Η δραματουργία της Γλυκερίας Μπασδέκη

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης
Συγγραφέας: Γλυκερία Μπασδέκη

Σημειώνω τις δικές μου, βιαστικές σημειώσεις στο πλάι του βιογραφικού της Γλυκερίας Μπασδέκη:

Γεννήθηκε στην επαρχία./Ζει εκεί./Φιλόλογος σε γυμνάσιο στην Ξάνθη./Γράφει ποιήματα./Θυμάται τον Βόλο συχνά./Εμφανίζεται σχετικά αργά στα θεατρικά γράμματα./Γράφει έργα «κατόπιν παραγγελίας»./Έχει σταθερούς συνεργάτες και αγαπά σταθερά, παλιά κείμενα./ Θυμάται συχνά τη μητέρα της./Γράφει επίσης περίεργα νέο-χρονογραφήματα./Θυμάται τη λογοτεχνία./Ηθογραφεί στο περιβάλλον μιας γενικότερης ελληνικότητας./Θυμάται τη γυναίκα.

Είχα πάντα την εντύπωση ότι αυτά τα έργα από νοσταλγία ξεκινούν και με νοσταλγία πορεύονται. Συνηθίζουμε βέβαια να εννοούμε τη λέξη «μεταβατικά»: νοσταλγία για κάτι και για κάποιον. Κι ωστόσο, στην περίπτωση της Γλυκερίας Μπασδέκη, η ίδια νοσταλγία λειτουργεί και αμετάβατα. Κλίνεται στις λέξεις, χωρίς αντικείμενο. Κι έτσι, νιώθεται.

Ποια είναι αυτή η μεταβατική κι αμετάβατη νοσταλγία; Είναι βέβαια η κοινή νοσταλγία που διαρρέει τα κείμενα σαν διάθεση επιστροφής. Επιστροφή πρώτα από όλα στα οικεία πρόσωπα, που κρύβονται πίσω από τα πρόσωπα των κειμένων. Μια απούσα μητέρα, κάπου κρυμμένη. Πιο πίσω, ένας ανεπίδοτος έρωτας, ακόμα πιο πίσω ένας έρωτας ανέκφραστος. Ο τόπος των παιδικών παιχνιδιών. Η λέξη με το φορτίο του προσώπου που κάποτε την πρώτο-ξεστόμισε. Και τέλος τα πρόσωπα, σαν όλοι τους πεθαμένοι που επιστρέφουν για να συμπληρώσουν την παρουσία τους. Κάποιοι θα έλεγαν ότι ξεκινώ με μια «σκοτεινή» ανάλυση της Μπασδέκη. Δεν είναι όμως διόλου αυτό… Η θεατρική ποίηση της Μπασδέκη δεν είναι διόλου σκοτεινή.

Ίσως επειδή τα έργα της φωτίζονται ταυτόχρονα και από μια άλλη νοσταλγία: της παιδικής ηλικίας. Είναι ίσως η εικόνα ενός παιδικού τοπίου, κάποια ταινία σε καλοκαιρινό σινεμά, ένα ποίημα τσαλακωμένο και κλεισμένο στην εσωτερική τσέπη. Καθόλου τυχαία το θέατρο της Μπασδέκη συνδέθηκε, και μάλιστα με πνευματική κουμπαριά, με τις αναζητήσεις του σκηνοθέτη και εικαστικού Γιάννη Σκουρλέτη. Απέκτησαν κοινό χώρο και τοπίο, και οι δικές της λέξεις βρήκαν θέση πάνω σε ένα δικό του, ας πούμε, κρεβάτι, σε ένα αμπαζούρ, στη μνήμη του Τσαρούχη ή στη σκανταλιά του Εγγονόπουλου που ο Σκουρλέτης τοποθετεί στις παραδείσους του.

Να σταθούμε λοιπόν εδώ; Η δραματουργία της Μπασδέκη φιλιώνει με το θέατρο του Σκουρλέτη, αλλά μόνο εξ αγχιστείας. Δεν περιορίζεται σε αυτό. Προχωρώ στο πρώτο έργο της.

Στη «Στέλλα travel – η γη της απαγγελίας» η μνήμη επαναγράφεται σε ένα ηθογραφικό ρεμίξ από παλιές και σύγχρονες εικόνες, που συγκροτούν ένα ερωτικό και αμφίρροπο σύμπαν. Κυρίαρχη βέβαια μένει πάντα η ομορφιά, η απόλυτη και παράλογη δύναμη, αιτία και αποτέλεσμα της αμαρτίας. Ο έρωτας που κινεί τα πράγματα, εν απουσία άλλης θεϊκής παρέμβασης. Μια ανάσα από το κοινωνικό περιβάλλον του μακρινού εκείνου, μυθικού και αόρατου 1955, που μεταφέρεται στη γλώσσα και στο ήθος των προσώπων. Το κινηματογραφικό πλατό της αφελούς λαϊκής παιδικότητας, το πλατό εκείνης της άλλης και μίας «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη και της Μελίνας Μερκούρη, που κάνει τα πάντα υπερβολικά και μεγάλα, «εύκολα». Και πίσω από όλα μια αφηρημένη αίσθηση ματαιότητας, πικρή γνώση ότι όσα συνέβησαν δεν έρχονται πίσω, ακόμη και αν λάμπουν στον ορίζοντα της νεοελληνικής ταυτότητας μας. Όταν παρουσιάστηκε από τους bijoux de kant το 2013 (σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, με τους Λένα Δροσάκη, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Αινείας Τσαμάτης), το κοινό μπόρεσε να διακρίνει μια νέα γραφή που κι αν στηρίζεται σε πολλά, μένει μετέωρη, πετώντας πίσω της τη σκαλωσιά που έδωσε το πάτημα για να ανεβεί. Τόπος εδώ είναι ο τόπος της επαρχίας.

Είναι ακόμα πιο πίσω η νοσταλγία του μύθου. Όχι ενός μεγάλου μύθου, αλλά του μικρού μύθου που μάς συγκροτεί, μια (μ)ηθογραφία των μικρών πραγμάτων που απόκτησαν για εμάς σχέση με τον ρευστό, μεταφυσικό εαυτό μας. Τα περισσότερο πλάσματα της Μπασδέκη ανήκουν εδώ. Είναι πλάσματα μισοβαλμένα και δικά μας, μέσα στον μύθο της νεοελληνικότητας και στον αντίλαλο της γενιάς του ΄30. Ο δικός μας μύθος: η «Στέλλα» του Κακογιάννη, ο αναστεναγμός ενός ασπρόμαυρου κινηματογραφικού μελοδράματος, ο Χρηστομάνος, ο Κουν, ο Τσαρούχης και ο Τσιτσάνης. Αυτή είναι η έξω και η μέσα χώρα μας, η μέσα κι έξω πατρίδα μας. Αυτήν νοσταλγούμε, ακόμα και αν δεν τη γνωρίσαμε κατά βάθος ποτέ. Ακολουθεί το δεύτερο έργο της.

Στη «ΡΑΜΟΝΑ travel -η γη της καλοσύνης» μια γυναίκα επιστρέφει στον τόπο της. Είναι η Ραμόνα, η μεγάλη αδελφή που έρχεται να προφυλαχτεί στο σπίτι της μικρότερης, κουβαλώντας μαζί της το ιδίωμα της καταγωγής, εθνικής, ταξικής, πολιτισμικής. Η λαϊκή τραγουδίστρια σε σκυλάδικο της επαρχίας, που γιατροπόρεψε τον πόνο των επαρχιωτών με το λαϊκό μπάλσαμο της μητρικής ερωμένης. Είναι η Ραμόνα, χωρίς ηλικία, που κουβαλά μια ιθαγένεια, αυθεντική και φθαρμένη. Μια τσαλαπατημένη τραγουδίστρια, παρείσακτη στον σύγχρονο νεοελληνικό μύθο, – κι όμως ακόμα κραταιά και λαλούσα. Η αδελφή της η Στέλλα είναι παντρεμένη με τον Βούλγαρο Άλλον, τον Ζλατάν, σώμα αντρικό, ακατέργαστο και εδώδιμο.

Το έργο παρουσιάστηκε από τους bijoux de kant, το 2014 (σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λένα Δροσάκη, Δημήτρη Μοθωναίο, Κρις Ραντάνοφ & Βασίλη Ζιάκα (Ακορντεόν) με μεγάλη επιτυχία. Τοποθέτησε στη σκηνή την εικόνα μιας άλλης ηθογραφίας, περίεργης και ρέουσας, που μπορεί να αντλεί με την ίδια ευκολία από τις καταθέσεις της γενιάς του ’30, τη μεταπολεμική μυθοπλασία, μέχρι την σύγχρονη πραγματικότητα.

Το έργο ακολουθεί το θεατρικό «Λεωφορείο ο Πόθος» ή μάλλον μπαίνει οικειοθελώς στη μεταπολεμική σκιά του. Στο τέλος όμως, το αντρικό στοιχείο του είτε ελευθερώνεται και διαφεύγει (στην περίπτωση του Μάρκου), είτε τελετουργικά δένεται χειροπόδαρα και θυσιάζεται (στην περίπτωση του Ζλάταν). Η Γυναίκα θριαμβεύει και τοποθετείται στη θέση ενός τοτέμ, στο κέντρο της Εστίας. Ο τόπος του έργου εδώ είναι διπλός: ο τόπος της Γυναίκας και ο τόπος του ταξιδιού. Ίσως τελικά ο ίδιος τόπος.

Αυτό που κάνει η Μπασδέκη έχει όνομα, είπαμε, ονομάζεται «ηθογραφία». Στην περίπτωσή της όμως συναντά ένα νέο, προσωπικό βλέμμα. Μια λυρική ηθογραφία. Αυτό δίνει στο θέατρο το δικαίωμα να μεταβάλλει ελεύθερα το σήμερα στο χθες, να ανεβοκατεβαίνει από το εθνικά «υψηλό» στο ταπεινό και προφορικό, και να χωνεύει τον μύθο στην πραγματικότητα. Πιστεύει όμως σε κάτι: στο να είμαστε ωραίοι και μεταμοντέρνοι, σημαίνει να είμαστε ελεύθεροι και την ίδια στιγμή αυθεντικοί και άστατοι, ακέραιες κατασκευές από σκόρπια κτερίσματα. Σημαίνει να βλέπουμε την μελαγχολία μας αγκαλιά με το χιούμορ και το παράλογο να συγγενεύει με το υπερβατικό.

Στο «Donna abbandonata (ή Πολύ με στεναχωρήσατε κύριε Γιώργο μου)» μια όποια κοπέλα στέκεται στην επαρχιακή πόλη. Είναι ένα τοπίο που στέκεται, μια ακινητούσα φύση. Το τοπίο είναι εκείνο ενός όποιου κομμωτηρίου, και η «μυθολογία» ανήκει στην όποια τοπογραφία του.

Το κέντρο του μονολόγου τοποθετείται στον πιο κλειστό, καθημερινό, ταπεινό και ιερό πυρήνα της γυναικείας ματαιοδοξίας. Σε ένα άτυπο εξομολογητήριο για γυναικείες αμαρτίες και διαμαρτίες.

Η γυναίκα καθώς φτιάχνει τα μαλλιά της στο Κομμωτήριο θυμάται τη φευγαλέα συνάντησή της με έναν Έλληνα Διανοούμενο (συγκεκριμένα με τον Γιώργο Χειμωνά). Στην πραγματικότητα θυμάται τη μνήμη της. Αναπολεί τη στιγμή, τη μια και μεγάλη, που η ίδια πίστεψε ότι την ερωτεύτηκε ο ποιητής και της αφιέρωσε το βιβλίο του.

Όλα βρίσκονται εδώ, τα σοβαρά και γελοία, τα πιστευτά και απίστευτα. Η φυσιογνωμία μιας στερημένης κοπέλας από την επαρχία, καθώς πιάνεται από την ονειροπόληση, όχι για να γεμίσει τη ζωή της, αλλά για να γεμίσει τη μνήμη την νιότη της και τις ελαφρές συζητήσεις της με τις άλλες κοπέλες στα κομμωτήρια.

Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο 57ο Φεστιβάλ Φιλίππων στην Καβάλα, το καλοκαίρι του 2014 (Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης με τους Eλένη Ουζουνίδου, Μυρτώ Γκόνη).

Και έπειτα υπάρχει, τέλος, η πιο βαθιά κι επώδυνη μεριά της νοσταλγίας: είναι η ρομαντική νοσταλγία της ολοκλήρωσης. Για όλα εκείνα τα σκόρπια που αδυνατούν να ενωθούν σε κάτι ευθυτενές και χειροπιαστό, σε κάτι που μπορεί να κρατηθεί στα χέρια και να κρατήσει (να «αλυσοδέσει») τα πράγματα της μνήμης, της ζωής και του θανάτου. Διακρίνω σε κάποια ποιητική συλλογή της Μπασδέκη την περίεργη λέξη: «Σύρε καλέ την Άλυσον»…. Διαβλέπω να ενεδρεύει εκεί η ανάγκη (αν όχι η αγωνία) να ενώσει τους κρίκους σε μια συνάφεια, σε μια συνέχεια που θα διαπερνά την ελληνική ευαισθησία από το χθες μέχρι το σήμερα, και θα δίνει νόημα σε κομμάτια της κατακερματισμένης ταυτότητάς μας.

Αυτός άλλωστε είναι ο τρόπος που ακουμπά η Μπασδέκη στην πλατφόρμα της νεοελληνικής γραμματείας. Πρόκειται για μια μεταποιητική δύναμη που άλλοτε διαλύει τον ιστό της, κι άλλοτε επιχειρεί να ενώσει με το κονίαμα του νεοελληνικού μύθου τα μέρη της σε μια νέα, λυτρωτική και σύγχρονη αναδημιουργία. Όπως συμβαίνει στο τελευταίο έργο της:

Το «αχ! /(ξανά)διαβάζοντας την Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου» είναι η τρίτη στη σειρά συνεργασία της Γλυκερίας Μπασδέκη με τους bijoux de kant, το 2105 (Σκηνοθεσία Γιάννης Σκουρλέτης, με τους Λένα Δροσάκη, Τάσος Καραχάλιος, Κατερίνα Μισιχρόνη, Αγνή Παπαδέλη – Ροσσέτου), ακόμη μία επαναγραφή της σύγχρονης ευαισθησίας στο παλιό εικονοστάσι του Ρομαντισμού. Το έργο στηρίζεται στην Κερένια Κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, έργο του 1911, που μεταφέρει μια ερωτική ιστορία, ένα ερωτικό τρίγωνο για την ακρίβεια, ανάμεσα σε μια γυναίκα που φθίνει σωματικά, τη Βεργινία, ένα έρωτα που ανθίζει ανάμεσα στον άνδρα της το Νίκο και την αθώα Λιόλια, και την μοίρα που καθορίζει την εξέλιξη μιας ιστορίας τόσο καταραμένης όσο και ευλογημένης από τον άνθρωπο.

Για μια ακόμη φορά, το ενδιαφέρον βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο η Μπασδέκη τίθεται απέναντι στο έργο του Χρηστομάνου. Πρόκειται για τη στάση διαλόγου, μια ερωτηματική σχέση με το πρωτότυπο που μεταφέρει το φορτίο του σε ένα εξωιστορικό χώρο, στο σημείο που ακινητοποιεί ο έξω κόσμος («κρατάει την ανάσα του») και το πρόσωπα του μπορούν για λίγο να σταθούν απέναντι στην ίδια τους την ιστορία, να κρίνουν τα ίδια το πρόσωπό τους, να μελετήσουν την πορεία τους από τα μέσα. Και τελικά είναι ελεύθερα: να κατανοήσουν τα λάθη και να επαναλάβουν τα πάθη, σαν συνειδητές επιλογές ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.

Δεν είναι τόσο ότι οι ήρωες είναι «σημερινοί» – είναι που το δικό τους σήμερα δεν ανήκει πια στο χώρο της καθημερινότητας, αλλά στο χώρο της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό στην απόδοση της Μπασδέκη η «Κερένια Κούκλα» υπάρχει πραγματικά, και το τέλος του Χρηστομάνου μπορεί να αλλάξει: μια αύρα ζωής σπάει το ρομαντικό φινάλε με την υπόσχεση μελλοντικής νίκης των ζώντων επί των πεθαμένων. Αυτός είναι ο τόπος του νέου Ρομαντισμού για την Μπασδέκη.

Η εργογραφία της Μπασδέκη αποτελεί πιστεύω μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης δραματουργίας μας. Ο όρος «γυναικεία λογοτεχνία» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εδώ, αλλά με προσοχή. Ακριβώς γιατί έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν σαν μέθοδος εξαίρεσης των γυναικών συγγραφέων από το σώμα της συνολικής γραμματείας και σε τρόπο ενταφιασμού τους στο ρηχό ντουλάπι με τις φεμινίστριες. Εδώ όμως δεν έχουμε τίποτα από αυτά. Αν σε κάτι κερδίζει το έργο της Μπασδέκη, είναι στην ικανότητά του να διαπερνάει γλώσσα και πραγματικότητα, έχοντας γλώσσα και πραγματικότητα σαν όπλα.

Δεν είναι αυτό προνόμιο των γυναικών, ούτε ασφαλώς ιδιαιτερότητά του φύλου της. Είναι πλεονεκτήματα που έχει αποκτήσει, καλλιεργήσει και εμπεδώσει με τη γραφή της. Και αυτό συμβαίνει από παλιά: για την δική μας δραματουργία συμβαίνει ήδη με την Μουτζάν Μαρτινέγκου, την Ευανθία Καΐρη, την Λυμπεράκη, την Αναγνωστάκη, έως την Μητροπούλου και την Ρούλα Γεωργακοπούλου. Οι γυναίκες στο θέατρό μας πάντα αυτό έκαναν: Ακολουθούσαν τους άνδρες στο ίδιο μονοπάτι, μόνο που κάποτε γυρνούσαν το κεφάλι για να δουν τοπία που η ανδρική βιασύνη διέγραψε από τη μνήμη, ή έγερναν το βλέμμα προς τα κάτω για να διακρίνουν ίχνη που η ανδρική μεροληψία παραμέλησε στο πέρασμά της. Στρέφοντας την προσοχή μας σε φωνές σαν της Γλυκερίας Μπασδέκη γινόμαστε από κάθε άποψη ευρύτεροι και πλουσιότεροι, σε λογική και ευαισθησία. 

Μετάβαση στο περιεχόμενο