Πρόκειται στα αλήθεια για την πιο σημαντική «οργισμένη» συγγραφέα της γενιάς της, για την αυθεντική εκπρόσωπο της ελληνικής «στα μούτρα μας» δραματουργίας; Μέχρι τώρα δεν έλειψαν από το θέατρό μας οι δραματουργοί που τα έβαλαν με τα κακώς κείμενα, ξεσκέπασαν και στηλίτευσαν το ψεύδος, αποτύπωσαν τα χάσκοντα μέλη, κατήγγειλαν την απάτη. Δεν γνωρίζω όμως άλλον πέραν αυτής που το έκανε πρόσφατα με τόση επιτυχία, τόση ευαισθησία και τόσο θράσος. Στα χέρια της Λένας Κιτσοπούλου το θέατρο δεν είναι παρά το εργαλείο της επαναστατημένης ευαισθησίας της, ατμός από την εξαέρωση απωθημένων που τινάζει το καπάκι της φόρμας.
Το θέατρο της Κιτσοπούλου ξεκινά από μια πολύ απλή αλήθεια. Πως οφείλει να ζει. Και να βλέπεται από ζώντες. Πως οφείλει γι’ αυτό ακριβώς να παραμένει παιγνιώδες και ανένταχτο. Να εναντιώνεται στη σοβαροφάνεια της «επιμελούς εργασίας», στο περισπούδαστο της «συγγραφικής αποστολής», στον αδήλωτο «ηρωισμό της γραφής». Να είναι όχι το κείμενο, αλλά η Παράβασή του.
Παράβαση πρώτα στη σοβαροφάνεια του λογοτεχνικού, συνεπούς και ιερού κανόνα. Με την Κιτσοπούλου βρισκόμαστε αναμφίβολα στην κατηγορία του αντι-λογοτεχνικού θεάτρου. Είναι το θέατρο που γεννά το κείμενο, όχι το αντίστροφο. Και είναι το θέατρο πάλι που ρουφά την πραγματικότητα και την επιστρέφει πίσω, καθαρμένη από τη συνήθεια και την οικειότητα, γυαλισμένη και κοφτερή, παράδοξη και ανοίκεια, όπως θα έπρεπε.
Και έπειτα Παράβαση στα ιερά και όσια της εθνικής ταυτότητας, στο τρίπτυχο «Πατρίδα, Θρησκεία κι Οικογένεια». Πάνω σε αυτά στηρίχτηκε το σημαντικότερο μέρος της παιδείας μας, η νοοτροπία και η κουλτούρα του ελληνικού κράτους. Εδώ στρέφεται η αιχμηρή σάτιρα της Κιτσοπούλου: Στην γκροτέσκο γραφή της Τιμής και στην Ν-εύρω-ση 2 στο κέντρο θέτει την ελληνική οικογένεια, που θεωρεί την ανατροφή του παιδιού της σαν μέρος της κοινωνικής της καταξίωσης. Στην Άουστρας ή την Αγριάδα, στο στόχαστρο μπαίνει μια παρέα αμαθών και ακαλλιέργητων νεοελλήνων, που θα σακατεύσουν το φιλοξενούμενό τους προκειμένου να του επιδείξουν τη ιθαγενή τους «ανωτερότητα». Πολύ πιο επεξεργασμένος στη δομή του, ο Αθανάσιος Διάκος ή η Επιστροφή επιχειρεί την αντιπαραβολή του ηρωικού ελληνικού παρελθόντος με την εκφυλιστική χρήση της εθνικής ιδιαιτερότητας. Και η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. είναι ο σπαρακτικός μονόλογος μιας γυναίκας που αδυνατεί να ζήσει τη χωρίς νόημα, ετεροκαθορισμένη και προκαθορισμένη ζωή της.
Ο τρόπος που η Κιτσοπούλου γράφει δεν είναι συμφιλιωτικός. Είναι πολεμικός. Το θέατρο της (η ίδια η λογοτεχνική της δημιουργία) ανήκει στο μεταμοντέρνο. Με μια όμως παρατήρηση: Η Κιτσοπούλου δεν είναι μεταμοντέρνα «από θέση». Είναι μεταμοντέρνα λόγω καταγωγής. Σαν Ελληνίδα της γενιάς της καταγράφει τη γύρω της παράλογη, αλλοπρόσαλλη κι ωστόσο υπαρκτή πραγματικότητα της χώρας, μια κοινωνική, ηθική και πολιτική κατάσταση που επιτρέπουν την απρόσμενη εναλλαγή, τη διαπίδυση του υψηλού στο ταπεινό, την εκλογίκευση του κιτς, τον εξωραϊσμό του εθνικού παραληρήματος και τη μαζική αποβλάκωση.
Ακόμα και στις άλλες θεατρικές δουλειές της, από τη μεριά της σκηνοθεσίας ή της μεταφοράς στη σκηνή των διηγημάτων της, η Κιτσοπούλου εμφανίζει την ίδια πάνω κάτω φιλοδοξία. Είναι η σκηνοθεσία της στο Χαίρε Νύμφη του Γρηγόρη Ξενόπουλου στο Θέατρο Τέχνης που προκαλεί αίσθηση όταν φανερώνει τα κρυμμένα σεξιστικά απωθημένα της αστικής δραματουργίας. Και ο Μουνής όταν ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (ανήκει στη σειρά διηγημάτων της με τον τίτλο Μεγάλοι δρόμοι), σοκάρει καθώς προβάλει την ενδοοικογειακή και διακοινωνική διαστροφή που εξυμνείται στις κλειστές, επαρχιακές κοινωνίες της βαθιάς Ελλάδας.
Υπάρχει σε όλα αυτά τα έργα κάποιος κοινός παρανομαστής; Ναι. Είναι η παρουσία της βίας. Βία μέσα στην οικογένεια και εντός της ανατροφής μας, βία μέσα στα ίδια τα πρότυπα με τα οποία το ελληνικό έθνος απόκτησε την ιδεολογηματική του υπόσταση. Άλλοτε με μορφή εξαναγκασμού κι άλλοτε με την μορφή ηρωικών συμβόλων, η νεοελληνική συνείδηση έχει διαβρωθεί από μια αόρατη, σιωπηρή, ασύνειδη, βία.
Αυτό είναι το πρώτο, το φανερό μέρος του έργου της. Για τους πιο ευαίσθητους δέκτες, υπάρχει ωστόσο ακόμα ένα, κρυμμένο. Είναι ένα παράπονο που αγγίζει όχι πια την εθνική ή τη συλλογική ταυτότητα, αλλά την προσωπική μας ύπαρξη. Είμαστε τόσο άγνωροι λοιπόν της βαθιάς μας ευαισθησίας; Είμαστε καταδικασμένοι να υπηρετούμε πάντα κάτι άλλο, ένα άλλο πρόσωπο από εκείνο που θα μας χάριζε την αξιοπρέπεια, τη χαρά και την ελευθερία;
Η Κιτσοπούλου δεν τίθεται λοιπόν μόνο εναντίον του ψέματος. Τίθεται και υπέρ της όποιας αλήθειας. Της φυσικής ζωής, της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Η ίδια αγαπάει το Ρεμπέτικο και ζει την ελευθερία ενός υπαρξιστή. Μέσα στη δράση και το έργο της φανερώνεται η θέληση που ζητά να προχωρήσει σε δημιουργία και δράση, χωρίς δεσμεύσεις ή επιταγές. Πιστεύω ότι είναι η ίδια αυτή θέληση που θα βρει στις ρίζες, πέρα από τα ζιζάνια και τις καρκινογενέσεις, κάτι το ζωογόνο και το εκφραστικό, κάτι που γνήσια συγκινεί και γνήσια ζει. Ίσως γι’ αυτό η Κιτσοπούλου στρέφεται τόσο συχνά στο λαϊκό τραγούδι, στον δεκαπεντασύλλαβο και στο στίχο. Είναι οι δικές της αναπνοές οξυγόνου κοντά στον λασπώδη βυθό…
Το ελληνικό θέατρο και η πολιτεία μας έχουν κερδίσει μία συγγραφέα και μία απεικόνιση: «Απολίτικη», όσο δεν εκφράζεται σε κανένα από τα λεγόμενα μεταπολιτευτικά ιδεολογήματα. «Άπιστη», όσο η πίστη συνοδεύεται από καθυπόταξη και εξομοίωση. «Θυμωμένη», όσο ο θυμός σημαίνει διάθεση για δημιουργία. Γεγονός είναι ότι η Κιτσοπούλου παραμένει «τίμια», όσο δεν κρύβεται πίσω από αλλότρια προσωπεία, κι όσο η ίδια επιμένει να συλλογιέται ελεύθερα και απροκάλυπτα.
Είναι αναμφίβολα ταλαντούχα η Λένα Κιτσοπούλου. Είναι τίμια. Και είναι ακόμα νέα. Έχουμε κάθε λόγο να ανυπομονούμε.