Ελληνική Δραματουργία στον 20ο αιώνα. Εμβληματικές μορφές.
Ο Βασίλης Ζιώγας (1937-2001) είναι κατά γενική ομολογία μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της ελληνικής δραματουργίας. Αν και η θεατρική του παρακαταθήκη είναι τεράστιας σημασίας – για το ελληνικό, αλλά και για το ευρωπαϊκό, θα λέγαμε, θέατρο – το ύφος του δεν μπόρεσε να βρει μιμητές και συνεχιστές. Ίσως συνετέλεσαν σε αυτό τα έντονα ιδιοσυγκρασιακά του στοιχεία, το άκρως προσωπικό βλέμμα που το χαρακτηρίζει, και τα ετερόκλητα στοιχεία που το συνθέτουν. Έτσι κατά μία έννοια ο Ζιώγας είναι και παραμένει ένας από τους μεγάλους αποσυνάγωγους των γραμματων μας.
Πολλές ενδιαφέρουσες μελέτες και άρθρα έχουν γραφεί για την πολυσχιδή θεατρική του παραγωγή. Ειδική αναφορά ίσως πρέπει να γίνει στην διδακτορική διατριβή της Εύης Προυσαλή «Ιδεολογική και αισθητική λειτουργία του θανάτου στη δραματουργία του Βασίλη Ζιώγα» όπου επιχειρείται ενδελεχής ανάλυση του συνόλου του θεατρικού του έργου[1]. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ο Βασίλης Ζιώγας μαζί με τον Στρατή Καρρά αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του νεοελληνικού θεάτρου. Το έργο του είναι πρόσφορο σε ποικίλες αναλύσεις, ενώ αρνείται πεισματικά την αβασάνιστη κατηγοριοποίηση. Και τω όντι, δεν είναι εύκολο να κολλήσει κανείς μια ταμπέλα στην δραματουργία του Βασίλη Ζιώγα και να ξεμπερδεύει με αυτήν. Πρόκειται για ποιητικό έργο; Σουρεαλιστικό; Έχει σχέση με το Παράλογο; Αποτελείται από κωμωδίες; Ή από δράματα; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα απαντάμε καταχρηστικά ναι, ελλείψει χώρου για περαιτέρω διευκρινήσεις. Δεν μπορούμε όμως να μην σχολιάσουμε ότι ναι μεν υπάρχει στα θεατρικά του μια έντονη ποιητική διάσταση αλλά αυτά ποτέ δεν εξοκείλουν στις ακτές του λυρισμού. Τα υπερεαλιστικά στοιχεία που παρεισφρέουν στο έργο του δεν είναι αρκετά για να το κατατάξουν στην σουρεαλιστική παράδοση, προσδίδουν όμως σε αυτό ένα ύφος απόκοσμο, λοξό, περίεργο και άκρως γοητευτικό. Το κατά πόσο πρόκειται για Παράλογο με την αυστηρή έννοια του χαρακτηρισμού σηκώνει κουβέντα και οι σχολιαστές ερίζουν αλυσιτελώς γύρω από αυτό το θέμα. Τα περισσότερα έργα είναι κωμωδίες αν αναλογιστούμε το φαρσικό περιεχόμενο, την αλληλουχία παρεξηγήσεων και παράδοξων άβολων καταστάσεων, την απρόσμενη χρήση του διαλόγου, τις σπαρταριστές ατάκες. Τα περισσότερα έργα του είναι δράματα, αν τα δούμε μέσα στο γενικότερο ψυχολογικό πλαίσιο που ανήκουν, και μάλιστα δράματα με πολύ βαριά διαθεση.
Και όσον αφορά το κοινωνικό υπόβαθρο του έργου; Τις πολιτικές του τοποθετήσεις; Τις αισθητικές του αντιλήψεις; Τις μεταφυσικές – μυστικιστικές του νύξεις; Εδώ τα πράγματα αναγκαστικά σκουραίνουν ακόμα περισσότερο.
Η μυθολογία του Βασίλη Ζιώγα συντίθεται σαν παλίμψηστο από υλικά τόσο ετερογενή που η αριστοτεχνική μίξη τους προκαλεί αμέριστο δέος στον αναγνώστη – θεατή – σχολιαστή. Στο έργο του ανιχνεύεται βαθιά γνώση της αρχαίας και σύγχρονης φιλοσοφίας, όσο και ουσιαστική εξοικείωση με ανατολικά θρησκευτικά συστήματα. Επίσης είναι ευδιάκριτη η καλή πληροφόρηση για ποικίλες επιστημονικές θεωρίες και κατακτήσεις (ιδίως της Φυσικής), ενώ μεγάλο κομμάτι αυτού του πολιποίκιλτου έργου είναι επηρεασμένο από τον θεοσοφισμό και τον μυστικισμό. Τέλος δεν πρέπει να παραβλέψουμε την σημασία που έχει η λαϊκή παράδοση (αρχαία, βυζαντινή, σύγχρονη) στο θέατρο του Βασίλη Ζιώγα.
Το μεταφυσικό στον Ζιωγα ταυτίζεται πολλές φορές με το τρομακτικό και το γκροτέσκο. Στο έργο του δεν υπάρχει κάποια κοσμική δικαίωση πέρα από την μεταστοιχείωση. Την βεβαιότητα ότι τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν εξαφανίζεται. Όπως είπαμε, οι θεωρίες της σύγχρονης (για την εποχή του, αλλά και για τώρα) φυσικής δεσπόζουν στο έργο του και παίζουν σημαντικό ρόλο στο χτίσιμο του ιδιότυπου κοσμολογικού του μοντέλου. Έτσι η δραματουργία του βρίθει από διαστασιακές πύλες, όντα που ανήκουν σε παράλληλο σύμπαν, καταστάσεις μετεμψύχωσης, εξωγήινες μορφές ζωής, οργανισμούς ανώτερου πνευματικού επιπέδου. Βέβαια ο Ζιώγας δεν διστάζει να υπερσκελίσει το χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική βεβαιότητα και την επιστημονική φαντασία (άραγε όντως υπάρχει χάσμα ανάμεσά τους; – αυτό που ήταν στην σφαίρα του φανταστικού χθες ανήκει σήμερα στην πραγματικότητα). Νομιμοποείται, ως συγγραφέας, να το κάνει αυτό. Έχει ενδιαφέρον πάντως ότι όταν βρίσκεται στις παρυφές της επιστημονικοφάνειας, αποποιείται τον θεωρητικό μανδύα της εγκυρότητας και αφήνεται στους αυτοσχεδιασμούς της αχαλίνωτης φαντασίας του. Τότε προσεγγίζει μια μαγευτική και σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας και εισέρχεται σε μια περιοχή ιεροφάνειας και παλλόμενης έκστασης.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι μυστικιστικές προεκτάσεις στο έργο ενός κατεξοχήν μύστη της εικόνας και του λόγου, του Alejandro Jodorowsky, οι υπαινιγμοί θεοσοφισμού, αλλά και οι αναφορές σε απόκρυφες όψεις διαφόρων θρησκειων, όπως ο ιουδαϊσμός, ο ινδουισμός κ.α., ωχριούν μπροστά στους πολύπλοκους και δαιδαλώδεις μυστικιστικούς κώδικες που κατακλύζουν τα έργα του Ζιώγα. Αν έπρεπε να βρούμε μια εκλεκτική συγγένεια από τον χώρο του κινηματογράφου και πάλι, θα λέγαμε ότι η περίπτωση Ζιώγα προσιδιάζει περισσότερο σε αυτή του Παρατζάνωφ: μέσα στο έργο του Έλληνα συγγραφέα είναι πολύ ευδιάκριτη μια καλά αφομοιωμενη διαπραγμάτευση της πολυειδούς ελληνικής παράδοσης, που ξεκινάει από αρχαίους μύθους, μοτίβα της τραγωδίας όσο και χειρισμούς της αττικής κωμωδίας και φτάνει ως την αξιοποίηση λαϊκών δοξασιών, παραλογών και ακριτικών τραγουδιών. Και φυσικά δεν σταματάει εκεί. Από όπου και να πιάσεις το έργο του Ζιώγα, αυτό έχει την τάση να ξεφεύγει, να ελίσσεται, να ξεγλιστρά και να ξεμακραίνει, λοιδορώντας πολλές φορές τον επίδοξο μελετητή.
Ο Ζιώγας, εντούτοις, δεν είναι κάποιου είδους προφήτης, όπως π.χ. ο Σικελιανός που εξυμνεί τη μυστικιστική σύλληψη του κόσμου που τον περιβάλλει με στεντόρεια φωνή και υψηλό ποιητικό φρόνημα. Δεν αγορεύει υπέρ των απόψεών του. Δεν φωνασκεί. Δεν ντύνει τις ιδέες του με μεγαλόσχημα ενδύματα. Αντιθέτως, υπονομεύει με το σαρκαστικό, διαβρωτικό και μαύρο χιούμορ του την ίδια την κοσμοθεωρία του, κάνοντας έτσι, με αυτή την τάση αυτοαναίρεσης, ένα βήμα πιο πέρα στην ενδοχώρα των προσωπικών του αναζητήσεων.
Είναι δύσκολο να αποφευχθούν τα αμετροεπή εγκωμιαστικά σχόλια όταν μιλάμε για έναν συγγραφέα σαν τον Βασίλη Ζιωγα, που αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων Ο ίδιος, αδιαφορώντας για τις κυρίαρχες τάσεις και τις θεατρικές μόδες της εποχής του – έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της τρέχουσας λογοτεχνικής και επιστημονικής επικαιρότητας (απορίας άξιον πως τα συνδύαζε με τόση επιτυχία αυτά τα δύο!), κατάφερε να αρθρώσει προσωπικό λόγο όπως λίγοι ομότεχνοί του. Προσωπικά τον καταχωρώ στο πάνθεον των Ελλήνων λογοτεχνών που συνέλαβαν, επινόησαν και κατοχύρωσαν μια δική τους γλώσσα, μια ιδιαίτερη, προσωπική φωνή, με σαφή και διακριτά όρια και χαρακτηριστικά. Με την δραματουργία του ο Ζιώγας έριξε φως σε μια κρυμμένη διάσταση του κόσμου. Μας αποκάλυψε μυστικά που μόνο ένας ταξιδιώτης από παράλληλο σύμπαν μπορεί να κατέχει.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στα πλαίσια της συνεργασίας του GPP και του ΠΕΣΥΘ.
[1] Αν ο βαρύγδουπος και μακάβριος τίτλος της διατριβής δεν αποθαρρύνει τον φιλέρευνο αναγνώστη τότε αυτός θα αποζημιωθεί πλουσιοπάροχα από το πληθωρικό περιεχόμενο και την εις βάθος ανάλυση. Το σύγγραμμα που διατίθεται ελεύθερα στον ιστότοπο Νημερτής, Ιδρυματικό Αποθετήριο του Πανεπιστημίου Πατρών (http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/) αποτολμά μια γενναία βουτιά στο σύνολο της εργογραφίας του Βασίλη Ζιώγα (δημοσιευμένη και αδημοσίευτη), εγχείρημα που απαιτεί δεξιότητες Δήλιου κολυμβητή.