Η Τζίνη Παπαδοπούλου είναι μια ηθοποιός με μια πολύ σημαντική πορεία στο θέατρο, στην τηλεόραση αλλά και στον κινηματογράφο. Είναι όμορφη, λαμπερή, ταλαντούχα, μορφωμένη, εργατική αλλά και ιδιαίτερης ποιότητας.
Τι είναι για εσάς το θέατρο;
Μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι πολύ απλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς το θέατρο. Βεβαίως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στιγμές στη ζωή μου, όπως και κάθε ηθοποιού ίσως, που δεν κάνω ακριβώς τα πράγματα που επιθυμώ. Παρ’ όλα αυτά, ό,τι σκέφτομαι και ό,τι κάνω με έναν τρόπο στη ζωή μου, σχετίζεται με τη δουλειά μου. Και είμαι από τους ευτυχείς ανθρώπους που έτυχε τη δουλειά μου να την επιλέξω και να την αγαπώ, και να μην έχω αλλάξει γνώμη για το πόσο την αγαπώ όλα αυτά τα χρόνια. Βεβαίως υπάρχουν δυσκολίες, υπάρχουν διαστήματα που απογοητεύεσαι, τρως ήττες, σηκώνεσαι, ξαναπέφτεις, ξανασηκώνεσαι, αλλά το θέατρο για εμένα είναι μία διαδικασία αναγέννησης, αναμέτρησης με τον εαυτό σου, με τις δυνάμεις σου, με τις δυνάμεις του σύμπαντος. Θεωρώ ότι είναι μια σπάνια τέχνη και ότι οι άνθρωποι που κάνουνε αυτή την δουλειά – χόμπι – τέχνη – όπως αλλιώς μπορεί να το πει ο καθένας, είμαστε πολύ τυχεροί. Και μόνο έτσι μπορώ να το αντιμετωπίζω.
Στην καριέρα σας υπήρχαν επιτυχίες, θα υπήρχαν, όμως, σίγουρα και αποτυχίες. Αυτές τις υπολογίζετε ή τις αγνοείτε;
Όχι, κανείς τα σημάδια του τα μετράει και οφείλει να τα μετράει, γιατί γενικώς η ζωή είναι μια μάχη. Όχι μια μάχη, είναι ένας αγώνας. Και όχι απλώς αγώνας επιβίωσης, αγώνας γενικώς να υπερβείς τις καταστάσεις που σε πάνε πίσω, τους ανθρώπους, τα πράγματα. Σε αυτόν τον αγώνα δίνεις μάχες που τις χάνεις. Αλλά αυτά είναι σημάδια που τα κουβαλάς και είναι φάροι. Κατά την γνώμη μου, και με έναν τρόπο, πολύ πιο ισχυροί από τις όποιες επιτυχίες γιατί το αίσθημα της επιτυχίας, επειδή σε γεμίζει και επειδή έχεις δίπλα σου πάρα πολύ κόσμο που μπορεί να χαίρεται μαζί σου, ή τέλος πάντων να το μοιράζεσαι αυτό, λίγο κατευνάζει τις αντιστάσεις, τις αισθήσεις, δημιουργεί μια αμβλύτητα. Ενώ το αίσθημα της αποτυχίας είναι ξινό και οξύ και άρα σε κρατάει πάντα σε μια άλλη εγρήγορση.
Περνώντας τα χρόνια αλλάζετε εσείς μέσα από τη δουλειά σας ή αλλάζοντας η δουλειά σας αλλάζετε κι εσείς;
Κάπως γίνονται και τα δύο μαζί. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, αφού το ρωτάς, νομίζω ότι μάλλον μέσα από την δουλειά μου ωριμάζω, παρά εξωγενώς. Δηλαδή, επειδή είχα και έχω την χαρά να κάνω πράγματα ενδιαφέροντα και διαφορετικά, η διαρκής ενασχόληση, τέλος πάντων, με πολλών ειδών προσωπικότητες, τόσο σε επίπεδο συναδελφικό, όσο και σε προσωπικό, με την έννοια ότι η αναμέτρηση καθενός μας με ένα ρόλο, είναι κατά κάποιο τρόπο το να παρεισφρέεις μέσα σε μια προσωπικότητα και να βρίσκεις τα δικά σου κοινά για να μπορέσεις να την αποδώσεις, κάτι σου δημιουργεί, κάτι σου αφήνει. Κάποιο σημάδι. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι όλοι οι ρόλοι το κάνουν αυτό αλλά ναι οι περισσότεροι ρόλοι όντως με έχουν αλλάξει, όχι κατ’ ουσίαν, έχουν σμιλέψει, εν πάση περιπτώσει, το πρωτογενές υλικό με κάποιον τρόπο.
Άρα εσείς «φεύγοντας» από τους ρόλους, δεν τους ξεχνάτε, αλλά κάπως τους κουβαλάτε, με τα χρόνια, μαζί σας.
Όταν ένας άνθρωπος φεύγει από τη ζωή τον ξεχνάς; Και αν υπήρξε και αγαπημένος άνθρωπος; Με τον ίδιο τρόπο ούτε έναν ρόλο τον ξεχνάς. Τον κουβαλάς σαν έναν συγγενή που έφυγε, που πέθανε. Δεν θα έλεγα πέθανε, γιατί μπορεί να ξανατύχει να ξαναπαίξεις κάποιο ρόλο στην ζωή σου, αλλά σαν κάποιον πολύ δικό σου, ο οποίος αυτή την στιγμή είτε δεν είναι ακριβώς εν ζωή, είτε είναι κάπου πολύ μακριά αλλά πάντα σε συντροφεύει. Και προς Θεού, αυτό μην θεωρηθεί ούτε ψυχασθενικό, ούτε σχιζοφρενικό. Δεν το λέω με αυτή την έννοια, ούτε πιστεύω ότι οι ηθοποιοί χάνονται ή πρέπει να χάνονται μέσα στους ρόλους και άλλα τέτοια ρομαντικά. Όχι. Είναι μια δουλειά. Παρ’ όλα αυτά, επειδή έχει αυτή την ιδιαιτερότητα, με έναν τρόπο σχετίζεται και με τη δουλειά που κάνουν οι ψυχίατροι. Δεν νομίζω ότι όλοι οι ψυχίατροι είναι ψυχασθενείς. Η συγχρώτιση με προσωπικότητες και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεσαι τους διαφορετικούς ανθρώπους που έχεις να υποδυθείς, σε κάνουν να μη θέλεις να τους αφήσεις γιατί έχουν γίνει κομμάτι σου. Τώρα κάπου βρίσκονται , εν υπνώσει, κάπως. Σε μια κατάσταση.
Τι συμβαίνει αν ξανασυναντήσετε έναν ρόλο, σε διαφορετικό πλαίσιο;
Έχει σημασία το πλαίσιο μεγάλη, αλλά νομίζω ότι είναι ευτυχής ένας ηθοποιός που του τυχαίνει να παίξει δεύτερη φορά τον ίδιο ρόλο με κάποια απόσταση χρόνου. Γιατί η εμπειρία που συλλέγεις και από τη ζωή σου, την καθημερινότητά σου αλλά και από την τριβή σου με άλλους ρόλους, σε πάει αλλού. Μετά αυτό το καταλαβαίνεις και όταν παίζεις σε ένα έργο αρκετά χρόνια. Δηλαδή παραστάσεις που παίζονται παραπάνω από έναν χρόνο, μία σεζόν, ξαφνικά μπορεί να φτάσεις την τελευταία βδομάδα και να ξεκλειδώσει μέσα στο μυαλό σου μία, ας πούμε, απόχρωση ενός τονισμού που για εσένα μπορεί να ξεκλειδώνει το σύμπαν. Για έναν θεατή, ή για κάποιον που θα το δει μία φορά μπορεί να είναι αμυδρό ασήμαντο ή και ανύπαρκτο. Για κάποιον ο οποίος δουλεύει πάνω στην τέχνη του, μπορεί πραγματικά να είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οπότε, αν σου δινόταν η ευκαιρία να το ξανακάνεις, είχες ένα πάτημα το οποίο την βδομάδα που θα σου έμενε να τελειώσεις την παράσταση, δεν θα το προλάβαινες ενώ όταν θα το ξανάπιανες από την αρχή θα είχε μια άλλη βάση.
Έχετε κάποια μέθοδο; Δηλαδή πώς ξεκινάτε από την Τζίνη για να γίνετε ένας ρόλος;
Καταρχήν δεν ξεχνώ ποτέ την Τζίνη. Θέλω να πω, ότι θεωρώ ότι σε έναν βαθμό μέσα στον άνθρωπο ενυπάρχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία προσωπικότητας, που στην καθημερινότητά του εξελίσσονται και εκτυλίσσονται με δεδομένο το περιβάλλον του, τις προσλαμβάνουσες, τη μόρφωσή του, τις εμπειρίες του κλπ. Αλλά εν δυνάμει, έχει κι άλλα στοιχεία, τα οποία, πολύ συχνά, στην καθημερινότητά του δεν εμφανίζονται ή δεν τα εκμεταλλεύεται, να στο πω έτσι, ενώ στη δημιουργία ενός ρόλου – προσώπου μπορεί να του είναι πάρα πολύ χρήσιμα. Τώρα, σε ότι αφορά το πώς προσεγγίζω έναν ρόλο, για εμένα, και αυτό είναι ένα πράγμα που διδάσκω και πιστεύω ακράδαντα, για τον ηθοποιό, εν αρχή ην ο λόγος. Το κείμενό σου δηλαδή. Και αν είναι καλογραμμένο, ένα κείμενο, τα κλασικά κείμενα το αποδεικνύουν διαρκώς αυτό, εμπεριέχει τα πάντα. Ό,τι θέλεις να ξέρεις. Απλά χρειάζεσαι κλειδιά για να μπορέσεις να καταλάβεις τι είναι αυτό που είναι κρυμμένο πίσω από τις λέξεις. Και βέβαια, όπως όλα τα πράγματα, τίθεται θέμα ερμηνείας. Δηλαδή μπορεί να ανακαλύψεις 10 και από εκεί και πέρα να αποφασίσεις ότι σε ενδιαφέρει να φωτίσεις το 1, τα 7. Και στη συνέχεια δουλεύεις πάνω σε αυτό. Αλλά ναι, πραγματικά, για εμένα εν αρχή είναι το κείμενο.
Πώς συνδιαλέγεστε με το κείμενο; Μαθαίνετε τα λόγια; Σας αφορά η γλώσσα, ο τρόπος που είναι γραμμένο;
Θα απαντήσω: all of the above (γέλια). Δηλαδή ξεκινάει κανείς από τη γενική αίσθηση που του προκαλεί ένα έργο, που είναι πρωτογενής και πιο κοντά στο ένστικτο. Που, βέβαια, υπάρχει ο κίνδυνος με τα χρόνια, το ένστικτο να αλλοιωθεί, ακριβώς γιατί μπαίνει στη μέση η εμπειρία, οι γνώσεις, η δυνατότητα να καταλάβεις και τι μπορεί να κρύβεται πίσω από… Οπότε, αυτό τουλάχιστον προσπαθώ, να είναι όσο το δυνατόν πιο αγνό το βλέμμα στην πρώτη ματιά και από εκεί και πέρα αρχίζει μία μελέτη που αφορά το πρόσωπο, το πώς συνδέεται με τα άλλα πρόσωπα, και επίσης είναι μία μελέτη η οποία έχει να κάνει σε δεύτερο επίπεδο, οπωσδήποτε με τις λέξεις, και με τον τρόπο που κάθε συγγραφέας γράφει και γιατί επιλέγει αυτή τη λέξη αντί μιας άλλης. Γιατί μέσα σε αυτή την επιλογή μπορεί να κρύβονται πάρα πολλά μυστικά. Και αυτό έφτασα μεγάλη για να το καταλάβω, αλλά είχα μία δασκάλα πολύ σπουδαία, την Μαρία Κυρτζάκη, πέθανε πρόσφατα, η οποία ήταν και ποιήτρια, η οποία έκανε μάθημα στην σχολή του Εμπρός, όπου παρακολουθούσα για ένα διάστημα ακροάτρια, ούσα ήδη ηθοποιός, ένα μάθημα λόγου. Η Μαρία, λοιπόν, έκανε το εξής μάθημα. Έπαιρνε ένα κείμενο, και το ανέλυε, όχι νοηματικά αλλά σε σχέση με αυτό που πραγματικά ήθελε να πει. Και σου έλεγε, ότι εσύ, ως ηθοποιός, αυτό καλείσαι να βρίσκεις. Τώρα, το πως θα σου ζητήσει ο σκηνοθέτης να το αποδώσεις, να το ερμηνεύσεις, τι να κρύψεις, τι να δείξεις κλπ, είναι μια άλλη ιστορία, αλλά ο ηθοποιός σαν ηθοποιός, οφείλει να ξέρει τι είναι αυτό το οποίο έχει να πει ή να κάνει. Από εκεί και πέρα οι ερμηνευτικές γραμμές είναι πάρα πολλές.
Ποια είναι η σχέση σας με τους σκηνοθέτες. Νιώθετε εργαλείο ή συνδημιουργός;
Αυτό εξαρτάται από τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Θέλω να πω, υπάρχουν σκηνοθέτες οι οποίοι θέλοντας ή μη, επιβάλουν, και δεν το λέω πραξικοπηματικά, το λέω ότι τελικά αυτό συμβαίνει, τον δρόμο τους, τον τονισμό τους, θα πω έτσι πρακτικά, τον τρόπο που θέλουν κάτι να παιχτεί και υπάρχουν σκηνοθέτες που είναι πολύ ανοιχτοί σε προτάσεις. Αναλόγως λοιπόν την περίπτωση, σε μία περίπτωση είσαι εργαλείο – ερμηνευτής, στην άλλη περίπτωση είσαι συνδημιουργός. Βεβαίως, αυτό είναι κάτι που το αποδέχομαι ακριβώς επειδή δεν έχω καθόλου βλέψεις σκηνοθετικές. Τον τελευταίο λόγο τον έχει ο σκηνοθέτης. Αυτό όμως έχει ένα κλείσιμο ματιού. Γιατί, βεβαίως, τον τελευταίο λόγο τον έχει ο σκηνοθέτης, αλλά την ώρα της παράστασης πάνω στο σανίδι είσαι εσύ και ο συμπαίκτης σου. Άρα, αυτό που θα προκύψει, είναι αυτό που θα προκύψει. Και όσο πιο καλό συμπαίκτη, όσο πιο καλή επικοινωνία έχεις με τον συμπαίκτη σου επί σκηνής, τόσο πιο ωραία πράγματα θα βγουν. Βεβαίως, ξαναλέω, όχι κατά παρέκκλιση αυτού που είναι το συμφωνηθέν. Γενικά, δεν είμαι πολύ της γραμμής του ότι απόψε αισθάνομαι έτσι και θα παίξω έτσι και δεν με νοιάζει πηγαίνετε να πνιγείτε όλοι. Όχι. Κάθε άλλο. Η δουλειά μας, των ηθοποιών, είναι δουλειά ομαδική. Αυστηρά ομαδική. Μπορεί η προετοιμασία να είναι προσωπική, και ο τρόπος της δουλειάς προσωπικός, αλλά το αποτέλεσμα, με εξαίρεση προφανώς τους μονολόγους, είναι απόλυτα ομαδικό. Και αν υπάρχει κάτι δυσλειτουργικό σε μία ομάδα, δεν μπορεί να λειτουργήσει το σύνολο. Δεν μπορεί να παράξει αποτέλεσμα, δεν μπορεί να δημιουργηθεί παράσταση.
Εσείς πώς τοποθετείτε τον εαυτό σας σε αυτό το ετερόκλιτο σύνολο που λέμε θέατρο;
Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Γενικά, πάντα λέω το εξής, ότι μπορεί να μην είμαστε οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου οι ηθοποιοί, αλλά δεν θα έκανα παρέα με κανένα άλλο σινάφι. Το λέω έτσι πολύ ωμά (γέλια). Όχι γιατί δεν κάνω παρέα με άλλους ανθρώπους, προς Θεού, αλλά γιατί αυτά που μπορώ να πω με έναν ηθοποιό, είτε είμαστε φίλοι κολλητοί, είτε δεν είμαστε, δεν μπορώ να τα πω και να τα μοιραστώ με κάποιον άλλον. Δεύτερον, γενικά μου αρέσει πάρα πολύ, είτε να συνεργάζομαι με ανθρώπους που έχω ξανασυνεργαστεί, είτε να συναντώ εντελώς καινούριους ανθρώπους, γιατί και τα δύο έχουν το καθένα την δική του χάρη. Η, μεν, επανασύνδεση με πρόσωπα οικεία και αγαπημένα, έχει μια άλλη ζεστασιά, μια άλλη σιγουριά και δομείται αλλιώς το όλο πράγμα, η, δε, συνάντηση με νέους, ή τέλος πάντων, συναδέλφους με τους οποίους δεν έχεις ξανασυνεργαστεί, έχει αυτή τη χαρά και την προσμονή και προσδοκία, του αναπάντεχου, της καινούριας, ας πούμε, γνωριμίας, που δεν ξέρεις πώς μπορεί να εξελιχθεί και τι ωραίο μπορεί να φέρει. Γενικά είμαι πολύ ανοιχτή και δεχτική στους ανθρώπους, δεν με θεωρώ παράξενη. Από την άλλη οφείλω να πω και κάτι άλλο, δεν πιστεύω ότι σώνει και ντε, επειδή δουλεύω σε μία δουλειά, πρέπει να είμαι φίλη με όλους. Δηλαδή, το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα, συμβαίνει και στο θέατρο. Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι σε μία παράσταση, κωμωδία ή δράμα, δεν έχει να κάνει, όλοι οι ηθοποιοί είναι μεταξύ τους αγαπημένοι και κάνουν παρέα όλη την ώρα, και βγαίνουν και μιλάν στα τηλέφωνα. Αυτή είναι μια ιδανική συνθήκη, έχω τη χαρά να μου έχει συμβεί, αλλά θα έλεγα ότι είναι μια σπάνια συνθήκη. Το σύνηθες είναι να ταιριάξεις με έναν, δύο ή και κανέναν. Γιατί πάνω απ’όλα έχεις να κάνεις με μία δουλειά. Αυτό που σε ανακουφίζει και σε κάνει να νιώθεις ωραία στη δουλειά σου είναι το να ξέρεις ότι οι συνάδελφοί σου έχουν την ίδια αγάπη, προσήλωση και επαγγελματισμό απέναντι στα πράγματα, οπότε ως προς αυτό τον τομέα μπορείς να συνεννοηθείς. Και αυτό είναι πολύ βασικό. Βασικότερο από οποιαδήποτε φιλική, δεν ξέρω εγώ τι άλλο, σχέση. Και προς Θεού, στο θέατρο δεν πάμε για να βγάλουμε τα εσώψυχά μας ο καθένας και να κάνει την ψυχανάλυσή του. Για αυτά υπάρχουν γιατροί, ειδικοί, εξαίρετοι, που κάνουν πάρα πολύ ωραία δουλειά και απαλλάσσουν γενικώς τον κόσμο από τα άγχη του. Το θέατρο δεν είναι για αυτό. Δεν είναι ψυχοθεραπευτικό μέσο. Ως επάγγελμα. Το θέατρο είναι μία τέχνη που εξασκείται από επαγγελματίες, και οι οποίοι γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ο καθένας γιατί βρίσκεται εκεί, τι θέλει, και όσο πιο πολύ έχουν την συνείδηση ότι αυτό που κάνουν είναι κάτι που αφορά όλους, άρα πρέπει να υπάρχει σύμπνοια και ομαδικότητα, τόσο καλύτερα. Αν όμως δεν το γνωρίζουν κιόλας, πάλι θα βρεθεί ο τρόπος. Δηλαδή μην τρελαθούμε…
Ζούμε σε μια Ελλάδα της κρίσης, έχει γεμίσει ο τόπος από μικρά θέατρα, ομάδες κλπ. Υπάρχουν μέσα σε αυτή την πληθώρα και αυτοί που κάνουν την «τρέλα» τους. Μήπως αυτό επιβαρύνει τον επαγγελματισμό του χώρου;
«Υπάρχει, βεβαίως. Αυτό, όσο και αν σου φαίνεται παράδοξο, δεν αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες. Αφορά τις κάπως νεώτερες. Και δεν το λέω με εμπάθεια. Απλά, έχει τύχει να τους συναντήσω. Εκεί μπορεί να κάνω λάθος. Αυτό που σίγουρα υπάρχει, υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη για να εκφραστούν οι νέοι άνθρωποι, υπάρχει μεγάλη αγωνία, ακριβώς, γιατί το επάγγελμα πια βιώνει την κρίση πολύ έντονα. Γιατί η δουλειά μας, κακά τα ψέμματα, ανήκει στην ψυχαγωγία. Όπου κάποιος, έτσι και να το πούμε πρακτικά, σε μια συνθήκη δυσκολίας οικονομικής, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί να κόψει ή ένα από τα πρώτα πράγματα, είναι η ψυχαγωγία του. Οπότε και οι θεατρόφιλοι, εκεί που θα πήγαιναν σε 10 παραστάσεις τον χειμώνα, θα πάνε σε 5 ή σε 3, γιατί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε παραπάνω. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, αφενός, να μην υπάρχουν αρκετές παραστάσεις για να απορροφηθούν νέοι άνθρωποι, αφετέρου, πολλά σχήματα να κρατούν αυτή τη λογική, ότι χρησιμοποιώ κάπως δοκιμασμένους επαγγελματίες για να έχω και μια σιγουριά για το αποτέλεσμά μου, οπότε βεβαίως, οι νέοι άνθρωποι είναι λογικό να στραφούν σε πιο alternative καταστάσεις. Σε ομάδες, μικρά θέατρα, κλπ. Και θα ήταν παράλογο αν δεν το κάναν να σου πω την αλήθεια. Εδώ το κάνουν και άνθρωποι στη δικιά μου ηλικία. Γιατί σε άλλες εποχές θα είχα την οικονομική δυνατότητα να το κάνω χωρίς να το σκεφτώ. Τώρα δεν την έχω. Άρα αναγκαστικά θα βρεθώ με 3, 4 το πολύ συναδέλφους που έχουμε την ίδια λόξα, λέγοντας λόξα και πάλι δεν εννοώ ψυχοθεραπεία κλπ, μην παρεξηγούμαι, την ίδια αγάπη και τον ίδιο τρόπο σκέψης. Οπότε με αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να βρεθώ και να κάνω μία παράσταση σε ένα μικρό θέατρο που είμαστε όλοι ποσοστούχοι, τα λεφτά θα τα έχει βάλει η μαμά μου, η θεία, ο παππούς, και το γνωστό…εμένα λοιπόν μ’αρέσει αυτή η πολυχρωμία. Απλά πιστεύω, εκ των πραγμάτων, αυτό θα ξεφουσκώσει.
Νομίζετε φταίει και λίγο η κρατική μέριμνα σε αυτό ως προς τον πολιτισμό; Βλέπουμε σε χώρες της Ευρώπης, όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γερμανία, ότι υπάρχουν αρκετές κρατικές χρηματοδοτήσεις και δυνατότητες για τους καλλιτέχνες. Δημιουργεί αυτό μια δυσκολία στους νέους Έλληνες δημιουργούς;
Να σου πω τι συμβαίνει στην παρούσα φάση. Αντικειμενικά δεν μπορούν να καλυφθούν, με την έννοια ότι αν αυτή την στιγμή, σου λέω, ότι υπάρχουν ομάδες συνομήλικών μου, και δεν είμαι νέα, οι οποίες προσπαθούν να κάνουν δουλειές, και τέλος πάντων να υπάρξουν μέσα στον χώρο. Και από όλες αυτές τις ομάδες των νέων που είναι 200; Να πω έναν αριθμό. Άρα αν έχω 10 θέατρα πρόζας που κάνουν έτσι ποιοτικές, όπως τις λέμε αγοραία, δουλειές, έχω 100 ομάδες ενηλίκων, θα τις πω, ηθοποιών, δηλαδή, με εμπειρία 15 χρόνων, 25, οι οποίοι αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ένα πικ δημιουργικότητας και θέλουν να κάνουν πράγματα. Και έχω και άλλες 200 ομάδες, σε πολύ ανεύθυνη ανάλυση, που είναι πολύ νέα παιδιά, που έχουν βγει από την σχολή, 1, 2, 5 χρόνια και θέλουν αντίστοιχα να δώσουν το στίγμα τους, να δείξουν την δουλειά τους, να πουν αυτό που έχουν να πουν ως προς την τέχνη τους. Αυτή την στιγμή, λοιπόν, ο κρατικός κορβανάς, είναι πάρα πολύ περιορισμένος. Δηλαδή, ήδη, νομίζω φέτος, κατάφερε, η δασκάλα μου, η Λυδία Κονιόρδου, ως υπουργός, να δώσει στα θέατρα κάποια χρήματα για να πάρουν μια μικρή, μικρή, πολύ μικρή ανάσα. Από την άλλη, υπάρχει το επιχείρημα των φίλων μου εμπορικών, που λέει όχι. Ας επιβιώσει αυτός που πραγματικά μπορεί να επιβιώσει. Που είναι κι αυτό μία άποψη. Ναι.
Πιο σκληρή θα λέγαμε.
Πιο πραγματιστική. Αυτός που είναι να τον θέλει ο κόσμος, να στο πω πολύ απλά, αυτός και θα υπάρξει. Από την άλλη, βλέπεις ότι όμως, και στην πορεία της τέχνης, δηλαδή από πολύ παλιά μέχρι τώρα, δεν ήταν μόνο τα εμπορικά σχήματα εκείνα τα οποία δημιουργούσαν την πρωτοπορία στην τέχνη.
Και όχι πάντα αυτούς που ήθελε ο κόσμος έτσι; Γιατί υπάρχουν πολλοί μεγάλοι που ξεκίνησαν δύσκολα.
Όλοι έτσι ξεκίνησαν, αλλά θέλω να πω, ότι μέχρι μία εποχή είναι αλήθεια, ότι το θέατρο Τέχνης και η Κοτοπούλη, και η Παξινού και η Λαμπέτη, όλες ήταν σε εμπορικοποιοτικούς θιάσους. Δηλαδή, δεν υπήρχε η έννοια της κρατικής επιχορήγησης. Οπότε, μην μπερδευόμαστε. Το να μπορεί να συνδράμει κάπως το κράτος, τα θέατρα, σε αυτή κιόλας την συνθήκη, να μην πεθάνουν, βεβαίως είναι αξιέπαινο και υπέροχο και να υπάρχει. Από την άλλη μεριά, όμως, πραγματικά γίνεται ένα ξεδιάλεγμα. Εδώ, θα μου επιτρέψεις να κάνω μία παρένθεση. Αυτό που συμβαίνει τώρα και δεν συνέβαινε παλιά, είναι ότι τώρα πια, ακριβώς λόγω της υπερπληθώρας των πραγμάτων που συμβαίνουν, κάποια, λόγω οικονομικής δυνατότητας, έχουν πολύ μεγαλύτερη απεύθυνση στο κοινό, σε διαφημιστικό, ας το πω έτσι χοντρικά, επίπεδο. Οπότε, με τι δυνάμεις θα πάει τώρα ένα παιδάκι που έχει τελειώσει τρία χρόνια της σχολής; Τι, ποιον να πληρώσει; Γιατί πια, έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Ότι πρέπει να πληρώνεις έναν άνθρωπο, ο οποίος ασχολείται με αυτό το κομμάτι της δημοσιότητας της δουλειάς σου, για να την προωθεί. Αυτό, όμως, από μόνο του κοστίζει και μετά λες οκ πού θα μπει; Πού θα χωρέσει, σε ποιο χώρο ακριβώς μπορεί να μπει μια τέτοια διαφήμιση και να τραβήξει το μάτι του άλλου; Εγώ, ας πούμε, θα μπορούσα να έχω την δυνατότητα μιας διαφήμισης σε ένα free press σου λέω. Όταν όμως ο άλλος έχει μία δυνατότητα διαφήμισης παντού; Από τα μπάνερς, από δημοσιεύσεις σε εφημερίδες, σε περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας κλπ, στο ίντερνετ αντιστοίχως. Δεν μπορώ να τον ανταγωνιστώ. Οπότε, αυτό αυτομάτως, με καθιστά σε δυσχερέστερη θέση. Τότε, ήταν όλοι, περίπου, το ίδιο. Δηλαδή πολεμάγαν όλοι, περίπου, με τα ίδια όπλα. Τώρα δεν πολεμούν όλοι με τα ίδια όπλα. Κακά τα ψέματα.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η πρόβα είναι ισχυρότερη από την παράσταση και κάποιοι το αντίθετο. Για εσάς τι ισχύει;
Τίποτα από τα δύο. Κάθε ένα έχει τη δική του χάρη. Η πρόβα είναι ένας χώρος ασφαλείας για τον ηθοποιό, ένας χώρος εξάσκησης, δημιουργικότητας, δημιουργίας, και πειραματισμών. Αυτό, λοιπόν, έχει τη χάρη αυτή. Του δοκιμάζω και μπορεί να κάνω σαχλαμάρες. Δεν φοβάμαι να εκτεθώ, δεν έχω προσυμφωνήσει τίποτα, όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι μπροστά μου, για να συμφωνηθούν. Αυτό είναι η χάρη της πρόβας. Όμως, κάποια στιγμή, όσο κι αν ακούγεται περίεργο ή παράδοξο, κακά τα ψέματα, οι ηθοποιοί είμαστε ματαιόδοξα πλάσματα. Παίζουμε για να μας βλέπουν οι θεατές. Άλλωστε ο ορισμός του θεάτρου είναι ένας ηθοποιός και ένας θεατής. Χωρίς τον θεατή δεν υπάρχει θέατρο. Ενυπάρχει μέσα στην έννοια της λέξης. Ετυμολογικά. Οπότε, όταν λοιπόν το σύστημα της πρόβας φτάσει σε ένα σημείο όπου ο σκηνοθέτης κατά κύριο λόγο θεωρήσει ότι αυτό που έχει φτιάξει είναι έτοιμο να παρουσιαστεί στο κοινό, αρχίζει η διαδικασία της παράστασης. Για μένα, η διαδικασία της παράστασης ενέχει μια άλλη μαγεία και μια άλλη αναμέτρηση, αν θέλεις. Το πώς κρατάω ζωντανό και ενδιαφέρον αυτό που έχω να επαναλάβω επί 200, 300, όσες παραστάσεις είμαι τυχερός να κάνω. Πρέπει να σου πω, ότι τουλάχιστον με τους ηθοποιούς που έτυχε να συναναστραφώ, δεν σταματούσε ποτέ η διαδικασία της αναζήτησης. Δεν θα πω της πρόβας, ακριβώς γιατί η πρόβα έχει άλλη συνθήκη, αλλά η διαδικασία της αναζήτησης δεν σταματάει ποτέ. Αυτό λοιπόν είναι κάτι που σε ανανεώνει όταν αυτό που κάνεις σε αφορά, και το αγαπάς και θέλεις να το κάνεις, δεν νιώθεις εγκλωβισμένος σε μια συνθήκη, γιατί μπορεί να συμβεί σε όλους μας αυτό. Κι αυτό έχει μια πολύ μεγάλη χάρη. Επίσης, είναι πολύ μεγάλη εμπειρία η επαφή με το κοινό. Έτυχε σε κάποιες παραστάσεις, να βρίσκομαι σε θέατρα που ήμουν πολύ κοντά με τους ανθρώπους, ή που απευθυνόμουν στους ανθρώπους, το οποίο είναι πολύ περίεργο. Αλλάζει πολύ την συνθήκη, είναι πολύ δελεαστικό. Πολύ ωραίο. Πολύ διαφορετικό.
Παίρνοντας αφορμή αυτό, ποια είναι η σχέση σας με τον κόσμο που σας βλέπει; Έχετε αποκτήσει και μια φήμη με την καριέρα σας, α, β, ο καθένας έχει την δικιά του, και όπως είπατε και οι ηθοποιοί έχουν ένα θέμα με την εικόνα τους. Στην καριέρα σας αυτό πόσο σας αφορά ; Πόσο σας απασχόλησε;
Επειδή δεν υπήρξα ποτέ μιντιακό προϊόν, το απέφυγα και δεν το επεδίωξα ταυτόχρονα, δεν είχα ποτέ κανένα θέμα με την εικόνα μου. Με την έννοια, ότι είμαι αυτή που είμαι, έτσι μιλάω, έτσι συμπεριφέρομαι όλα αυτά τα χρόνια, όσοι άνθρωποι με ξέρουν, έτσι με ξέρουν. Αν μου αρέσεις, σε συμπαθώ, και θέλω να κάνουμε παρέα, θα κάνουμε παρέα. Αν δεν μου αρέσεις ή δεν σε συμπαθώ, δεν θα σε βρίσω κιόλας, αλλά δεν θα επιδιώξω τον συναγελασμό. Από εκεί και πέρα, η εικόνα είναι ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα για τον ηθοποιό. Το πιο ωραίο πράγμα που μου έχουν πει σε παράσταση είναι ότι με είδαν μετά και δεν με γνώρισαν. Για εμένα αυτό είναι πολύ μεγάλο κομπλιμέντο. Γιατί γενικά μου αρέσουν, χωρίς να έχω ποτέ στη ζωή μου μεταμορφωθεί με έναν τρόπο δραματικό, θεωρώ ότι η μεταμόρφωση είναι κάτι εσωτερικό. Και αυτό επιδιώκω να κάνω. Αυτό το παιχνίδι μου αρέσει με την δουλειά μου. Η εσωτερική μου μεταμόρφωση. Το τι μου αλλάζει εσωτερικά. Που δεν ξέρω με ποιο τρόπο μεταφέρεται, ούτε το έχω ψάξει, ούτε με νοιάζει, στο εξωτερικό κομμάτι του εαυτού μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η εικόνα ενός ανθρώπου και η γνώμη που έχει ο καθένας για τον εαυτό του, μπορεί να τον οδηγήσει σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια.
Αυτό με την τηλεόραση κυρίως φαντάζομαι.
Ναι είχα την χαρά να κάνω λίγη, σχετικά, τηλεόραση, όχι ποτέ όμως τόσο μία μεγάλη επιτυχία που κάποιος να με ταυτίσει με ένα ρόλο. Δεν ξέρω πώς θα ήταν αν είχα κάνει κάτι τέτοιο. Έχω όμως την χαρά, να έχω αγαπημένες μου φίλες, την Μυρτώ την Αλικάκη, την Αγγελική Δαλιάνη, την Γωγώ Μπρέμπου, δηλαδή ηθοποιούς, οι οποίες έπαιξαν στην τηλεόραση πολύ, έτσι, σημαντικούς και με μεγάλη επιτυχία ρόλους, που πέρασαν αυτό το στάδιο, και οφείλω να σου πω ότι σε διαπροσωπικό επίπεδο είναι από τα πιο υπέροχα πλάσματα που έχω συναναστραφεί. Δεν ξέρω στο διάστημα της επιτυχίας πώς το βίωσαν. Αυτό ομολογώ ότι δεν μπορώ να το φανταστώ. Αυτό το λίγο που έτυχε να ζήσω, είναι αυτό το γνωστό, που περνάς από κάπου ή κάθεσαι σε ένα καφέ, και σε δείχνουν ή ακούγεται ο ψίθυρος κλπ. Το οποίο ούτε με απασχόλησε ποτέ. Ούτε το εξέλαβα ποτέ ως κάτι.
Χρησιμοποιείτε από την καθημερινότητά σας ανθρώπους ή εμπειρίες για την δημιουργία ρόλων;
Αυτό συμβαίνει αντανακλαστικά. Γενικώς προσπαθώ να αποφεύγω την πολύ στοχευμένη ταυτοποίηση με κάποιο πρόσωπο. Γιατί αυτό έχει παγίδες. Γιατί σε κάθε περίπτωση εγώ θα παίξω τον ρόλο, όχι το πρόσωπο που μου φαίνεται ότι ταιριάζει. Όμως, η αλήθεια είναι ότι κατάλαβα μετά από πολλά χρόνια ότι παρατηρώ τους ανθρώπους όχι με κακή πρόθεση, καθόλου, απλά τους χαζεύω. Και χωρίς να το θέλω κλέβω κινήσεις, μορφασμούς, μικρές ιδιαιτερότητες, τις οποίες τις έχω στο αποθεματικό μου. Έτσι θα το ονομάσω. Οπότε, σε ανάλογες περιπτώσεις, λίγο με έναν σχεδόν αυτόματο τρόπο, αυτά προκύπτουν. Τα έχεις περάσει, τα έχεις φιλτράρει μέσα από το μυαλό σου, μέσα από την εικόνα που τελικά έχει μείνει στο μυαλό σου. Γιατί εν τέλει, οποιονδήποτε άνθρωπο να δεις, εάν δεν είσαι μίμος, κι εγώ δεν είμαι, αυτό που εισπράττεις και αποδίδεις, είναι αυτό που εσύ βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι. Άρα με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, κρατάω μνήμες από ανθρώπους που μου έκαναν εντύπωση ή ανθρώπους που έχω συναναστραφεί και θεωρώ ότι έχουν κάτι έτσι ιδιαίτερο.
Τι θα λέγατε στην Τζίνη που μόλις βγήκε από την σχολή του Εθνικού και πάει να ξεκινήσει να δουλέψει στο θέατρο;
Θα της έλεγα, να είναι ενσυνείδητη. Δηλαδή να είναι πιο στο εδώ και στο τώρα.
Η μεγάλη σκηνή έχει διαφορά με την μικρή;
Ασφαλώς. Τεράστια.
Σας αρέσει κάτι καλύτερα;
Όχι. Θα σου πω το μικρό μου μυστικό. Η αλήθεια είναι ότι μου λείπει η Επίδαυρος. Έχω κάποια χρόνια να παίξω, θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναπαίξω. Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία. Δηλαδή και μόνο η ενέργεια που έχει ο τόπος είναι τρομακτικό το άγχος. Την τελευταία φορά που έπαιξα, πριν από χρόνια, είχα την ένεση της κορτιζόνης, χωρίς λόγο, για τη φωνή, στο ψυγείο, και έλεγα κάθε μέρα, σήμερα άμα την κάνω μέχρι την Παρασκευή…Τετάρτη άμα την κάνω μέχρι την Παρασκευή…μετά, πια, έφτασε Παρασκευή, δεν είχε πια νόημα να την κάνω (γέλια). Αλλά, θέλω να σου πω, όσο κι αν μου λείπει, δεν ξεχνώ το τεράστιο φορτίο που έχει κανείς όταν βρίσκεται εκεί. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να το ξαναζήσω. Με όλο αυτό που σου λέω. Κάντο μία εικόνα. Από πίσω να λες λόγια, Παναγία μου θα ξεχάσω λόγια, και αυτά. Όλα αυτά θα ήθελα να τα ξαναζήσω. Και βέβαια, θα ήθελα να ξαναζήσω μία κεντρική σκηνή ή άλλο ένα Ρεξ του Εθνικού. Θα σου πω τι αλλάζει κατά την γνώμη μου. Μπορεί να κάνω φρικτό λάθος, αλλά αυτό πιστεύω. Αλλάζει η χειρονομία. Η απεύθυνση. Δηλαδή, όταν είσαι σε ένα θέατρο, όπως ήμουν πολλά χρόνια στο λατρεμένο μου θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, ο θεατής είναι καλή ώρα όπως καθόμαστε οι δυο μας. Και μην σου πω και πιο κοντά. Στις μεγάλες σκηνές ο θεατής είναι μακριά. Και πρέπει να φτάσεις και αυτόν που είναι στο δεύτερο εξώστη και αυτό είναι μια περίεργη διαδικασία. Γιατί πρέπει να παραμείνεις ανθρώπινος αλλά παράλληλα να μεγαλώσεις. Και αυτό είναι πολύ ιντριγκαδόρικο. Στην πραγματικότητα, είναι άλλη η χειρονομία. Όχι μόνο η κυριολεκτική χειρονομία. Αλλά και η χειρονομία της ψυχής. Αλλάζουν τα πράγματα από μέσα.
Τι είναι για εσάς το καμαρίνι;
Θα σου πω μία έκφραση που λέμε στο θέατρο, «κάνω καλό καμαρίνι». Έχω κάνει, λοιπόν, καλό καμαρίνι με διάφορους ανθρώπους, συναδέλφους, στην ζωή μου. Είχα μεγάλη χαρά. Γενικά, μου αρέσει και προτιμώ να είμαι στο καμαρίνι με κάποιον, απλά προτιμώ να είμαι με κάποιον με τον οποίο μπορώ να ανταλλάξω και δυο κουβέντες. Σε άλλη περίπτωση δεν με τρελαίνει το καμαρίνι. Θέλω να πω, το καμαρίνι από μόνο του σαν χώρος είναι ένας χώρος δουλειάς, ξέρεις. Έτσι κι αλλιώς τους χώρους τους κάνουν οι άνθρωποι. Οπότε, ναι, το καμαρίνι είναι ένας χώρος που ντύνεσαι βάφεσαι, αλλάζεις, δέχεσαι κάποιους ανθρώπους στο τέλος μιας παράστασης, ή πριν κλπ, αλλά από μόνο του δεν είναι κάτι. Ενώ, εάν το ζήσεις με κάποιον με τον οποίο περνάς καλά, λες πράγματα προσωπικά κλπ, γίνεται μία μετουσίωση και ξαφνικά το καμαρίνι αποκτά πολλές διαφορετικές έννοιες. Γίνεται και εξομολογητήριο, γίνεται και γυναικωνίτης, γίνεται και μπουντουάρ, γίνεται και πολλά πράγματα. Και αυτό έχει μια μαγεία. Και βεβαίως, ας πούμε, αν ρώταγες την ίδια ερώτηση στην αγαπημένη μου φίλη την Μπέτυ Αρβανίτη, που έχει το θέατρό της και το δικό της καμαρίνι, κάτι άλλο θα σου απαντούσε. Για εμένα, όμως, που είμαι λίγο τσιγγάνα και είμαι σήμερα εδώ, αύριο αλλού, το καμαρίνι σαν καμαρίνι, όχι, δεν έχει κάποια αξία. Δηλαδή έχει συμβεί σε περιοδείες να ντυθείς, και σε μαγαζί, στο πούλμαν μέσα. Δεν είναι εκεί το θέμα μας. Καμαρίνι είναι οτιδήποτε. Μου κρατάς μια πετσέτα γύρω γύρω και είναι καμαρίνι.
Να σας ρωτήσω και για τις γυναίκες στο ελληνικό θέατρο; Υπάρχει σεξισμός; Είναι λιγότερο ευεργετημένες;
Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Όχι, ούτε έχω αντιμετωπίσει ποτέ, ούτε θεωρώ ότι υπάρχει σεξισμός. Βεβαίως, δεν μπορώ να πω ότι δεν έχω ακούσει ιστορίες, αυτό το γνωστό, που πήγα στην οντισιόν και ο σκηνοθέτης ήταν λίγο ζωηρός και ήθελε ας πούμε και κάποια άλλη σχέση μαζί μου, οκ, τα έχω ακούσει. Δεν μου έχουν συμβεί ποτέ για να είμαι ειλικρινής. Δηλαδή, δεν αποκλείω ότι υπάρχουν, για να τα λένε οι άνθρωποι που τα λένε, υπάρχουν. Αλλά σε επίπεδο ηθοποιών, έχουμε τεράστια γυναικεία ονόματα και του παρελθόντος και του παρόντος, και ευελπιστώ και του μέλλοντος. Δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα σεξισμού. Άλλωστε, η δουλειά μας έχει και ανδρικούς και γυναικείους ρόλους πάρα πολύ σπουδαίους. Θα θεωρούσα ότι υπάρχει σεξισμός, αν ίσχυε ακόμα αυτό το ανδροκρατούμενο που οι άνδρες έπαιζαν όλους τους ρόλους γυναικείους – ανδρικούς ότι και να γίνει, μέχρι κάποιους αιώνες πριν. Θεωρώ ότι υπάρχουν υπέροχα έργα και θεατρικοί συγγραφείς που έχουν λατρέψει τις γυναίκες και τις έχουν αναγάγει σε θεότητες.
Τι εύχεστε;
Υγεία. Πολύ τετριμμένα. Υγεία πάνω απ’ όλα. Υγεία. Στην παρούσα φάση, ειρήνη. Γιατί δυστυχώς, δεν θέλω να το ξεστομίζω γιατί έχω παιδιά, όλος ο κόσμος τέλος πάντων έχει ανθρώπους που αγαπάει, αλλά μυρίζει πόλεμος. Η συνθήκη που ζούμε σήμερα, όχι στην Ελλάδα, παγκοσμίως, δεν μιλάω για την μικρή μας Ελλαδίτσα, μυρίζει μπαρούτι. Και όπως λέει: «από παντού με ζώνουν συμφορές», για να θυμίσω και την τραγωδία, δεν ξέρει κανείς πού να στραφεί. Αν θα υπήρχε ένας τρόπος, ας πούμε, τα μεγάλα κεφάλια, κάποιος να τους ρίξει λίγο κρύο νερό, να πάψουν να είναι τόσο θερμοκέφαλοι και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα ως έχει…Ναι, υγεία και ειρήνη, και από εκεί και πέρα, βέβαια, και ευημερία. Κάποια στιγμή να αλλάξουν τα πράγματα. Κάποια στιγμή λίγο να ησυχάσουν οι άνθρωποι, να βρουν έναν τρόπο να συμβιώνουν, γιατί όλα αυτά, νομίζω ότι συμβαίνουν κάπως με μια λογική. Και δεν θέλω να ακουστεί αυτό, ούτε κομματικά, ούτε ιδεολογικά, καθόλου, αλλά δεν γίνεται το πράγμα να είναι τόσο μοιρασμένο. Πρέπει κάπως να μοιραστεί αλλιώς.
Video: Filmcat Productions
Συνεντεύξεις