Ένας Αχιλλέας με πολλές αχίλλειες πτέρνες

Συντάκτης: Χαρά Μπακονικόλα
Συγγραφέας: Γιάννης Πάτσης

Ο Αχιλλέας ΙΙ του Γιάννη Πάτση πολιτογραφείται στην απέραντη επικράτεια των μυθολογικών μεταγραφών για το θέατρο, η οποία αρχίζει από τον Σενέκα και φτάνει –χωρίς να τερματίζεται- μέχρι σήμερα. Υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι για τους οποίους ένας λογοτέχνης επιλέγει μια αρχαιόμυθη βάση για το έργο του, αλλά αυτό δεν είναι θέμα του παρόντος.

Ο Αχιλλέας του συγγραφέα Πάτση δεν έχει πλασθεί καθ’ ομοίωσιν ούτε του ομηρικού ήρωα ούτε και του προσώπου της τραγωδίας (στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Το πεδίο δράσης του δεν είναι η πολιορκούμενη Τροία, αλλά μια γειτονιά των Πετραλώνων. Ο ζωτικός του χώρος δεν είναι η στρατιωτική σκηνή, αλλά ένα μικροαστικό σπίτι. Μητέρα του δεν είναι μια θεά ή –έστω- μια ιδιαίτερη γυναίκα, αλλά μια λαϊκή γυναικούλα που δεν καταλαβαίνει με το μυαλό της, αλλά με την καρδιά της.

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο στόχος του Πάτση ήταν να μεταφέρει στα καθ’ ημάς ή να επικαιροποιήσει τη μορφή αυτού του θρυλικού πολεμιστή, που συνδύαζε θαυμαστά την αλκή με το πάθος ή, αλλοιώς, την ατρομία μ’ ένα πλούσιο θυμικό φορτίο. Ωστόσο, στο έργο αυτό, διακρίνουμε κάτι πιο φυγόκεντρο, από άποψη τόσο αισθητική όσο και δραματουργική.

Πρώτα-πρώτα, το κείμενο εμφανίζει έναν σαφώς παρωδιακό χαρακτήρα. Τόσο η γλώσσα όσο και η σκηνική εικόνα υπονομεύουν και απομυθοποιούν εξ αρχής τη δραματική ατμόσφαιρα, αλλά και την κατάσταση στην οποία είναι εγκλωβισμένος ο κεντρικός ήρωας (αντι-ήρωας). Δεν πρόκειται πλέον για έναν σύγχρονο Αχιλλέα, κοπιαρισμένον, τηρουμένων των αναλογιών, πάνω στο φόντο της σύγχρονης εποχής. Πρόκειται για ένα πλάσμα οντολογικά μειωμένο και συνάμα μετέωρο.

Από την άλλη πλευρά, τα θέματα που διηθούνται μέσα στο έργο, παράλληλα, αλληλεπικαλυπτόμενα ή συμπαρατασσόμενα, συνθέτουν μια πλούσια γκάμα, η οποία αχνοφαίνεται μέσα από την αχλύ των πραγματολογικών (άρα ρεαλιστικών) δεδομένων της εξ ίσου θολής ζωής του κεντρικού προσώπου.

Ο Αχιλλέας ταλαντώνεται σαν σφαίρα εκκρεμούς: ανάμεσα στο μυθικό παρελθόν και στο μικροαστικό, προσωπικό παρελθόν του. Ανάμεσα στη δυναμική εφηβική του ηλικία και την τωρινή ηλικία μιας σπαραγμένης ωριμότητας. Ανάμεσα στη διανοητική νηφαλιότητα και την ψυχική διαταραχή. Ανάμεσα στην πεποίθηση και την αμφιβολία. Ανάμεσα στην αίσθηση και την ψευδαίσθηση. Αναζητεί απελπισμένα, μέσα σ’ όλα αυτά, τη ρηγματωμένη ταυτότητά του, την αλήθεια που του κρύβουν, την αλήθεια που του παραχαράσσουν, την αλήθεια τη δική του. Αν κανείς δεν μπορεί ή δεν θέλει να τον βοηθήσει σ’ αυτήν την αναζήτηση, δεν του απομένει παρά να κόψει βίαια τον ομφάλιο λώρο του με την ιστορικότητα, με τη ζωή, με τη μήτρα, με τη μητέρα, και να βουλιάξει στο μηδέν. Κι αυτό κάνει, για να μην έχει ούτε καν την απατηλή ελπίδα ότι κάποτε θα ξαναβρεί τον εαυτό του, ολόκληρο –ή, ίσως, για να ξεκινήσει από την αρχή, από το μηδέν του μύθου και της αυταπάτης.    

Μετάβαση στο περιεχόμενο