Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΛΕΞΗ

Συντάκτης: Σμαρώ Κώτσια
Συγγραφέας: Μαρία Παπαλέξη

Η Μαρία Παπαλέξη, θεατρολόγος με πείρα στην αγωγή του λόγου και στο θεατρικό παιχνίδι, ασχολείται από το 2008 με αυτή τη ξεχωριστή μορφή θεάτρου για παιδιά και νέους. Με την ιδιαίτερη προσωπική της γραφή καταθέτει το δικό της στίγμα σε αυτόν το χώρο ως μορφή «διαπαιδαγώγησης» αποφεύγοντας επιδέξια τον διδακτισμό, ενεργοποιώντας τη φαντασία των παιδιών – θεατών, προκαλώντας ταυτόχρονα τη συμμετοχή τους.

Στο μέχρι τώρα έργο της – έξι θεατρικά έργα – διαπιστώνει κανείς κοινά χαρακτηριστικά ως προς την προέλευση των θεμάτων, τις αφηγηματικές δομές των κειμένων, τις υφολογικές αναζητήσεις και τις παραστασιακές τεχνικές. Κύρια πηγή έμπνευσης αποτελεί η απέραντη δεξαμενή της λαϊκής μας παράδοσης σε όλες τις εκφάνσεις της –παραλογές, παραμύθια, λαϊκές αφηγήσεις, παραδοσιακά τραγούδια, θρύλοι, λαϊκά δρώμενα, παιγνιδοτράγουδα- εμπλουτισμένη με στοιχεία από τους αρχαιοελληνικούς μύθους, τη σφαίρα της φαντασίας και τον μαγικό κόσμο των ονείρων. Η αξιοποίηση των τεχνικών της εμψύχωσης από το Θέατρο Σκιών και το Κουκλοθέατρο, η διαδραστική σχέση ηθοποιών και κοινού, οι συνέργειες του θεάτρου με άλλες τέχνες και η ενσωμάτωση του υπερβατικού και του παράδοξου στην πραγματικότητα, πυροδοτούν την εξέλιξη της δράσης στα έργα της και εξάπτουν τη φαντασία μικρών και μεγάλων θεατών. Μια πιο ουσιαστική προσέγγιση των έργων, μας οδηγεί σε μια κατηγοριοποίηση αυτών ως προς την πρόσληψή τους. Ανάλογα με το περιεχόμενο, το ύφος και τον τρόπο σύνθεσης των έργων προσδιορίζεται και ο αποδέκτης τους. Με αυτό το σκεπτικό τα έργα της απευθύνονται σε ενήλικο και εφηβικό κοινό και σε μικρά και μεγάλα παιδιά, όπως άλλωστε και η ίδια προτείνει.

Στην κατηγορία του θεάτρου για ενήλικο και εφηβικό κοινό ανήκει το πρώτο έργο της Ήθελα να σ’ αντάμωνα (2008), με υπότιτλο «Μια θεατρική ιστορία για τρεις ηθοποιούς και πολλά τραγούδια». Σε αυτό συναντάμε τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής της, τα οποία αναπτύσσει και εξελίσσει στα επόμενα έργα της. Στο έργο κυριαρχεί το μοτίβο του ταξιδιού, ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία των παραμυθιών, της λαϊκής αφήγησης και του θεάτρου για παιδιά. Το ταξίδι του Κωνσταντή, κεντρικού ήρωα στο έργο, – άμεση παραπομπή στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» – είναι διττό: από τον θάνατο στη ζωή και αυτό που αναδύεται μέσα από τις αναμνήσεις του. Το οδοιπορικό του γυρολόγου μουσικού Κωνσταντή, η περιπλάνησή του στον κόσμο για να λησμονήσει το χαμό της γυναίκας του. Η πολυμορφία των τραγουδιών (μοιρολόγια, προσφυγικοί αμανέδες, αναστάσιμα κάλαντα, γαμήλια, επιτραπέζια και νησιώτικα τραγούδια, προερχόμενα από κάθε γωνία της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας) αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα αισθητικά στοιχεία του έργου. Οι μελωδίες και τα τραγούδια χρησιμοποιούνται στη δραματική λειτουργία για να προσδώσουν μια πλούσια ρυθμική ποικιλία και να γίνουν μέρος της δράσης σχολιάζοντας τη σταδιακή μετάβαση του Κωνσταντή από τον Κάτω Κόσμο στη ζωή με οδηγό τη μνήμη, σταματώντας σε σημαντικούς σταθμούς της ζωής του. Κάθε φάση της αντίστροφης πορείας-ταξίδι κλείνει με μια μουσική ή ένα τραγούδι «κλειδί» που «ξεκλειδώνει» την επόμενη θύμηση δημιουργώντας ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που οδηγεί τον ήρωα ολοένα πιο βαθιά στην καταβύθισή του μέχρι την επιστροφή στη μήτρα. Στο έργο ενσωματώνονται πολλά παραδοσιακά δρώμενα σχετικά με τα έθιμα του γάμου, της βάπτισης, διαφόρων γιορτών, στα οποία οι θεατές καλούνται να συμμετάσχουν ενδυναμώνοντας τη ζωντανή επικοινωνία. Το κείμενο είναι περίτεχνα δομημένο προσφέροντας πολλές δυνατότητες διαχείρισης στον σκηνοθέτη. Η έντονη χρήση της μουσικής και των τραγουδιών δίνουν στην παράσταση το ύφος του μουσικού έργου.

Στο τέταρτο έργο της (ένα έργο για εφηβικό κοινό), το Ζωγράφισέ το, με υπότιτλο «μια σύντομη θεατρική πράξη» (2012), το μόνο που δεν έχει ακόμα παρασταθεί και μορφολογικά διαφέρει από τα άλλα στην απουσία τραγουδιών, η συγγραφέας διαχειρίζεται το μοτίβο του ταξιδιού ως πορεία ηρώων από την εφηβεία στην ωριμότητα και συνδιαλέγεται με πρωτοτυπία και ευρηματικότητα με την τέχνη της ζωγραφικής. Ένας τεράστιος αόρατος πίνακας προσφέρει τον καμβά – μαγικό χώρο για μια περιδιάβαση – ταξίδι στο παρελθόν και στο μέλλον. Το παραμυθικό  στοιχείο του μαγικού  αναδύεται μέσα από τη ζωγραφική και εξάπτει τη φαντασία των θεατών. Οι ήρωες ξεκινούν στην ηλικία της νιότης (αγόρι-κορίτσι) και μέσα από μια σειρά παρεμβάσεων αλλάζουν συνεχώς τον πίνακα – το τοπίο της ζωής τους- όχι πάντα προς το καλύτερο για να εμφανιστούν στο τέλος του έργου μεγάλοι πια, άνδρας-γυναίκα. Η πολυλειτουργικότητα του σκηνικού χώρου δίνει πολλές δυνατότητες σε σκηνοθετικές λύσεις, σε ευφάνταστη κινησιολογία και στην ερμηνεία των ηθοποιών.

Στο θέατρο για παιδιά ανήκουν το δεύτερο έργο της Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι (2010), καθώς και το πέμπτο και το έκτο έργο της (2013), Μ’ ένα σπυρί σιτάρι και Ξημερώνει. Το πρώτο, Μαλαματένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι, παρουσιάζεται σε μορφή μονολόγου πλημμυρισμένο με ζωντανή μουσική. Η αφηγήτρια-Ρηνιώ ως Παραμυθάς Αφηγητής κοιμίζει το μωρό της «υφαίνοντας» ένα νανούρισμα-παραμύθι εμπλουτισμένο με στοιχεία από αρχαιοελληνικούς μύθους, λαϊκές αφηγήσεις, τραγούδια του αργαλειού, νανουρίσματα και παιχνιδοτράγουδα. Η αφηγήτρια-Ρηνιώ μετέχει ως πρόσωπο εντός και εκτός της δραματικής αφήγησης εξιστορώντας τη ζωή της ή «πλέκοντας» με περισσή φαντασία ένα παραμύθι μαζί με τα υφαντά της, αναπαράγοντας την έναρξη της παραμυθικής αφήγησης «Μια φορά κι έναν καιρό». Δυο είναι τα βασικά μοτίβα: το ταξίδι και τα τραγούδια. Το μοτίβο του ταξιδιού- η πορεία της ζωής της Ρηνιώς, (γέννηση, γάμος, η πολιτεία, επιστροφή στο πατρικό, γυρισμός στην πολιτεία, γέννηση της κόρης της) προωθεί την εξέλιξη της πλοκής του έργου και σηματοδοτεί την πορεία προς την ωριμότητά της. Τα τραγούδια αποτελούν τους αρμούς της δομής του έργου, βοηθούν στην μετάβαση από το ένα επεισόδιο στο άλλο και στον σχολιασμό της Ρηνιώς ως δραματικό πρόσωπο. Στόχος της αφηγήτριας είναι να εξοικειώσει τα παιδιά με την τέχνη του αργαλειού, μια τέχνη ξεχασμένη σήμερα, δείχνοντας και εξηγώντας στα παιδιά τα εργαλεία του. Συνδέει έτσι το άχρονο παρελθόν με το παρόν με «ένα μουσικό παραμύθι από κλωστή». Στο τέλος η αφηγήτρια καλεί τα παιδιά σ’ ένα εργαστήρι γνωριμίας με την τέχνη του αργαλειού που παραπέμπει περισσότερο σε ένα ευχάριστο happening παρά σε μια βαρετή μορφή «διδασκαλίας», μια ευχάριστη και δημιουργική διαδραστική σχέση ηθοποιού και παιδιών.

Στο Μ’ ένα σπυρί σιτάρι πηγή έμπνευσης είναι ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης που δίνει την ευκαιρία να παρουσιαστούν οι εποχές, η καλλιέργεια των σπαρτών, η μαγική μετάλλαξη του σπόρου μέχρι την συγκομιδή των καρπών. Το μοτίβο του ταξιδιού επανέρχεται εμπλουτισμένο και επανασηματοδοτείται, ως ταξίδι στο μύθο και πρόταση γνωριμίας και επικοινωνίας των παιδιών με την μυθολογία, ως περιπλάνηση της Δήμητρας σε αναζήτηση της Περσεφόνης, ως ταξίδι στο χρόνο με συνέπεια την ωρίμανση κάθε ζωντανού οργανισμού πάνω στη γη και τέλος ως ταξίδι γνωριμίας των παιδιών των σύγχρονων πόλεων με τις αγροτικές δουλειές, το ζύμωμα του ψωμιού, το έθιμο της κουλούρας του γάμου και την ερμηνεία λέξεων της καθημερινής αγροτικής ζωής. Η αφηγήτρια-Ανθή μετέχει ενεργά εντός της δραματικής αφήγησης άλλοτε συνομιλώντας με τον μουσικό, άλλοτε παίρνοντας την περσόνα της θεάς Δήμητρας, άλλοτε χαρίζοντας τη φωνή της στην κούκλα-Ίριδα που η ίδια κινεί και άλλοτε με την τεχνική «θέατρο μέσα στο θέατρο», χρησιμοποιώντας ένα ανοιγμένο φύλλο από ζυμάρι, δημιουργεί, μπροστά στα μάτια των παιδιών, ένα υποτυπώδες θέατρο σκιών για να αφηγηθεί την ιστορία ενός θαυματουργού σπόρου σιταριού. Τα μουσικά μοτίβα, τα τραγούδια, οι ιστορίες, τα παιχνίδια δομούν σταδιακά την παράλληλη διαδρομή προς την ανάπτυξη-ωρίμανση του μικρού φυτού και της αφηγήτριας, η οποία στην αρχή του έργου εμφανίζεται σαν ένα κορίτσι 12 χρονών, μετά γίνεται 25 χρονών και στο τέλος, όταν έχει φουσκώσει το ζυμάρι έτοιμο να γίνει ψωμί, είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα γύρω στα 65. Στο «πανηγύρι» των τραγουδιών και των δραστηριοτήτων, η αφηγήτρια και ο μουσικός καλούν τα παιδιά να πάρουν μέρος ως μάρτυρες μιας ζωντανής τελετουργίας.

Στο έργο Ξημερώνει το θέμα αντλείται από τους μύθους του Αισώπου. Πρόκειται για μια ονειρική περιπλάνηση ενός μικρού σκίουρου και τις περιπέτειές του στο σκοτεινό δάσος. Το παραμυθικό στοιχείο του ταξιδιού διατρέχει το περιπετειώδες όνειρο – περιπλάνηση του σκίουρου καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας μέχρι να ξημερώσει. Όλοι οι ήρωες είναι ζώα του δάσους, που με παιχνιδιάρικο λόγο και αυτοσχέδια χιουμοριστικά τραγούδια αποφορτίζουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του ονείρου και «μιλούν» στα παιδιά για τους κινδύνους του «άγνωστου», την πίστη, την αγάπη, την ελπίδα, την φιλία, την αλληλεγγύη χωρίς πρόθεση διδαχής αποπνέοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας.

Το τρίτο της έργο Μπουμπούκι τριαντάφυλλο (2011) απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Στο έργο κυριαρχεί η μορφή της έμμετρης έκφρασης. Ένα μεγάλο «ποίημα» με ποικίλες ομοιοκαταληξίες, δημιουργεί «ένα παραμύθι σαν τραγούδι» του οποίου οι στροφές αποτελούν τα διαλογικά μέρη του έργου. Το κείμενο δομείται, ως προς την μορφολογία, με στοιχεία από παιδικά τραγούδια, τραγούδια που συνοδεύουν παιδικά παιχνίδια και χρησιμοποιούνται ρυθμοί της έντεχνης και της λαϊκής παιδικής ποίησης. Ο ρόλος του παραμυθά-αφηγητή είναι επιφορτισμένος με πολλαπλές δραστηριότητες τις οποίες οφείλει να «ενορχηστρώσει» με μαεστρία ως ένας χαρισματικός μάγος-αφηγητής. Μια γυναίκα ηθοποιός -ως αφηγήτρια  μετέχει εντός και εκτός της δραματικής αφήγησης υποδυόμενη πολλούς ρόλους (τριανταφυλλάκι, ποντίκι, αηδόνι κ.ά), χρησιμοποιώντας το κουκλοθέατρο, τη διάδραση και την εμψύχωση παιδιών και ενηλίκων σε ρόλους. Η ρυθμικότητα και η παιχνιδιάρικη διάθεση του λόγου γοητεύουν τους μικρούς θεατές και τους μυούν, χωρίς διδακτισμό, στο θαύμα της γονιμοποίησης των λουλουδιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την αγάπη για την φύση. Η συμμετοχή των παιδιών σε πολλές και ενδιαφέρουσες δραστηριότητες, τα ενεργοποιεί και συγχρόνως τα ψυχαγωγεί. Το έργο είναι προικισμένο μ’ ένα ιδιαίτερο ύφος που ενδυναμώνει την επικοινωνία του ηθοποιού με τους λιλιπούτειους θεατές και παρέχει πλήθος σκηνοθετικών και ερμηνευτικών προσεγγίσεων.

Η Μαρία Παπαλέξη, αναπτύσσοντας έναν εποικοδομητικό διάλογο με τη λαϊκή παράδοση, με μια σύγχρονη διαλεκτική, προσφέρει μια αίσθηση γιορτής στα παιδιά και τα καλεί να συμμετάσχουν σε «μια κυψέλη όπου αναπαράγεται παιδευτικό μέλι».

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο