιμάσει το παιδί της για το «έξω» και τους κινδύνους που εγκυμονεί. Η ζωή είναι ένα ματς, και πρέπει να είσαι ο νικητής.
Όμως τελικά ο κίνδυνος δεν παραμονεύει στην έξοδο από το σπίτι αλλά στο εσωτερικό του ίδιου τους του σπιτιού. Στην Καθιστική ζωή η κόρη δίνει ίσως την πιο καθαρή και αντιπροσωπευτική εικόνα για την Μητέρα: Μέρα νύχτα στη σκοπιά με τη βελόνα στο χέρι, της ουρλιάζει μην αντέχοντας άλλο τα συνεχόμενα τσιμπήματα, τις πληγές που τους κρατά ανοιχτές. Όλοι καταλήγουν σε ένα δυστυχισμένο παρόν και σε ένα απέλπιδο μέλλον. Ούτε ίχνος χαράς δεν υπάρχει, ούτε ένα περιθώριο ανάσας, ούτε μια αχτίδα φωτός. Μόνο οι λάμψεις από την τηλεόραση για να φωτίσουν ακόμη περισσότερο την απομόνωση, την ανικανότητα επικοινωνίας, την απελπισία τους, τα ψεύτικα όνειρα. Οι ήρωες ασφυκτιούν, θέλουν να ακουστούν, όμως δεν έχουν τρόπο να μιλήσουν.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς πως πουθενά μέσα στα έργα αυτά δεν γίνεται λόγος για οικογένεια: μιλάνε για παιδί και γάμο, όμως ποτέ για οικογένεια. Οι ήρωες του Μανιώτη στην τριλογία αυτή μοιάζουν περισσότερο με θηρία που έχουν χάσει τον έλεγχο και καταβροχθίζουν λαίμαργα το ένα το άλλο στην προσπάθειά τους να αποδεσμευτούν από το βάρος των ευθυνών που τους επιφορτίζουν. Και μέσα σε αυτόν τον αγώνα ο συγγραφέας σε κάνει να αναρωτιέσαι: πότε η ζωή είναι αληθινή; Στις φαντασιώσεις και στον ψεύτικο κόσμο της Μητέρας στην Καθιστική ζωή, στο αναπηρικό καροτσάκι του Γιάννη στο Ματς ή μήπως στη ζωή του εκδιωγμένου πατέρα της Κοινής λογικής; Πότε ζει κανείς πραγματικά και πότε προσποιείται ότι ζει; Υπάρχει ευτυχία στα όνειρα ζωής που σου επιβάλλει κάποιος άλλος να κυνηγήσεις και να κατακτήσεις; Μέχρι πιο βαθμό μπορεί να φτάσει η αυτοθυσία του ανθρώπου για να μη γεμίσει η ζωή του κενό; Μήπως αυτή η αδυναμία διαφυγής σημαίνει ότι λείπει η πραγματική πίστη στον εαυτό του;
Με τον Λάκκο της αμαρτίας στρέφει τον φακό της παρατήρησής του σε μια ομάδα τραβεστί που αναζητούν την ελευθερία τους ριγμένες σε έναν «λάκκο» πίσω από τις καθωσπρέπει γειτονιές της Αθήνας. Ο Λάκκος είναι το καταφύγιο των ανθρώπων που επέλεξαν κρυφά ή φανερά να ζήσουν έξω από την κοινωνική νόρμα. Κάθε τραβεστί που εργάζεται εκεί έχει επιλέξει ένα νέο πρόσωπο για τον εαυτό του. Το ίδιο, όμως κάνουν και οι πελάτες τους. Ο κάθε ένας από αυτούς έρχεται στον Λάκκο για να ικανοποιήσει μια πλευρά του εαυτού του που καταπιέζει. Ακόμα και οι περίοικοι όταν εισβάλλουν στη σκηνή ως ένας οργισμένος Χορός που έρχεται να αποκαταστήσει την τάξη και την ηθική, να «καθαρίσει» την περιοχή και την «αξιοπρέπειά» ντύνονται ως κυνηγοί. Κανείς δεν είναι αληθινός. Κανείς δεν τολμά να αποδεχθεί τον πραγματικό του εαυτό. Ο Μανιώτης με έναν υποδειγματικό τρόπο γράφει θέατρο χρησιμοποιώντας ως υλικό του τα προσωπεία που εναλλάσσουν οι άνθρωποι μέσα στην υποτιθέμενη πραγματική τους ζωή και το θέατρο που παίζουν μέσα στην υποτιθέμενη πραγματικότητά τους. Ο Μανιώτης γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχουν ασφαλή όρια. Γνωρίζει τους μηχανισμούς «στοχοποίησης» συγκεκριμένων ομάδων και το πως η κοινωνία και η εξουσία τις χρησιμοποιεί για να οδηγήσει τον κοινό νου κατά τα συμφέροντά της και την εξυπηρέτηση των εκάστοτε αναγκών της.
Τι είναι λοιπόν η πραγματική ευτυχία; Τα έργα αυτά του Μανιώτη εκφράζουν θεμελιακές συγκρούσεις, βασικά υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου. Εκφράζουν την τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου να σταθεί σε έναν κόσμο όπου το φως κλείνει και ανάβει ανάλογα με τις επιθυμίες των άλλων, όπου δεν είναι πια κυρίαρχος του εαυτού του.