Σπύρος Μπέτσης, ΕΞ|Η. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαμπίλης. ΑΠΑΡÄΜΙΛΛΟΝ

  •  Συντάκτης: Τσατσούλης Δημήτρης
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 17/04/2019

Το ΑΠΑΡÄΜΙΛΛΟΝ είναι ένας σχετικά πρόσφατα αφιχθείς στην αθηναϊκή τοπογραφία χώρος θεατρικών και άλλων «παρασκευαστικών» επιτελέσεων με βασικό του στίγμα τον πειραματισμό πάνω σε κείμενα, ενέργειες, δράσεις. Η τελευταία δράση που λαμβάνει χώρα εντός του παίρνει ως αφορμή το έργο ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, του Σπύρου Μπέτση, με τίτλο ΕΞ|Η, τίτλος που παίζει μεταξύ του αριθμού έξι και της έξης με το γιώτα/κάθετο να τέμνει, να διαχωρίζει, να υποβάλλει την ενυπάρχουσα  διαφορά.

Αν το κείμενο του Μπέτση, ως εγκώμιο στη φυσική ζωή, παρακολουθεί την πορεία ενός «πλάσματος» από την πρωτόγονη, εξω-γλωσσική του κατάσταση στη βίαιη κοινωνικοποίηση και εκμάθηση του έναρθρου λόγου που το καθιστά «άνθρωπο», διαδικασία που ισοδυναμεί με θάνατο, η περφόρμανς που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μπαμπίλης επικεντρώνεται μόνο στην έννοια του θανάτου. Και αν η «επανάσταση» του εξανθρωπισμένου «πλάσματος» του έργου και η επιστροφή του στη φύση  επέρχεται ως αντίδραση στην βαρβαρότητα του πολιτισμού μετά την αναγκαστική ανθρωποφαγία μεταξύ των ομοίων με αυτό «πλασμάτων» σε μια βίαιη εικόνα, στην περφόρμανς τα πρόσωπα επιδίδονται σε μια χορτοφαγία που συμβολικά και μόνο παραπέμπει στην αλλοτρίωση του σύγχρονου μετα-καπιταλιστικού τρόπου ζωής.

Ωστόσο, η σκηνοθεσία δεν επιλέγει παρά μερικώς τη ροή του κειμένου καθώς σε αυτό που επικεντρώνεται είναι η ιδέα του «θανάτου», η τελετουργία του πένθους. Εξ ου και ο χώρος εντός του οποίου οι θεατές καλούνται να περιφέρονται αναμεμειγμένοι με τους περφόρμερ είναι γεμάτος από αντικείμενα που παραπέμπουν σε κηδεία ή μνημόσυνο νεκρού ενώ εξ αρχής ηχούν πένθιμοι ήχοι καμπάνας. Κεράκια, λιβάνι, φωτογραφίες προσώπων, ύδωρ, πλήθος σκηνικών μικροαντικειμένων από τη σκηνογράφο Δάφνη Αηδόνη στην οποία οφείλονται και τα παράδοξα κοστούμια της σκηνής του πάρτυ.

Καθόλη τη διάρκεια ‒ και είναι η μεγαλύτερη χρονικά της όλης παράστασης ‒ που τα πρόσωπα περιφέρονται, αγκαλιάζονται θλιμμένα, φιλιούνται και συλλυπούνται το ένα το άλλο ή και τους θεατές που συναντούν στο διάβα τους, ακούγονται μαγνητοφωνημένες εκφωνήσεις λόγων από πολιτικούς, εκκλησιαστικούς ή λοιπούς φορείς της ελληνικής πραγματικότητας με αφορμή την κηδεία γνωστών προσώπων της κοινωνικής-καλλιτεχνικής ζωής όπως η Μελίνα Μερκούρη.

Η όλη επικέντρωση της περφόρμανς στο τελετουργικού του θανάτου, ως μετάβασης/μετάλλαξης του ζώντος ατόμου σε αλλότητα ή η εμμονή στους επικήδειους λόγους προκύπτει από τους διαλόγους των «αναμορφωτών» όταν προσπαθούν να αποφασίσουν τον τρόπο που θα ανακοινώσουν στο «πλάσμα» τον «θάνατό» του, δηλαδή την αποκοπή του από τη φύση ώστε να επιτευχθεί η αναγέννησή του ως κοινωνικού όντος:

«Όντες δύο οι αναμορφωτές μπορούν να πουν αν χρειαστεί  μια όμορφη ιστορία [...] Ο θάνατός τους πρέπει να ανακοινώνεται με κάθε κόστος. Άλλωστε ο κάθε αναμορφωτής βρίσκεται εκεί για να ξαναδώσει ζωή στον θάνατο» (σ. 23-24).

Αν οι «αναμορφωτές» του κειμένου κυριολεκτούν αφού προσβλέπουν στον μεταφορικό θάνατο του «πλάσματος» το οποίο θα αναγεννηθεί ως κοινωνικό όν, στην περφόρμανς οι εκφέροντες επίσημους λόγους στις κηδείες ξαναδίνουν ζωή στον νεκρό με τις νεκρολογίες τους που δεν κάνουν άλλο από το να «αναβιώνουν» τη ζωή και τα πεπραγμένα του εκλιπόντος. Ελεύθερη μετατόπιση, σίγουρα, που ακυρώνει τη λογική του κειμένου. Στην πραγματικότητα, ένα εγχείρημα που θέλει να επιβεβαιώσει την παλιά θεωρητική διαπίστωση περί θανάτου του συγγραφέα αφού ο ίδιος «παρίσταται» άβουλος στην παρερμηνεία του κειμένου του από το σώμα του οποίου μόνον σπαράγματα έχουν απομείνει. Θύμα της κειμενοφαγίας του σκηνοθέτη και των λοιπών συν-υπευθύνων.

Παρόλα αυτά, η εκφορά ενός αποσπάσματος λόγου του κοινωνικοποιημένου «πλάσματος» από τη Δήμητρα Λούπη είχε ιδιαίτερη  ένταση, ο λόγος του τελετάρχη της ανθρωποφαγίας Βαγγέλη Βογιατζή επιβλητικός καθώς κατανέμει με ερωτική τελετουργία τα χορταρικά στο γυμνό σώμα-σφάγιο ξαπλωμένο στο τραπέζι υπό τον ήχο των συνταγών που προτείνει γνωστός τηλεμάγειρας, όλοι, εν τέλει βουλιμικοί μαζί με τον Άντριαν Φρήλινγκ και την Άλκηστη Πολυχρόνη που συμπληρώνουν την τετράδα των περφόρμερ. Ως τελικό έδεσμα, μικρά ζωντανά σκουλήκια ‒ οριστικών και αναπόφευκτων κυρίαρχων επί του νεκρού σώματος του ανθρώπου, του κειμένου.

Τελικά, το κείμενο του Σπ. Μπέτση (εκδόσεις Αιγόκερως, 2019) δεν υπήρξε παρά η αφορμή για μια περφόρμανς πάνω στην ειρωνεία του θανάτου. Χωρίς διαφυγή.