World Tour: Ιταλία. Το νέο ιταλικό θεατρικό τοπίο

Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι: το νέο ιταλικό θεατρικό τοπίο.

 

Το 2014 ένα νέο νομοθετικό διάταγμα άλλαξε εντελώς τη θεατρική σκηνή της Ιταλίας: από τη μία, σε κάποιους οργανισμούς δόθηκαν αρκετά χρήματα και μπήκε λίγη τάξη σε μια πολύπλοκη και κατακερματισμένη πραγματικότητα, αλλά από την άλλη, το διάταγμα αυτό περιόρισε κάποια θέατρα ―και κυρίως τα κρατικά― μέσα σ’ ένα αυστηρό δίκτυο κανόνων και έθεσε τους ανεξάρτητους θιάσους σε μειονεκτική θέση, παρόλο που ορισμένοι απ’ αυτούς είναι πραγματικά καινοτόμοι και πολύ γνωστοί σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, αυτό το διάταγμα δημιούργησε ένα νέο θεατρικό τοπίο, όπου κυριαρχούν τα Εθνικά Θέατρα και τα Θέατρα Ιδιαίτερου Πολιτιστικού Ενδιαφέροντος (ΘΙΠΕ), των οποίων οι στόχοι είναι κυρίως να διατηρήσουν το παραδοσιακό ρεπερτόριο και να προσελκύσουν το πλατύ κοινό, αν και είναι επίσης υποχρεωμένα να ανεβάζουν δύο καινούργια έργα κάθε χρόνο και να προωθούν το σύγχρονο και avant-garde θέατρο. Πρακτικά, το Εθνικά Θέατρα και τα ΘΙΠΕ είναι προσανατολισμένα προς τα κλασικά έργα ή τις εμπορικές επιτυχίες, και συνεχίζουν το παραδοσιακό ιταλικό «Teatro di Regia” (θέατρο όπου κυριαρχεί ο σκηνοθέτης).

Ύστερα από τον θάνατο του Luca Ronconi τον Φεβρουάριο του 2015 ―που υπήρξε ο καλύτερος Ιταλός σκηνοθέτης των τελευταίων σαράντα χρόνων μετά τον Giorgio Strehler― γνωστοί και πολύ διάσημοι σκηνοθέτες είναι ο Gabriele Lavia, ο Franco Branciaroli (και οι δύο είναι και ηθοποιοί), ο Luca De Fusco, ο Federico Tiezzi, ο Marco Sciaccaluga και ο Mario Martone. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς των παραπάνω σκηνοθετών είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, όλοι τους, όμως, είναι αρκετά παραδοσιακοί και προτιμούν να ανεβάζουν κλασικά έργα διαθέτοντας συνήθως έναν τεράστιο προϋπολογισμό: αυτό μεταφράζεται σε εντυπωσιακά σκηνικά, φανταχτερά κοστούμια και μεγάλα καστ. Ωστόσο, κάποιοι απ’ αυτούς ―όπως ο Federico Tiezzi και ο Mario Martone― εμφανίζουν συχνά και πολύ πιο καινοτόμες προτιμήσεις, σκηνοθετώντας σύγχρονα θεατρικά έργα ή τα λιγότερο γνωστά έργα μεγάλων δραματουργών. Όλοι αυτοί οι σκηνοθέτες συνδέονται ―με άμεσο ή έμμεσο τρόπο― με τα Εθνικά Θέατρα, ενώ κατά τη γνώμη μου ο πιο καινοτόμος και θαρραλέος Ιταλός σκηνοθέτης στις μέρες μας είναι ο Antonio Latella.

 

Είναι σαράντα οκτώ ετών και εργάζεται τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, κυρίως σε γερμανόφωνες χώρες ―ο ίδιος ζει στο Βερολίνο. Έχει το δικό του θίασο που ονομάζεται «stabilemobile» και κάθε χρόνο σκηνοθετεί περίπου πέντε ή έξι νέες παραστάσεις, κάποιους μονολόγους ―ο πιο πρόσφατος λέγεται ΜΑ και αφορά τον Ιταλό συγγραφέα και σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini― καθώς και άλλα πιο πολύπλοκα θεάματα, όπως το πρόσφατο Ti Regalo la mia morte, Veronika (Σου χαρίζω τον θάνατό μου, Βερόνικα) εμπνευσμένο από την ταινία του Rainer Werner Fassbinder Veronika Voss ―ο Fassbinder είναι ένας από τους αγαπημένους καλλιτέχνες του Latella― και το Natale in casa Cupiello (Χριστούγεννα στην οικία Κουπιέλλο), που είναι μια εντελώς καινούρια ανάγνωση του πολύ γνωστού έργου του Eduardo de Filippo. Ο Latella συνήθως προτιμά να συνεργάζεται με συγκεκριμένους και πιστούς συνεργάτες ―συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνογράφους, σχεδιαστές φωτισμών, κτλ― και διακηρύσσει ότι στην ομάδα του δεν υπάρχει ιεραρχία, αλλά η προσπάθεια του καθενός ξεχωριστά είναι εξίσου σημαντική για την επιτυχία μιας παράστασης. Τα έργα του Latella είναι πραγματικά πρωτοποριακά, αν και δεν έχουν πάντοτε την αναμενόμενη επιτυχία: πριν από δύο χρόνια το συντηρητικό κοινό σε ορισμένες πόλεις της Ιταλίας εκδήλωσε έντονα τον θυμό του για την «εξωφρενική» παράστασή του Arlecchino. Γενικά, πάντως, οι παραγωγές του επιτυγχάνουν τόσο την πρόκληση έντονου και πρωτότυπου προβληματισμού πάνω σε πασίγνωστα θεατρικά έργα του ρεπερτορίου, όσο και την παρακίνηση των ανθρώπων να σκεφτούν βαθύτερα σχετικά με κάποια ιστορικά ή δημόσια πρόσωπα καθώς πάνω στις αντιθέσεις που παρουσιάζει η σύγχρονη κοινωνία μας.

Η ανάδειξη των συγκρουσιακών πεδίων της σύγχρονης ζωής είναι, επίσης, στόχος και της Emma Dante, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διάσημους Ιταλούς σκηνοθέτες και θεατρικούς συγγραφείς στον κόσμο. Ζει και εργάζεται στο Παλέρμο της Σικελίας, που είναι η πατρίδα της και η κύρια πηγή έμπνευσής της. Μέσα από τα έργα της αφηγείται ιστορίες διαλυμένων οικογενειών ή οικογενειών σε κρίση που ζουν κυρίως στη Σικελία ή τη Νότια Ιταλία. Τα αγαπημένα της θέματα είναι η ομοφυλοφιλία που δεν γίνεται αποδεκτή, η σεξουαλική παρενόχληση, οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια, οι νόμοι της μαφίας, ενώ έχει αναμετρηθεί και με ήρωες του κλασικού ρεπερτορίου όπως η Μήδεια. Είναι σκηνοθέτρια αλλά και θεατρική συγγραφέας και στα έργα της συνδυάζει την ιταλική γλώσσα με τοπικές διαλέκτους, καθώς και την υποκριτική με τον χορό και τη μουσική, υποστηριζόμενη πάντα από μια ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών. Η Emma Dante είναι επίσης διευθύντρια της Θεατρικής Σχολής του Teatro Biondo, του σημαντικότερου θεάτρου στο Παλέρμο, και καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Κλασικού Θεάτρου που διεξάγεται κάθε χρόνο στο θέατρο Olimpico στη Βιτσέντζα, στο βόρειο-ανατολικό τμήμα της Ιταλίας. Η Dante ―που επίσης έχει γράψει και σκηνοθετήσει την ταινία, Via Castellana Bandiera, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας πριν από δύο χρόνια― χαίρει πραγματικά μεγάλης εκτίμησης στην Ιταλία, και είναι αρκετά αναγνωρισμένη στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου η ομάδα της, που ονομάζεται Sud Costa Occidentale (Νότιο-Δυτική Ακτή, το μέρος της Σικελίας, όπου βρίσκεται το Παλέρμο), συχνά φιλοξενείται σε σημαντικά θεατρικά φεστιβάλ, όπως αυτό της Αβινιόν. Είναι γεγονός ότι η Emma Dante έχει την ίδια τύχη με πολλούς άλλους Ιταλούς σκηνοθέτες των οποίων το έργο εκτιμάται πολύ περισσότερο στο εξωτερικό από όσο στην ίδια τους τη χώρα.

 

Η περίπτωση του Romeo Castellucci είναι μοναδική: είναι σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, εικαστικός καλλιτέχνης και σκηνογράφος. Στη δεκαετία του 1980 ίδρυσε με τη σύζυγό του, Chiara Guidi, και την αδελφή του, Claudia Castellucci, τη Societas Raffaello Sanzio, η οποία σύντομα έγινε μία από τις πιο διάσημες και βραβευμένες θεατρικές ομάδες της avant-garde σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην ουσία, η ομάδα του Castellucci θεωρείται στις μέρες μας ως μία από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες σύγχρονου θεάτρου στην Ευρώπη χάρη στο θαυμάσιο έργο της, που περιλαμβάνει παραστάσεις όπως αυτήν για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (2008) ή την πιο πρόσφατη για τον Ιούλιο Καίσαρα. Ο Romeo Castellucci είναι ένας εξαιρετικά εκλεπτυσμένος και καλλιεργημένος καλλιτέχνης και έτσι είναι και οι παραστάσεις του: πάντοτε αποτελούν μια βαθιά και συγκινητική εμπειρία τόσο σε πνευματικό όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Παρά την εξαιρετική ποιότητα των παραστάσεων του, όμως, ο Castellucci είναι περισσότερο διάσημος στο εξωτερικό από όσο στην Ιταλία, ίσως λόγω της αυστηρής και συχνά αινιγματικής θεατρικής γλώσσας του.

 

Ένα εντελώς διαφορετικό είδος θεάτρου είναι αυτό που παρουσιάζει η ομάδα του Pippo Delbono, ενός ακόμη Ιταλού καλλιτέχνη που είναι περισσότερο γνωστός στο εξωτερικό. Ο Delbono σπούδασε με την Iben Nagel Rasmussen, μια ηθοποιό που ήταν μέλος του Odin Teatret και στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στην Pina Bausch, η οποία τον κάλεσε να λάβει μέρος σε μια από τις παραστάσεις της με τους χορευτές του Wuppertal Tanztheater. Έκτοτε ο Delbono ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά αρέσκεται να διασχίζει και τα σύνορα ανάμεσα στους συνηθισμένους και «υγιείς» ανθρώπους και στους τρελούς, τα «φρικιά». Συγκεκριμένα, ήταν πολύ σημαντική η συνάντηση του Delbono με τον Bobo, ένα μικροκαμωμένο, κωφάλαλο άντρα, ο οποίος ζούσε στο άσυλο της ιταλικής πόλης Αβέρσα για σαράντα πέντε χρόνια! Τώρα ο Bobo είναι ένας πραγματικός ηθοποιός και συμμετέχει σχεδόν σε όλα τα έργα του Delbono, στα οποία πάντοτε αναμειγνύεται ο λόγος με τη μουσική και τον χορό μ’ έναν εξαιρετικά πρωτότυπο και ενίοτε προκλητικό τρόπο. Ο Delbono ασχολείται κυρίως με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, αλλά και με τα βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως αυτά που αναπτύσσονται στη σχέση μεταξύ μιας μητέρας και του γιου της ―συγκεκριμένα στη σχέση μεταξύ του Pippo και της αγαπημένης του μητέρας, που πέθανε πρόσφατα. Το θέατρο του Delbono μπορεί κάποιες φορές να προκαλεί δυσφορία στο θεατή, αλλά είναι συγκινητικό και γνήσιο και έχει μια εντυπωσιακή δραματικότητα: το κοινό ποτέ δεν παραμένει ψυχρό στις παραστάσεις του, όπως συμβαίνει και στις παραστάσεις των Ricci & Forte (Stefano Ricci και Gianni Forte).

 

Τα έργα τους —είναι θεατρικοί συγγραφείς και σκηνοθέτες— είναι γνωστά στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γαλλία, αλλά οι ίδιοι είναι επίσης πολύ αναγνωρισμένοι στην Ιταλία, όπου μετρούν μεγάλη μερίδα κοινού που τους παρακολουθεί. Παρουσιάζουν στη σκηνή έναν κόσμο χωρίς ελπίδα και επικεντρώνονται κυρίως στους νέους ανθρώπους, προκειμένου να περιγράψουν πώς καταστρέφονται τα όνειρα τους μέσα από τους τυφλούς κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας στο δυτικό κόσμο. Τονίζουν την εκφραστική δύναμη των γυμνών σωμάτων, της δυνατής μουσικής και των άκρως συμβολικών σκηνικών αντικειμένων. Έτσι, οι παραστάσεις τους έχουν πολύ κόσμο και ιδιαίτερη ζωντάνια επί σκηνής, είναι δυναμικές και θορυβώδεις, αλλά ταυτόχρονα εμπλέκουν  βαθιά και ειλικρινά τα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως την ελπίδα, την αγάπη, την πίστη, κτλ. Στις παραστάσεις τους —όπως το IImitation of death ή Darling που είναι από τις τελευταίες τους  οι λέξεις είναι σημαντικές αλλά είναι δεν είναι η κύρια παράμετρος της παράστασης και η ιδιόμορφη δραματουργία τους είναι ένας συνδυασμός λέξεων, σωματικών χειρονομιών και κινήσεων, μουσικής και σκηνικού.

 

Στην πραγματικότητα στην Ιταλία οι σκηνοθέτες είναι πολύ πιο καινοτόμοι από τους θεατρικούς συγγραφείς, ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι νέοι δραματουργοί —στα τριάντα τους ή στις αρχές των σαράντα— που έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ένα πρωτότυπο είδος δραματικής γραφής.  Ο πιο γνωστός είναι ο Stefano Massini, ο οποίος εδώ και περίπου έξι μήνες έχει γίνει καλλιτεχνικός σύμβουλος του Piccolo Teatro του Μιλάνου, του σημαντικότερου Ιταλικού Εθνικού Δημόσιου Θεάτρου. Το αρκετά μεγάλο έργο του Lehman Trilogy υπήρξε μια μεγάλη επιτυχία και ήταν η τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Luca Ronconi. Άλλοι ενδιαφέροντες Ιταλοί  συγγραφείς είναι ο Fausto Paravidino, ο Mimmo Borrelli, ο Michele Santeramo, ο Davide Carnevali, ο Tindaro Granata, ο Ascanio Celestini, οι Daria Deflorian/Antonio Tagliarini. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι επίσης ηθοποιοί και σκηνοθέτες κι έτσι ανεβάζουν δικά τους έργα στα οποία παίζουν, ενώ ορισμένοι συχνά χρησιμοποιούν διαλέκτους, αντί για την ιταλική γλώσσα. Συνεργάζονται κυρίως με τα δημόσια θέατρα, αλλά επίσης εργάζονται και για κάποια σημαντικά φεστιβάλ, τα οποία σε γενικές γραμμές πραγματοποιούνται το καλοκαίρι. Τα πιο γνωστά είναι το Santarcangelo dei Teatri (κοντά στο Ρίμινι, στην Αδριατική θάλασσα), το Festival delle Colline Torinesi (στο Τορίνο), το Drodesera (στο Dro, στο βόρειοανατολικό τμήμα της Ιταλίας), το Viefestival (στη Μόντενα και Μπολόνια) και το Romaeuropafestival (στη Ρώμη). Τα φεστιβάλ αυτά είναι πραγματικά σημαντικά επειδή φιλοξενούν μερικές από τα καλύτερες ιταλικές —και ξένες— θεατρικές ομάδες της σύγχρονης σκηνής, που συνήθως αποκλείονται από τα Εθνικά Θέατρα.

 

Με τη βοήθεια των φεστιβάλ, λοιπόν, το κοινό είναι σε θέση να δει κάποιες ιδιωτικές και ανεξάρτητες ομάδες, όπως τις Motus, Anagoor, Opera, Teatro Sotterraneo, Cuocolo/Bosetti, Muta Imago, Fibre Parallele. Κάθε ομάδα από τις παραπάνω έχει τη δική της ιδιόμορφη δραματική γλώσσα του και ακολουθεί τη δική του ιδιότυπη καλλιτεχνική πορεία: οι περισσότερες χρησιμοποιούν με πρωτοτυπία τις νέες τεχνολογίες και κάποιες σκοπίμως παραμελούν τον λόγο για να τονίσουν την εικόνα και την κίνηση έτσι ώστε οι παραστάσεις τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχεδόν σαν εγκαταστάσεις σύγχρονης τέχνης (Muta Imago, Opera). Η ομάδα Anagoor, που ιδρύθηκε από μια ομάδα νέων καλλιτεχνών από το Castelfranco Veneto (δίπλα στην Βενετία), τονίζει τα οπτικά και ηχητικά στοιχεία του θεάτρου, χωρίς να παραβλέπει το λόγο και πριν από τρία χρόνια παρουσίασαν την παράσταση που ονομάζεται L.I. Lingua Imperii, και αφορά τη δύναμη των λέξεων στις απολυταρχικές χώρες, στο παρόν και στο παρελθόν.

 

Η Teatro Sotterraneo, επίσης, είναι μια ομάδα από τη Φλωρεντία, πραγματικά ασεβής και ειρωνική. Παρουσιάζει την υποκρισία και τα ελαττώματα της κοινωνίας μας έχοντας επινοήσει μια πρωτότυπη γλώσσα, τόσο αστεία όσο και τρομερά σοβαρή: το κοινό γελάει αλλά σύντομα το χαμόγελο γίνεται δάκρυ ή μορφασμός. Ακόμη, η Fibre Parallele, που ιδρύθηκε από τους Licia Lanera και Riccardo Spagnulo, δύο ηθοποιούς/ συγγραφείς/ σκηνοθέτες από το Μπάρι (στο νότιοανατολικό τμήμα της Ιταλίας), συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία ενός πορτρέτου της ιταλικής κοινωνίας, χρησιμοποιώντας μια σκληρή και ζωντανή σκηνική γλώσσα, στην οποία αναμιγνύει ιταλικά και διαλέκτους με έντονες χειρονομίες.

 

Αντιθέτως, η Motus είναι μια ομάδα που την απασχολούν πολύ περισσότερο τα πολιτικά ζητήματα, όπως οι επαναστάσεις στις αραβικές χώρες ή η οικονομική κρίση στην Ελλάδα (Αλέξης, μια Ελληνική τραγωδία), χωρίς να παραβλέπει και τα πολύ πιο προσωπικά θέματα, όπως η σεξουαλική ταυτότητα, που ερευνήθηκε στην τελευταία τους παραγωγή, MDLSX, από το μυθιστόρημα Middlesex του Τζέφρι Ευγενίδης. Οι παραστάσεις της Motus είναι καθολικές και συγκινητικές, περιλαμβάνουν βίντεο, μουσική και υποκριτική μαζί με μια ευρηματική χρήση σκηνικών αντικειμένων. Η ομάδα ιδρύθηκε το 1991 από τους Daniela Nicolò και Enrico Casagrande, από το Ρίμινι και συνήθως συνεργάζονται με ανδρόγυνους ηθοποιούς, όπως η Silvia Calderoni, που ήταν η πρωταγωνίστρια του σόλο MDLSX. Η Motus έχει ευρεία αναγνώριση στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γαλλία, όπως και η ομάδα Cuocolo/Bosetti, που αποτελείται από τον Renato Cuocolo (θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη) και την Roberta Bosetti (θεατρική συγγραφέα και ηθοποιό), η οποία έχει ζήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μελβούρνη. Το ζευγάρι έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο είδος θεάτρου έξω από τους παραδοσιακούς θεατρικούς χώρους προτιμώντας αντ’ αυτών το δικό τους σπίτι ή ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και απευθύνεται σε μικρότερες ομάδες θεατών, ακόμη και μόνο σε έναν. Τους απασχολεί η έννοια του ιδιωτικού σπιτιού ως δημόσια σκηνή, η ανήσυχη αίσθηση του άγνωστου μέσα στο γνώριμο, το ανοίκειο μέσα στην οικειότητα, η σχέση μεταξύ της ζωής της ίδιας της ηθοποιού και του δημόσιου ρόλου της. Έτσι οι παραστάσεις τους είναι πάντα μοναδικές θεατρικές εμπειρίες που δονούν βαθιά το κοινό. Οι Cuocolo/Bosetti δεν εισπράττουν καθόλου δημόσιο χρήμα, αλλά ο κόσμος τους εκτιμά πραγματικά και έχουν πολλούς πιστούς υποστηρικτές. Όπως και οι άλλες ομάδες που έχω αναφέρει, είναι σε θέση να προσελκύσουν έναν τεράστιο αριθμό των θεατών, μαζί με τη θετική αναγνώριση της κριτικής, αλλά δεν λαμβάνουν τη δημόσια οικονομική στήριξη που τους αξίζει κι έτσι, πολύ συχνά, αναγκάζονται να περιοδεύουν στο εξωτερικό, αφού, όπως λένε, «ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι».

 

 


Laura Bevione

Η Laura Bevione έχει διδακτορικό στην Ιστορία των Παραστατικών Τεχνών από τη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας. Από το 1998 είναι ανταποκρίτρια από το Πιεμόντε του θεατρικού περιοδικού “Hystrio” (www.hystrio.it). Είναι πολιτιστική συνεργάτης του Festival delle Colline Torinesi και του Fondazione Teatro Piemonte Europa (ΤΡΕ) στο Τορίνο. Από το 1999 έως το 2004 υπήρξε συνεργάτης του θεατρικού περιοδικού “Drammaturgia” και από το 2001 του www.drammaturgia.it. Είναι, επίσης, συνεργάτης στην ιστοσελίδα www.sistemateatrotorino.it.

 


Μετάφραση – Επιμέλεια: Μενέλαος Καραντζάς

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο