Θα σηκωθούμε μουδιασμένοι να ξεδιπλώσουμε μαλακά τα κόκαλα μας. Θα ισιώσουμε απαλά το δέρμα μας και θα ξεμπερδέψουμε με τα δάχτυλα τα αχτένιστα μαλλιά μας. Θα γλείψουμε τα χέρια μας, θα τρίψουμε τα μάτια και θα τραβήξουμε πάνω σιγά-σιγά τις σκέψεις που στενεύτηκαν από απειλές για να τις ξεσκονίσουμε. Θα κλείσουμε τα τηλέφωνα, θα αφήσουμε ασκούπιστο το σπίτι και θα απομακρυνθούμε απ τις οθόνες. Θα τινάξουμε από πάνω μας τη μελαγχολία και θα ζυμώσουμε ένα μικρό μπαλάκι τον θυμό, να τον κολλήσουμε πίσω από το αυτί ή να τον βάλουμε στην τσέπη μας μέχρι να τον πλάσουμε μαζί κάτι άλλο. Θα ανοίξουμε διστακτικά τις πόρτες και ανυπόμονα θα βγούμε έξω να περιπλανηθούμε άσκοπα. Θα χαμογελάμε όταν σκοντάφτουμε πάνω σε αγνώστους από αφηρημάδα· μία μικρή τυχαία συνωμοσία. Θα φλερτάρουμε. Θα αγκαλιάσουμε τους φίλους μας και θα σηκώνουμε στον αέρα τα μικρά παιδιά τους. Θα πέφτουμε με φόρα ο ένας πάνω στον άλλο και θα φιλιόμαστε· ένας αδέξιος και απολαυστικός χορός. Θα ταξιδεύουμε χωρίς τα εχέγγυα μίας βεβαίωσης κίνησης. Θα περπατάμε ασυνάρτητα. Θα απεργήσουμε. Θα κατεβούμε στις πορείες. Θα συνωστιζόμαστε. Θα συζητάμε για το ασφαλιστικό, την ανεργία, τον έρωτα, τα «εργασιακά» και την επόμενη παράσταση χωρίς να μας ακολουθούν νεκρώσιμες ανακοινώσεις.