Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗ

Συντάκτης: Κυριακή Πετράκου
Συγγραφέας: Χρύσα Σπηλιώτη

Η Χρύσα Σπηλιώτη, ηθοποιός, δραματική συγγραφέας και σκηνοθέτρια, είναι η «νέα γυναίκα» του θεάτρου, δημιουργός όσο και ερμηνεύτρια: γνωρίζει την τέχνη της σε βάθος και επιβάλλει τη δική της οπτική δραματουργικά και παραστασιακά.  Εμφανίσθηκε ως θεατρική συγγραφέας με το Ποιος ανακάλυψε την Αμερική (1997). Τα δραματικά πρόσωπα είναι δύο εξαδέλφες-στενές φίλες. Μέσα από την δια βίου σχέση φιλίας και ανταγωνισμού μεταξύ τους διερευνάται η προσπάθεια των σύγχρονων (δεύτερο μισό του 20ού αι. όπως φαίνεται από τις κειμενικές υποδηλώσεις) Ελληνίδων γυναικών να χειραφετηθούν και να απαλλαγούν από τους ανασταλτικούς μηχανισμούς της παραδοσιακής ανατροφής τους. Σπουδάζουν, προσπαθούν να εργαστούν και να απελευθερωθούν, συμμετέχουν σε πολιτικές δράσεις. Στη διάρκεια της ζωής τους παραπαίουν ανάμεσα στον παραδοσιακό και τον σύγχρονο ρόλο. Η μία παγιδεύεται από την εγκυμοσύνη και τον πρώιμο γάμο, η άλλη ανεξαρτητοποιείται, αλλά και οι δύο ερωτεύονται και ζουν διαδοχικά με τον ίδιο άντρα, νεανικό τους έρωτα. Όπως το θέτει η Καίτη, «Θέλω να βγάλω λεφτά, να υπολογίζουν την προσωπικότητά μου, να εκτιμούν το μυαλό μου» (σ. 32). Είναι όμως νοικοκυρά απογοητευμένη, ενώ η εξαδέλφη στέλεχος επιχείρησης απογοητευμένο. Δεν κερδίζουν ακριβώς ούτε χάνουν – ισοζύγιο. Ο μόνος (ασταθής αλλά τελικά μόνιμος) άξονας της ύπαρξής τους ήταν η μεταξύ τους αλληλεγγύη (σε ανάμειξη με μια γερή δόση προδοσίας). To έργο αυτό υπήρξε μεγάλη επιτυχία: παίζεται σχεδόν κάθε χρόνο σε διαφορετικές παραγωγές στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αγγίζει ένα επίμαχο σύγχρονο θέμα, το οποίο εμφανίζεται στο νεοελληνικό θέατρο από τις αρχές του 20ού αιώνα με ένα μεγάλο κενό τεσσάρων περίπου δεκαετιών μεταπολεμικά (όταν η γυναίκα απέκτησε δικαίωμα ψήφου και βγήκε συστηματικά στις σπουδές και στην αγορά εργασίας σχεδόν εξαφανίστηκε ο νέος αυτός τύπος της από το νεοελληνικό θέατρο). Καθαρά θεατρικές αρετές του είναι η σφιχτή δομή, ο ψυχολογημένος και ταυτόχρονα πνευματώδης διάλογος, οι αβανταδόρικοι ρόλοι και η οικονομική παραγωγή. που το καθιστούν προφανώς δημοφιλές στους ανθρώπους του θεάτρου όσο και στο κοινό.

Το επόμενο, το  Σκοτσέζικο ντους, εξερευνά τη ζωή του θεάτρου με ύφος μοντέρνα φαρσικό: ένας θίασος ανεβάζει τη Λυσιστράτη. Φυσικά κυριαρχεί ο άντρας σκηνοθέτης, ο οποίος εντοπίζει το θέμα στον πόλεμο των δύο φύλων και χαρακτηρίζει το δραματικό πρόσωπο Λυσιστράτη ως την πρώτη φεμινίστρια της ιστορίας. Διευκρινίζει επίσης ότι η εποχή του Αριστοφάνη ιστορικά είναι πιο κοντά στη μητριαρχία από την πατριαρχία, κατά Ένγκελς και Μαρξ. Έχει ερωτικές σχέσεις με κάποιες από τις ηθοποιούς, οι οποίες μεταξύ τους είναι αναπόφευκτα ανταγωνιστικές και γενικά παραπονιούνται ότι στον έρωτα είναι μονίμως οι χαμένες, παρότι είναι δυσδιάκριτο αν δέχονται το σεξ για ιδιοτελείς λόγους ή μαγεμένες από το κύρος του.

Το Αγκα-φι και σφι είναι μια τρόπον τινά «οικογενειακή κωμωδία», με παραδοσιακές σχέσεις. Οι γυναίκες είναι απελευθερωμένες μόνο ερωτικά, ακόμα και διαδικτυακό σεξ κάνουν,  παρότι πέφτουν συχνά στην παγίδα της επιθυμίας σχέσης. Το θέμα σπουδές, επάγγελμα και προσωπικά σχέδια και στόχοι τους είναι μάλλον άγνωστο, αλλά εντούτοις ο θεσμός της οικογένειας έχει γίνει παρωδία. Στο Φωτιά και νερό (2007)  γίνεται μια εσωτερική τομή στις σχέσεις Ελλήνων-μεταναστών σε ρεαλιστικό ύφος και κάπως παράλογη υπόθεση, όχι όμως και ανήκουστη. Δύο πρόσφυγες, ένας Ιρακινός δάσκαλος που έχασε την οικογένειά του στον πόλεμο και μια Ιρανή που δραπέτευσε για να γλιτώσει από την κακοποίηση του άντρα της και του συστήματος αφήνοντας πίσω τα παιδιά της, ζουν την άθλια και περιθωριακή ζωή τους κυνηγημένοι από τα φαντάσματα του παρελθόντος και την καχυποψία από την κοινωνία της χώρας που κατέφυγαν, μη κατονομαζόμενης αλλά που φαίνεται  να είναι η Ελλάδα. Ο άντρας αιχμαλωτίζει έναν υπάλληλο του ταχυδρομείου που έφτασε κατά λάθος στην πόρτα και προσπαθεί να τον μυήσει με εξαναγκασμό στην ισλαμική κουλτούρα. Και ο «Ξένος» φέρει τραύματα οικογενειακής σωματικής και ψυχολογικής βίας, κρυμμένης πίσω από τη λεία επιφάνεια της κοινωνικής ζωής. Παρόλη την ανθρωπιά και τον πόνο που αποκαλύπτουν συγκρουόμενοι και πίνοντας, όταν ο Ξένος ερωτεύεται την Ιρανή ο σεξισμός βγαίνει στην επιφάνεια: σχεδόν συμμαχούν στην εχθρότητα εναντίον της και την παίζουν στο σκάκι. Αυτή τους εγκαταλείπει απελπισμένη. Οι κολασμένοι της γης αδυνατούν να δουν το μόνο φως της ζωής τους. Στο Ποιος κοιμάται απόψε; (2012) το οποίο χαρακτηρίζει «κωμωδία» σαρκαστικά η συγγραφέας, γραμμένο σε αποσπασματικές σκηνές που συνθέτουν τρεις δραματουργικούς άξονες, προσπάθησε να συμπεριλάβει καταδηλωτικά τη σύγχρονη Ελλάδα στην περίοδο της κρίσης. Ειδικά την Αθήνα, γεμάτη άστεγους, τρελούς και ναρκομανείς συν επιχειρηματίες, υπαλλήλους, εύπορους, μωρά, νέους ώριμους και γέρους. Οι σκηνές διαδοχικά απεικονίζουν τους παράλληλους κόσμους: του περιθωρίου με την εξαθλίωση, την κοινωνική οργή και παραφροσύνη, των επιχειρήσεων με τον κυνισμό και τα αμείλικτα συμφέροντα, των βολεμένων μικρομεσαίων. Πρόκειται βέβαια για έργο κοινωνικής καταγγελίας με αντιπροσωπευτικές συμβολικές φιγούρες και κείμενο στη νεοελληνική αργκό με τις βωμολοχίες  διανθισμένες με στίχους του Παλαμά, του Σολωμού αλλά και του Μπρεχτ.  Ομοίως στο Μάτι της τίγρης, με ακαθόριστο θεατρικό χρόνο, μελλοντικό ή παρόντα και χώρο μια πόλη (σύγχρονες υποδηλώσεις: ένα μαγαζί από  αυτά που ξεφύτρωσαν παντού τελευταία για αγορά χρυσού), μαύροι που υφίστανται τον ρατσιστικό διωγμό. Καθημερινή γλώσσα, σύγχρονη νεοελληνική αργκό της σχολής του Ποντίκα και του Διαλεγμένου, όπως και η σεξουαλικότητα: σεξ εντός των πλαισίων επαγγελματικών συναλλαγών με λίγο αισθησιασμό και καθόλου ερωτισμό, άντρες που προσπαθούν να κυριαρχήσουν γυναίκες ικανότερες από αυτούς, γυναίκες όμως που χρειάζονται τους άντρες και τους δέχονται όπως είναι. Ένας από αυτούς είναι φασιστόμουτρο και ανήκει σε έναν «Ιερό Λόχο» που σκοτώνει μαύρους με βασανιστήρια, εμπνευσμένος από την αρχαία Ελλάδα και τους μύθους της, προφανείς υποδηλώσεις για ένα σύγχρονο πολιτικό κόμμα και ορισμένους πολιτικούς.

Το Με διαφορά στήθους είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας, που, μέσα από την δύσκολη πορεία της θεραπείας μιας βαριάς ασθένειας κατορθώνει να ξεπεράσει τα εμπόδια που της έβαζε και εξακολουθεί να της βάζει το περιβάλλον της, οικογενειακό και κοινωνικό, ανακαλύπτει τον εαυτό της και το συγγραφικό ταλέντο της με επιτυχία. Στις Πόρτες, μια σύγχρονη γυναίκα, επιτυχημένη επιχειρηματίας και αυτόνομη, καταφεύγει στον ψυχίατρο-ψυχαναλυτή αν και γεμάτη δυσπιστία για τη μέθοδό του, για να την βοηθήσει να αντιμετωπίσει ένα μικρό σύμπτωμα: μια δυσκολία στο να περάσει μέσα από πόρτες. Όμως το πέρασμα της πόρτας είναι εκ των ων ουκ άνευ στη ζωή. Οι συνεδρίες, με τεχνική flash-back, αποκαλύπτουν την ψυχοπαθολογία μιας «κανονικής» οικογένειας, που περιλαμβάνει και τον βιασμό της ασθενούς ως παιδιού από τον παππού της. Η ασθενής εν τέλει αμφισβητεί την εγκυρότητα της αποκάλυψης και της θεραπευτικής μεθόδου, θεωρεί ότι ο ψυχαναλυτής ευθύνεται για δημιουργία πλαστών αναμνήσεων των τραυματικών βιωμάτων και αποφασίζει ότι δεν έχει πρόβλημα.  Η αλήθεια παραμένει φευγαλέα και το σύμπτωμα εξαφανίζεται, αλλά ενδεχομένως προσωρινά: η ψυχή δεν γιατρεύεται εύκολα, ίσως ποτέ.

Υπάρχει και ένα ενδιαφέρον έργο για εφήβους ή μεγαλύτερα παιδιά: Η αληθινή σου ιστορία, επεξεργασία ενός παλαιότερου έργου της για ενηλίκους (Το ταξίδι). Βασισμένο στις ιστορίες του Λουκιανού, συνδυάζει την φαντασία του αρχαίου συγγραφέα με τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες και έχει την απαραίτητη για το παιδικό-νεανικό θέατρο διδακτική διάσταση, εν προκειμένω την ελευθερία του πνεύματος αλλά και την αξία της αγάπης και της συντροφικότητας.

Τα έργα της  Σπηλιώτη, διαφέροντας βέβαια το ένα από το άλλο τόσο θεματικά όσο και στη δραματουργική τεχνική, εντάσσονται σε κύριο ρεύμα της νεοελληνικής δραματουργίας που θα μπορούσε να ονομαστεί «μεταρεαλισμός» προκειμένου για τόσο σύγχρονα έργα σε εποχή όπου όλα ονομάζονται μετα-, με ελεύθερη κίνηση στον χρόνο και στο υποσυνείδητο και με φλας-μπακ που είναι πλέον συνήθης τεχνική στο σύγχρονο θέατρο. Από το πρώτο κιόλας η κοινωνική διάσταση παρενέβαινε στις επιλογές των ηρωίδων της, αν και η εμβάθυνση πήγαινε στην ψυχολογία και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Στα επόμενα κυριαρχεί το χιούμορ και η σάτιρα, με εξερεύνηση και πάλι του μικρόκοσμου του θεάτρου και της αστικής οικογένειας.

Από το Φωτιά και νερό και εξής, τα σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα κυριαρχούν επί των ρόλων, που γίνονται περισσότεροι, πιο αντιπροσωπευτικοί και συμβολικοί, τα έργα καταγγελίες και σκληρότερα αλλά εκ του θέματος και όχι από τη συγγραφική πρόθεση. Η ανθρωπιά πάντα υποφώσκει, αλλά συχνά καλύπτεται και συντρίβεται μέσα στην πλοκή και τη λύση, όπως άλλωστε και στην πραγματικότητα. Είναι «έργα με θέση» και εμφανή την πρόθεση να παρακινήσουν το κοινό να συνειδητοποιήσει το δράμα του σύγχρονου κόσμου και ίσως να προσπαθήσει να κάνει τη διαφορά έστω και «εις μικρόν γενναίοι», όπως είπε και ο ποιητής. Και η στροφή στο εφηβικό θέατρο ενδεχομένως στην ανθρωπιστική αυτή διάσταση οφείλεται, καθώς τα νεαρά άτομα είναι πλέον δεκτικά και εύπλαστα.

Η πορεία της είναι άκρως ενδιαφέρουσα όπως και το ταλέντο της, αλλά φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει πόρισμα: έχει ακόμα μακρύ δρόμο μπροστά της «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». 

Μετάβαση στο περιεχόμενο