Η μέρα είναι μικρή για να την παραδώσω στον εχθρό μου.
Η νύχτα μεγαλύτερη.
Γιατί το όνειρο μετριέται πάντα σε διπλάσιο χρόνο,
Μία το βλέπεις, μία το θυμάσαι.
Είχαμε φτάσει στο απροχώρητο. Βλέπαμε εχθρούς εκεί που δεν υπήρχαν. Αυτούς που κάποτε τους είχαμε για φίλους. Που δεν μας πείραξαν ποτέ, που δεν μας έθιξαν ποτέ. Κι όμως εμείς κάναμε πόλεμο μαζί τους.
Και ήρθε ο βασιλιάς. Με την κορώνα στο κεφάλι. Και μας πρόσβαλε.
Κι εμείς δεν είχαμε δυνάμεις. Ούτε γνώσεις. Πώς πολεμάς έναν αληθινό εχθρό. Γιατί σπαταληθήκαμε χρόνια και χρόνια στους ανύπαρκτους. Περάσαμε τα ορατά για αόρατα και τα αόρατα για περατά. Και κάναμε πνευμόνια οι άνθρωποι, φυσώντας μανιασμένοι τους ανθρώπους.
Παιδιά που τα ’βαλαν με τους γονείς τους, γονείς που τα ’βαλαν με τα παιδιά τους, φίλοι που έδιωξαν φίλους, εραστές που πλήγωσαν εραστές, πρώην που πίκραναν νυν, γείτονες που έφτυσαν γείτονες, συνεργάτες που πρόδωσαν συνεργάτες, γνωστοί που έβρισαν αγνώστους, άγνωστοι που λιθοβόλησαν γνωστούς.
Και ήρθε ο βασιλιάς. Με την κορώνα στο κεφάλι. Και μας πρόσβαλε. Μας είπε όλους «ίσους».
Η μέρα μετά ας είναι μέρα μηδενός. Εξαιρουμένου.