Τους τελευταίους μήνες είχα σταματήσει ούτως ή άλλως να βγαίνω από το σπίτι μου. Μόνο για τα βασικά. Να πάω που; Όλοι έχουν τις οικογένειές τους. Εγώ… Δύο χρόνια χωρίς σύντροφο. Πόσο δύσκολο είναι να βρεις έναν άνθρωπο να ταιριάξεις… Τρία χρόνια χωρίς γονείς. Μου λένε οι φίλες μου ότι κόλλησαν με τους γονείς τους στο σπίτι, τώρα που είναι σχεδόν όλα κλειστά. Με παίρνει η Σοφία τηλέφωνο και μου λέει ότι θέλει να σπάσει τα πάντα μες το σπίτι. Ο πατέρας της τη νευριάζει συνεχώς και η μάνα της το μόνο που κάνει είναι να μαγειρεύει. Μαγειρεύει τόσα πολλά που δεν χωράει πλέον τίποτα και στο δεύτερο ψυγείο που αγόρασαν. Εγώ… Εγώ έχω το ψυγείο μισοάδειο. Τοστ, μακαρόνια, καμιά μπριζόλα… Φρούτα δεν τρώω. Έτρωγα όταν ζούσε ο πατέρας και μου ‘στελνε με το κτελ μήλα και πορτοκάλια. Τώρα τίποτα. Κάθομαι στον υπολογιστή και γράφω. Και σκέφτομαι τη δική μου μητέρα που με έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε «δίνεις τις πιο όμορφες αγκαλιές, Στελλίτσα». Ναι, ρε μάνα. Αλλά πρέπει να έχεις και κάποιον ν’ αγκαλιάσεις. Και μιλάω ξανά με φίλες, που έχουν συντρόφους, και μαλώνουν όλη τη μέρα μες το σπίτι. Γιατί δεν κλείνουν το στόμα τους και ν’ αγκαλιαστούν; Γιατί δεν μένουν έτσι, αγκαλιασμένοι, μέχρι να περάσει το κακό; Εγώ δεν έχω τώρα κανέναν. Αλλά αγκαλιάζω εσένα, μαμά, εσένα, μπαμπά, και δε νιώθω μόνη. Κι όταν περάσει το κακό θα προσπαθήσω να βρω κι άλλους ανθρώπους να αγκαλιάσω. Σας το υπόσχομαι.