Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΙΤΣΑΚΗ

Συντάκτης: Τζωρτζίνα Κακουδάκη

«Αγαπάω πολύ τη ζωή αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν βλέπω την πραγματικότητα. Από τη φύση μας, η κατασκευή μας μάς υποχρεώνει να συνεχίσουμε, να αγαπάμε και αυτό που σιχαινόμαστε.» Γ.Μ.

Tα έργα του Γιάννη Μαυριτσάκη, έχουν κάνει μεγάλη αίσθηση όπου και όπως έχουν παιχθεί. Είτε αρχίζοντας μια καριέρα σε άλλη χώρα, είτε σε αυτήν, είτε στο πλαίσιο μεγάλων φεστιβάλ, είτε μικρότερων θιάσων,  με  νέους ηθοποιούς, ή με τους πιο καταξιωμένους, τα έργα του παραμένουν ατόφια και έχουν πάντα κάτι να πουν. Ο συνδυασμός μιας αγέρωχης ελληνικής ποιητικής γλώσσας, με μια στέρεη θεατρική δομή, από έναν άριστο γνώστη της θεατρικής επικοινωνίας, κάνουν τα έργα του Γιάννη Μαυριτσάκη μια ασφαλή ύλη για το θέατρο και για τον κάθε θεατή που τα παρακολουθεί. Είναι έργα που φαίνεται σα να μην μπορούν να αποτύχουν στη σκηνή.

Ο Γιάννης Μαυριτσάκης ξεκίνησε να γράφει θέατρο μετά από μια μεγάλη, πρωταγωνιστική καριέρα στο θέατρο. Εχοντας συνεργαστεί με χειραφετημένους σκηνοθέτες, χωρίς να αναλωθεί ποτέ στην εμπορική πλευρά του θεάματος, είχε την τύχη να ενσαρκώσει σημαντικούς ρόλους έργων του Μπρεχτ, του Βέντεκιντ, του Σαίξπηρ, των αρχαίων τραγικών και σύγχρονων συγγραφέων, όπως ο Μ.Μ.Κολτές.  Αυτές οι δομικές και ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες ανιχνεύονται στα έργα του, που τολμούν πάντα μια ελεύθερη σκέψη, έκφραση και φόρμα, και πάντα φλερτάρουν με θέματα πρωταρχικής σημασίας, όπως κάνουν συνήθως τα μεγάλα έργα της ιστορίας του θεάτρου.

Στα έργα του Γιάννη Μαυριτσάκη υπάρχει ό,τι είναι βεβαιωμένα μέσα του ως αληθινό. Άλλοτε πρωταρχική αφορμή είναι η απώλεια εξαιτίας του θανάτου, όπως στο Τυφλό σημείο (2006), άλλοτε η αδυναμία του έρωτα, όπως στο Wolfgang (2007), άλλοτε η αποστροφή προς την κοινωνία όπως στην Κωλοδουλειά (2008), άλλοτε η άρνηση της ζωής όπως στο Vitrioli (2010),  άλλοτε η ελπίδα της καταστροφής του κόσμου όπως στο Μετατόπιση προς το ερυθρό (2012). Έργα μέσα στα οποία ο συγγραφέας φτιάχνει ένα σκηνικό παιχνίδι, αποκαλύπτει κάθε αδικία αυτού του κόσμου, προτείνει μια στάση βαθιά πολιτική, αμετάκλητη, αποκαλυπτική. 

Πρωταγωνιστές στα έργα του άνθρωποι υπό παρατήρηση. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά κυρίως διαφορετικοί από τον συγγραφέα, για να μπορεί να κρατάει την απόσταση του παρατηρητή, να βρίσκεται απέναντι από το υποκείμενο της έρευνάς του. Υπάλληλοι τραπεζών, μικροεγκληματίες,  γραμματείς επιχειρήσεων, κρεοπώλες, μηχανικοί αυτοκινήτων, υπάλληλοι φαστφουντάδικων, επόπτες εργασίας, και ό,τι άλλο επάγγελμα εξυπηρετεί την λειτουργία του συστήματος, χωρίς κανείς να δίνει ακριβώς σημασία ποιός- το κάνει –αυτό- που- γίνεται,  προσφέρουν στο συγγραφέα πολλά επιχειρήματα, ποικίλες οπτικές της θέασης του κόσμου, τού επιτρέπουν να φτάσει, μέσα από αυτά τα ποιητικά όντα της πραγματικότητας,  στα θεμέλια των πραγμάτων, στις ακατοίκοιτες ζώνες των συναισθημάτων, στις σκέψεις και τις υπάρξεις που κανείς δεν νοιάζεται για αυτές, αλλά αυτές νοιάζονται για τον κόσμο. Δίπλα σε αυτές τις ανεξερεύνητες ψυχές ακολουθούν και άλλοι, χωρίς περιγραφές για το ποιοί είναι και τι ρόλο έχουν μέσα στα σκοτεινά σύμπαντα της πραγματικότητας που δημιουργεί για εμάς ο Γιάννης Μαυριτσάκης. Ρόλοι αρχετυπικοί, η μάνα, ο κύριος, ο θεραπευτής, ο διευθυντής, ο άντρας, ο γείτονας, η γυναίκα,  υπάρχουν μέσα στο σύστημα των πραγμάτων προκαταβολικά, οι σχέσεις τους με τα πράγματα είναι άρρηκτες και δεδομένες, είναι οι φορείς της εξόντωσης της διαφορετικότητας. Στην αναγνωρίσιμη, αν και απατηλή, όψη των πράγματων προστίθενται ρόλοι έκπληξη: και συνήθως αυτοί είναι ρόλοι εφήβων ή αιώνια εφήβων, ανθρώπων που βρίσκονται στην ανάγκη μεγάλων αποφάσεων.  Η πλαστή εικόνα ότι τα πράγματα κυλούν υπό μια ομαλότητα, καταρρίφθηκε, η εικόνα ότι οι άνθρωποι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, ενώ κάνουν ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει το είδος μας, είναι οι ήρωες των έργων του, όλοι τους αντιήρωες…

Η Νίκη στο Τυφλό σημείο, υπάλληλος στην τράπεζα, αρνείται να συνδεθεί με το θάνατο του άλλου, αναλώνεται σε ένα αέναο, ψυχρό, τυφλό πένθος, στην άρνηση του θανάτου ως μόνιμη επιβεβαίωση της απώλειας, σε ένα τυφλό σημείο της ύπαρξης , στον τυφλό Εαυτό μας, αυτόν που τον βλέπουν όλοι οι άλλοι αλλά όχι εμείς. Ο Wolfgang, στο ομώνυμο έργο,(1), ανίκανος να διαχειριστεί τον έρωτα, διαλέγει το σκοτεινό μονοπάτι του μοναχικού λύκου, αντιμετωπίζει τον έρωτα ως λεία, φυλάει για το μέλλον, ό,τι δεν μπορεί να γευτεί ακόμα… Το τέλος της αγάπης,  η  αδυναμία να χειριστεί τον έρωτα,  οδηγεί στην παράδοξη διαπίστωση ότι η ελευθερία ξεκινά από τότε που παραδέχεσαι ότι ο έρωτας θα παραμείνει ουτοπία, και έτσι συμφιλιώνεσαι με την ιδέα του θανάτου, αλλά και την εμμονική  άρνησή του. Η Βοηθός στην Κωλοδουλειά–  επιδιώκει τη σιωπή, ως φυσική κατάληξη, ως το τέλος του θορύβου, δηλώνοντας την άρνησή της σε έναν κόσμο θορυβώδη , γρήγορο, και όσο πιο γρήγορο τόσο πιο βρώμικο, στον οποίο το εμετικό ανθρώπινο είδος θα τα φάει όλα προκειμένου να επιβιώσει. Και αυτή, ως αναγκαίος ενδιάμεσος, ως υπάλληλος της παραγωγής του ανθρώπινου οχετού, έχει μάθει να δίνει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό για να γίνει τροφή. Μαζική εστίαση, απληστία, η κατακυρίευση του άλλου, η συνεχής υπενθύμιση του θανάτου, όπου τρως για να πεθάνεις όχι για να ζήσεις, είναι για τη Βοηθό η μεγαλύτερη απόδειξη της απόλυτής μας θνητότητας. Η τροφή είναι η αιτία για να πεθάνουμε, το ιδανικό θα ήταν να τρεφόμαστε με τον αέρα, με τις ιδέες,  να περάσουμε σε μια ανώτερη φόρμα ζωής, να πάψουμε να είμαστε ακόμα αυτή η χυδαία εκδοχή του ανθρώπου, που σφάζουμε για να ζήσουμε. Το Αγόρι στο Vitrioli («Visita Interiora Terrae Rectificando Invenies Occultum Lapidem». V-I-T-R-I-O-L «Επισκέψου το εσωτερικό της γης, επανορθώνοντας θα βρεις την κρυμμένη λίθο») είναι ο ίδιος το οξύ που διαβρώνει και έτσι αντιλαμβανόμαστε τη ζωή. Το αγόρι, έφηβος και ήδη σε άρνηση να ζήσει σε αυτόν το κόσμο, σιγά σιγά αναχωρεί, γίνεται ο ίδιος απών, εξαφανίζεται, διακόπτει τη σχέση  του με την πραγματικότητα, αρνείται την τροφή, τη δουλειά, τη συναναστροφή, αρνείται να γίνει μέρος της κοινωνίας, γίνεται ο θάνατος, έρχεται ως θάνατος… Λίγα χρόνια μετά την έγκλειστη Φαμπιέν, ορμητική πλευρά της γήινης ζωής αλλά πάντα όμηρο του Wolfgang, η νεότητα έχει μάθει να επιτίθεται παθητικά. Από το ‘μακάρι να πέθαινες΄της Φαμπιέν στον δήμιό της, στο   ΄δεν  με νοιάζει , ότι νά΄ναι, ΄που απευθύνει ως τελευταία επιθυμία το αγόρι στο Vitrioli.  Στο έργο Μετατόπιση προς το ερυθρό (όρος της αστρονομίας: το τεμκμήριο της συνεχούς διαστολής του σύμπαντος) , όλα τα θραυσματικά δραματικά πρόσωπα του έργου, συνθέτουν την γενική θέση του: την διαπίστωση ότι ο κόσμος απομακρύνεται από αυτό που αναγνωρίζει ως οικείο κόσμο, και την διατυπωμένη ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος θα καταστραφεί, θα γεννηθεί κάτι που θα αποσυνθέσει ό,τι υπάρχει,  εμείς θα φάμε τα σκατά μας- κυριολεκτικά-, ο αυτοκανιβαλισμός θα μας τελειώσει και έτσι θα έρθει κάτι άλλο. 
Το παράσιτο του πλανήτη είναι οι άνθρωποι, δεν είναι η κιβωτός ο άνθρωπος που θα σώσει το μέλλον, αλλά αυτό από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί το σύμπαν.

Είναι διάχυτη η σκέψη, μέσα στα έργα του Γιάννη Μαυριτσάκη ότι ο άνθρωπος που τροφοδοτείται με ψεύτικες ελπίδες, αποθαρρύνεται. Ότι, όσο και να το αποφεύγει κανείς, θα του αποκαλυφθεί οπωσδήποτε η ζοφερή πραγματικότητα.  Μπορεί να το συνειδητοποιήσεις και να αντισταθείς, να αφήσεις να διαταραχθεί η τάξη. Μόνο τότε μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα. Και όσο και αν η σκέψη φαίνεται αισχατολογική, εμπεριέχει μια βαθιά ελπίδα για την δυνατότητα του ανθρώπου, μια τρυφερή ματιά στην ανθρωπότητα, στα όρια της στοργής.

Η αισθητική ικανοποίηση που δημιουργεί στον θεατή η γλώσσα των έργων του, μεγαλώνει την απόσταση που χρειάζεται για να παρατηρήσει την ανάπτυξη του θέματος, να λειτουργήσει η κατανόηση πέρα από το θέμα και το ύφος, να ενδώσει ο θεατής στην γοητεία της άναρχης και ελεύθερης διαχείρισης της δομής των σκηνών, που αποτελεί τελικά την μεγαλύτερη δραματουργική δύναμη των έργων του. 

Τα έργα του Γιάννη Μαυριτσάκη έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμάνικα), έχουν παρουσιαστεί σε αναλόγια ή ως ολοκληρωμένες παραστάσεις στην Ευρώπη και την Αμερική, έχουν λάβει διακρίσεις και βραβεία. Αλλά, πέρα και μαζί με όλα αυτά ακουμπούν πάνω στις ψυχές των θεατών, όπου και αν βρίσκονται. Γιατί αυτά τα έργα «μιλάνε» στο κοινό; Πιθανώς γιατί αναφέρονται στο τέλος των πραγμάτων, όπως τα έργα της αρχαίας τραγωδίας.  Στα έργα του Μαυριτσάκη οι άνθρωποι βρίσκονται στο επιμύθιο της ιστορίας τους, στην ώρα που βιώνονται οι συνέπειες των πράξεων, στη μη αναστρέψιμη πλευρά των πραγμάτων…ή αλλιώς, στην πραγματικότητα των ζοφερών μας ημερών. 

(1) Το έργο εμπνέεται το πραγματικό γεγονός του 2006 που αφορούσε την απαγωγή και κράτηση ενός δεκάχρονου κοριτσιού, επί οκτώ χρόνια, από ένα 36χρονο Αυστριακό. 

Μετάβαση στο περιεχόμενο