Ποιά κείμενα μπορούν να καταστούν θέατρο; Οι μοντέρνοι θα έλεγαν τα πάντα ενώ οι μεταμοντέρνοι συμφωνώντας θα πρόσθεταν με την γνωστή αποδομητική τους διάθεση «τα πάντα και επιπλέον εκείνα που δεν έχουν ακόμα γραφτεί». Αν ο κάθε κλασικισμός υπερασπίζεται την καλλιέπεια και τον ορθολογισμό της αφήγησης δηλαδή το προφανές των πραγμάτων, ο κάθε νεοτερισμός διατείνεται πως αν υπάρχει κάποια αλήθεια, αυτή κρύβεται στο παραλήρημα του εσωτερικού μονολόγου, στο τυχαίο ασαμπλάζ εικόνων ασύνδετων που αντανακλούν περισσότερο τα σκοτάδια του μυαλού, την σκοτεινάγρα της ψυχής, στον ασταμάτητο πόλεμο του έρωτα παρά στην συμφιλιωτική ειρήνη της αγάπης. Τα κείμενα είναι πληγές περισσότερο παρά φάρμακα. Αναφέρομαι στα κείμενα που με ενδιαφέρουν προσωπικά που περισσότερο αγωνιούν με ερωτήματα, με ερωτηματικά, με ερωτικά σύμβολα ήττας, παρά που ναρκισσεύονται με καθησυχαστικές απαντήσεις.
Σαν τα απορρηματικά – ερωτικά κείμενα της Ναταλίας Κατσού.
Γενικότερα, τώρα, η τέχνη του καιρού μας επειδή προσφέρεται αφειδώς και σε τεράστιες ποσότητες, συχνά ακυρώνοντας το δίπολο πομπού-δέκτη και νομιμοποιώντας κάθε μορφή – ακόμα και την πιο αγοραία – ως καλλιτεχνική, μου θυμίζει το παιχνίδι-έκφραση karaoke: ο καθένας οικειοποιείται με όσα μέσα διαθέτει, το τραγούδι που πρωτοείπε κάποιος άλλος πολύ καλύτερα… Ουδέν κακόν! Μόνο που η δημοφιλία του συγκεκριμένου μέσου αποδεικνύει πως οι πολλοί γουστάρουν να μεταμορφώνουν σε χαμέρπεια το ιδανικό που κάποτε τους ενέπνευσε.
Τέχνη καραόκε λοιπόν παντού. Στη ζωγραφική, στη ποίηση, στη μουσική, στη πεζογραφία, στο χορό, στο θέατρο, παντού… Η αισθητική υπερπληροφόρηση, οι χιλιάδες σχολές τέχνης, η τρομακτική ευκολία πρόσβασης στο καλλιτεχνικό προϊόν, με κάθε τρόπο, επιτρέπει στους πολλούς να αισθάνονται μοναδικοί. Να λειτουργούν ως καλλιτέχνες. Πράγμα που δεν είναι, επαναλαμβάνω, κατ’ανάγκην κακό. Απεναντίας. Αρκεί να μην χάνεται το μέτρο λόγω προσωπικής ματαιοδοξίας και να μην ταυτίζεται η Μαρία Κάλλας με την καραόκε φωνή που φαλτσάρει εν ονόματι της. Κι αρκεί να μην θεωρείται η μίμηση τέχνη και η υστερία ταλέντο. Η Ναταλία Κατσού αντίθετα, παλιά μου φοιτήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επιχειρεί μια συνθέτη προσπάθεια και στην ποίηση και στον θεατρικό λόγο και την σκηνοθεσία ισορροπώντας την προσωπική της ευαισθησία με την ανάγκη για επικοινωνία με το ευρύτερο κοινό.
Το Αγαθό είναι ένα πείραμα θεατρικού μονολόγου με μπεκετικά στοιχεία και την γκροτέσκα ατμόσφαιρα του Οδυσσέα του Τζόις. Εικόνες, θραύσματα, επίπεδα που αυξομειώνονται ιλιγγιωδώς, το εγώ ως εσύ που το ποδοπατούν οι άνθρωποι στον δρόμο, η πίστα για χορό ή απογείωση, ο τάπης που μπορεί να γίνει μαγικό χαλί, το δάπεδο που οι Εσκιμώοι χτίζουν τα ιγκλού τους, ο φόβος του κενού, το παραλήρημα που θέλει να γίνει ποίηση, το έδαφος πάνω στο οποίο κάθε εποχή χτίζει τον δικό της Πύργο της Βαβέλ. Πύργο με εκείνα «τα παράθυρα που συγχωνεύουν εικόνες».
Πώς συμφιλιώνεται κανείς με τον εαυτό του; Όταν αδειάσει από περιττές επιθυμίες, από φοβίες, από περίσσεια ματαιοδοξία. Όταν γίνει ο ίδιος κάτι άλλο, ένα πράγμα που αρνείται να σκέφτεται ,ένα αντικείμενο, ένα ποτήρι. Είναι λύση μια τέτοιου είδους κάθαρση; Η δυναμική της θεατρικής πράξης επιμένει ότι είναι. Η τελική όμως απάντηση ανήκει σε εσάς.
30/8/2017
(Το παραπάνω σημείωμα δημοσιεύτηκε στην έκδοση του έργου)