Τις Κυριακές, καθώς γύριζε σπίτι περνούσε έξω από το καφενείο της γειτονιάς: συγκεκριμένοι άνθρωποι κάθονταν (το καφενείο ήταν πολύ μικρό), ανάμεσά τους ένας ηλικιωμένος γείτονας στον οποίο εκείνη δεν είχε μιλήσει ποτέ. Μια Κυριακή παρατήρησε για λίγο αυτόν τον γείτονα, μια Κυριακή που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε Κυριακή, μια Κυριακή που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Ο άντρας κάθεται στην καρέκλα, ανοίγει τα χέρια ενώ μιλά, σταυρώνει τα χέρια προς τα κάτω όταν σωπαίνει, γέρνει το σώμα προς τον συνομιλητή του, βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα, τοποθετεί το τσιγάρο στα χείλη, μιλά με το τσιγάρο στα χείλη, ανάβει το τσιγάρο, πιάνει το τσιγάρο με το άλλο χέρι, το χέρι με το τσιγάρο μένει μετέωρο μπροστά στο στόμα, βάζει το τσιγάρο στα χείλη, φυσάει τον καπνό, τεντώνει το χέρι προς το τασάκι, τινάζει τη στάχτη, ακίνητος μιλά ξεφυσώντας τον καπνό. Όλα αυτά μια Κυριακή που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε Κυριακή, μια Κυριακή που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μέρα.
Σήμερα γυρίζει σπίτι, δρόμοι άδειοι, καφενεία κλειστά (άραγε πού να βρίσκεται εκείνος ο γείτονας), τα χέρια ιδρώνουν μέσα από τα γάντια (στην τσάντα έχει πάντα άλλο ένα ζευγάρι), στη δουλειά πλένει δεκάδες φορές τα χέρια (άραγε όσους εξυπηρέτησε σήμερα ήταν εντελώς καλά;), τα χέρια έχουν γίνει σκληρά, δεν αναγνωρίζει αυτά τα χέρια, το βάδισμα γίνεται γρήγορο, το μέτωπο ιδρώνει, αποφεύγει να αγγίξει το μέτωπο με τα χέρια, αποφεύγει να μιλήσει σε άνθρωπο (εκείνο το κινητό που χτυπάει, θα συνεχίσει να χτυπά), σκέφτεται εκείνες τις Κυριακές που θα μπορούσαν να είναι οποιεσδήποτε Κυριακές, εκείνες τις Κυριακές που θα μπορούσαν να είναι οποιεσδήποτε ημέρες, και είναι σίγουρη (ίσως μόνο γι’ αυτό), ότι αυτό θέλει περισσότερο από καθετί, αυτό μόνο: να επιστρέψουν εκείνες οι οποιεσδήποτε Κυριακές, εκείνες οι οποιεσδήποτε ημέρες.